Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Απαιτείται μια γενναία μεταρρύθμιση

Γιώργος Χ., Σωτηρέλης

Συνέντευξη στη Ν. Ράλλη, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2015-10-13


«Είναι καιρός να καταργηθεί το σημερινό αναχρονιστικό, ερμαφρόδιτο και αντιδημοκρατικό καθεστώς με μια γενναία μεταρρύθμιση που θα οδηγήσει ταυτόχρονα στην αποεκκλησιαστικοποίηση του κράτους και την αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας» τονίζει στη συνέντευξή του ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Σωτηρέλης.

• Ποιο πρέπει, κατ’ εσάς, να είναι το σύστημα σχέσεων κράτους - Εκκλησίας σε μια σύγχρονη Δημοκρατία;

Αναμφισβήτητα το μόνο σύστημα σχέσεων κράτους - Εκκλησίας που είναι απολύτως συμβατό με τη Δημοκρατία και τη συνταγματική ελευθερία είναι αυτό του χωρισμού τους. Ο όρος αυτός, που συχνά χρησιμοποιείται σαν φόβητρο, δεν πρέπει να μας τρομάζει, διότι δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ούτε ρήξη ούτε και πλήρη και στεγανή αποκοπή των δύο μερών. Στην Ευρώπη, αυτό συνέβη ιστορικά μόνο στη Γαλλία, όπου η σχέση αυτή πέρασε από μια περίοδο έντονης εχθρότητας μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας.

Στις υπόλοιπες δημοκρατικά προηγμένες χώρες, όμως, το καθεστώς που έχει διαμορφωθεί, ως συνισταμένη των επιμέρους –συνταγματικών κατά κανόνα– λύσεων, είναι η λεγόμενη «ευμενής ουδετερότητα» του κράτους. Δηλαδή, ναι μεν το κράτος δεν δρα μεροληπτικά ή πατερναλιστικά, χωρίς όμως να αποκλείεται ο ειλικρινής, καλοπροαίρετος και εποικοδομητικός διάλογος, για ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, ώστε να αίρονται οι όποιες τριβές, με καθαρό και θεσμικό τρόπο.

• Αυτή τη λύση προτείνετε και για τη χώρα μας;

Ασφαλώς. Είναι καιρός να καταργηθεί επιτέλους το σημερινό αναχρονιστικό, ερμαφρόδιτο και εν τέλει αντιδημοκρατικό καθεστώς, με μια γενναία μεταρρύθμιση που θα οδηγήσει, ταυτόχρονα, στην αποεκκλησιαστικοποίηση του κράτους και την αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας. Προς την κατεύθυνση αυτήν πρέπει να αναληφθούν, ως τάχιστα, οι αναγκαίες νομοθετικές πρωτοβουλίες, με βασικό κριτήριο το να διασφαλιστεί πλήρως τόσο η ελευθερία της λατρείας όσο και η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης.

Από την τελευταία απορρέει το δικαίωμα ελεύθερης διαμόρφωσης, αλλαγής και διάδοσης θρησκευτικών απόψεων καθώς και δικαίωμα να δηλώνονται αυτές ή όχι. Βέβαια, αυτές οι πρωτοβουλίες πρέπει να επισφραγιστούν με την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, ώστε να μην υπάρξουν περιθώρια παρερμηνειών, όπως στο παρελθόν, τόσο από την ίδια την Εκκλησία όσο και από τη μακρά θεοκρατική χείρα της στη διοίκηση και τη Δικαιοσύνη.

• Ευνοεί όμως η συγκυρία μια τέτοια μεταρρύθμιση;

Πιστεύω πως ναι, υπό τον όρο ότι θα προηγηθεί συστηματική προεργασία και διάλογος, χωρίς κραυγές και αποπροσανατολιστικές κορόνες. Από μεν το κράτος η αναρρύθμιση των σχέσεων δεν πρέπει να αγνοήσει τον οφειλόμενο φόρο τιμής και σεβασμού προς τη θρησκευτική μας παράδοση, ως σημαντική παράμετρο της εθνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας, από δε την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πρέπει να δαιμονοποιηθεί, σαν δήθεν εχθρική κίνηση, διότι και η ίδια θα απεμπλακεί έτσι από τον ασφυκτικό κρατικό εναγκαλισμό και από τη συνεχή καταφυγή, δίκην προβληματικής ΔΕΚΟ, στα κρατικά δεκανίκια.

• Ειδικά όταν μιλάμε για μια αριστερή κυβέρνηση, τι αλλάζει στην παραπάνω σχέση;

Οπως προείπα, ο χωρισμός κράτους-Εκκλησίας είναι ζήτημα Δημοκρατίας και δεν συνδέεται κατ’ αρχήν με επιμέρους ιδεολογικές προσεγγίσεις. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, η Δεξιά στη χώρα μας, με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις, κινείται ακόμα στον αστερισμό των μετεμφυλιακών ψυχώσεων του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Ετσι, κάθε φορά που ανακύπτει σχετικό ζήτημα, κλίνει υποτακτικά το γόνυ στα κελεύσματα της Εκκλησίας και γίνεται, ουσιαστικά, φερέφωνό της.

Εναπόκειται, λοιπόν, στην Αριστερά να λύσει τον γόρδιο δεσμό, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η ευαισθησία της σε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας είναι δεδομένη, καθώς κουβαλάει στις πλάτες της ένα βαρύ φορτίο σχετικών διώξεων.

Η πρώτη κυβερνητική εκδοχή της Αριστεράς, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, έκανε μεν κάποιες προσπάθειες, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, καθώς έκανε πίσω στην κρίσιμη μάχη της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001, παρότι υπήρχε ευνοϊκός συσχετισμός. Το ίδιο φοβούμαι ότι θα επαναληφθεί και με τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο διότι δεν έχει δώσει στο θέμα αυτό πειστικά δείγματα γραφής, αλλά και γιατί επέλεξε, ελαφρά τη καρδία, έναν κυβερνητικό σύμμαχο που εμφορείται από ακραίες και σκοταδιστικές θεοκρατικές αντιλήψεις.

• Πώς κρίνετε υπό αυτό το πρίσμα τη στάση της κυβέρνησης στο ζήτημα που ανέκυψε ως προς τα θρησκευτικά;

Θέλω να πιστεύω ότι τουλάχιστον ως προς το ζήτημα αυτό, το υπουργείο Παιδείας θα σώσει την τιμή της Αριστεράς των δικαιωμάτων –που δεν αναστέλλονται βέβαια με την κρίση– εμμένοντας στις σχετικές εξαγγελίες του.

Και τούτο όχι μόνο διότι οι αντιδράσεις της Εκκλησίας ήταν επιεικώς απαράδεκτες, θυμίζοντας δυστυχώς την εποχή του μακαριστού Χριστόδουλου, αλλά γιατί η απαλλαγή από τα θρησκευτικά χωρίς δήλωση θρησκευτικών φρονημάτων αποτελεί στοιχειώδη σεβασμό στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, όπως έχουν αποφανθεί άλλωστε σχετικά τόσο ο Συνήγορος του Πολίτη όσο και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

Ωστόσο, ευκταίο θα ήταν να καταργηθεί και το σύστημα της απαλλαγής, με ταυτόχρονο όμως αναπροσανατολισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ώστε να διασφαλιστεί πλήρως ότι η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» (που επιτάσσει το Σύνταγμα, άρθρο 16 παρ. 2) θα γίνεται όντως υπό το πρίσμα της ελευθερίας της (άρθρο 13 παρ. 1).

Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν ήδη γίνει κάποια βήματα, που απέχουν όμως ακόμη πολύ από το ζητούμενο, δηλαδή από μια συνολική και απροκατάληπτη ενημέρωση για το θείο, που αφ’ ενός θα παρέχεται «με κριτικό, αντικειμενικό και πλουραλιστικό τρόπο», όπως επιτάσσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και αφ’ ετέρου θα δίνει –ποσοτικά– ιδιαίτερη έμφαση στην επικρατούσα θρησκεία και στη σχέση της με την πολιτισμική μας παράδοση.

• Αλήθεια, πώς αισθάνεστε όταν κάνετε μάθημα σε ένα αμφιθέατρο Πανεπιστημίου το 2015 με την εικόνα του Χριστού πάνω από τον πίνακα;

Ευτυχώς τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται στα περισσότερα τμήματα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ένας καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου δεν νοείται να διδάσκει τη θρησκευτική ελευθερία σε ένα περιβάλλον που εξ ορισμού την υπονομεύει, όπως και ένας δικαστής δεν μπορεί να είναι πειστικός ως προς το ότι απονέμει όντως δικαιοσύνη για επίμαχα θρησκευτικά ζητήματα, υπό την σκιά των εικόνων.


Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=8880