Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Συνωστισμός στο Κέντρο;

Γιάννης, Παπαθεοδώρου

dim/art, 2016-01-18


Αναμφισβήτητα, η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ φαίνεται να δρομολογεί ευρύτερες εξελίξεις σε όλη την κομματική γεωγραφία. Έχει ήδη αποκωδικοποιηθεί το τριπλό της πολιτικό μήνυμα, που συνοψίζεται στα εξής : α) στην υπέρβαση της «καραμανλικής» δεξιάς (και του διακριτικού της φλερτ με το ΣΥΡΙΖΑ), β) στην ηλικιακή ανανέωση της ηγεσίας της ΝΔ γ) στην πιθανή μετατόπιση της συντηρητικής παράταξης σε πιο «κεντροδεξιές» θέσεις. Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα, πολλοί έσπευσαν, μάλλον αμυντικά, να χαρακτηρίσουν το νέο πρόεδρο της ΝΔ ως «νεοφιλελεύθερο». Αρκεί όμως αυτός ο χαρακτηρισμός για να αντιμετωπιστεί η νέα κινητικότητα στο χώρο της Δεξιάς, ιδίως όταν αυτή σηματοδοτεί βαθύτερες διεργασίες, τουλάχιστον για το χώρο της αντιπολίτευσης ;

Πράγματι, ο κ. Μητσοτάκης προέρχεται από τον πολιτικό χώρο του φιλελευθερισμού. Αλλά η ταμπέλα του «νεοφιλελεύθερου» δεν μπορεί να ενοποιήσει με ομοιογενή τρόπο τις απόψεις του για την οικονομία, τις απόψεις του για τα κοινωνικά δικαιώματα (βλ. «Σύμφωνο Συμβίωσης»), και τις απόψεις του για τις μεταρρυθμίσεις στο πολιτικό σύστημα. Δεν υπάρχει μία ευθεία γραμμή που να ενώνει τον οικονομικό φιλελευθερισμό με τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τις προτάσεις για διαρθρωτικές αλλαγές του κράτους. Τα πράγματα πάντως είναι αρκετά πιο σύνθετα από την κυβερνητική ανακοίνωση, που καταγγέλλει τα «ακροδεξιά στηρίγματα» του Μητσοτάκη, την ίδια ώρα μάλιστα που η κυβέρνηση συμπλέει οργανικά με την λαϊκή ακροδεξιά.

Το μόνο βέβαιο για την ώρα είναι πως η εκλογή Μητσοτάκη επαναφέρει οριστικά το σκληρό διπολισμό, βάζοντας τέλος σε όλα τα σενάρια «οικουμενικής κυβέρνησης», πλην αιφνίδιου ατυχήματος. Άρα, η κυβέρνηση θα κριθεί πλέον «στην ώρα της», με βάση την πραγματική φθορά της, και εξαντλώντας τα όρια αντοχής της αδύναμης και οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της. Μπροστά σε αυτή την προοπτική, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί άμεσα να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική του. Και είναι σχεδόν βέβαιο πως, σε πρώτη φάση, θα κάνει ένα προσχηματικό άνοιγμα στη λεγόμενη Κεντροαριστερά, συνεχίζοντας την πορεία των πλήρως απο-ιδεολογικοποιημένων μετατοπίσεων, που επιβάλλει ο αυτοματισμός της εξουσίας. Οι παραλλαγές αυτής των μετατοπίσεων θα είναι πολλές: κάποιοι θα συνεχίσουν να υιοθετούν τον τρόπο της παρωδίας (βλ. διεύρυνση της συγκυβέρνησης με το κόμμα του κ. Λεβέντη), κάποιοι άλλοι θα εκπέμπουν το σήμα μιας ρητορικής στροφής προς τα κόμματα της Κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, ΠΟΤΑΜΙ), και ορισμένοι, τέλος —όπως ο συνήθως ασαφής κ. Δραγασάκης—, θα επιζητούν μια ακαθόριστη και μελλοντική «μεταμνημονιακή συμμαχία».

Ο «συνωστισμός στο Κέντρο» εκπέμπεται πλέον είτε επικοινωνιακά είτε κυριολεκτικά ως μοναδικό και σχεδόν αποκλειστικό σενάριο των «διευρύνσεων» του νέου πολυσυλλεκτικού διπολισμού. Μπροστά σε αυτή την προοπτική, η κοινωνική δυναμική του «μεσαίου χώρου» έχει σήμερα μια λαμπρή ευκαιρία να επανέλθει στο προσκήνιο, όχι ως «άδειο» γεωγραφικό σημείο (το Κέντρο) αλλά ως αυτόνομη πολιτική πρόταση εναλλακτικής διακυβέρνησης (σοσιαλδημοκρατία). Πώς μπορεί όμως σήμερα να μιλήσει κανείς για τη σοσιαλδημοκρατία, ιδίως όταν αυτή έχει τρωθεί ιδεολογικά από τον «σοσιαλ-φιλελευθερισμό»;

Ας δούμε τη μεγάλη εικόνα στην Ευρώπη. Είναι σαφές πως σε μια σειρά από καίρια ζητήματα, (κοινωνική δικαιοσύνη, βιώσιμη ανάπτυξη με αναδιανομή, δημοκρατικός έλεγχος των αγορών, κοινωνικό κράτος και δικαιώματα) η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι πλέον μετωπικά αντίθετη με όλα εκείνα τα πολιτικά σχέδια που ταυτίστηκαν με τη δημοσιονομική πειθαρχία, την ακραία λιτότητα και, εντέλει, τη συρρίκνωση της Ευρώπης. Από αυτή την άποψη, πράγματι, τη χωρίζει άβυσσος με τις δεξιές πολιτικές που απειλούν το «κοινωνικό μοντέλο» της Ευρώπης, έτσι όπως το επινόησε αλλά και το εφάρμοσε μεταπολεμικά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Από την άλλη μεριά, ο εξορθολογισμός της πολιτικής αντιπαράθεσης επιβάλλει επιμέρους συμμαχίες, συμφωνίες και συναινέσεις με τα φιλελεύθερα κόμματα, ανάλογα με τα διακυβεύματα της συγκυρίας. Αλλά οι συγκλίσεις δεν αναιρούν τις διαφορές.

Σήμερα, η πολιτική ευρωπαϊκή οικογένεια των Δημοκρατών και Σοσιαλιστών δίνει μια μεγάλη μάχη ανασυγκρότησης, προσπαθώντας να πείσει για την καταστατική αρχή της: μια νέα σχέση ισορροπίας ανάμεσα στην οικονομία και το κοινωνικό κράτος που να αντανακλάται στην ίδια την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Η Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες του Νότου είναι ένα καλό εργαστήρι για να σκεφτεί κανείς αυτό το πρόβλημα. Πώς μπορεί να υπάρξει στρατηγική ανάπτυξης, την ίδια ώρα που κάποιες χώρες προσπαθούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους και, ταυτόχρονα, να μειώσουν τα ελλείμματα τους; Πώς μπορεί κανείς να συνδυάσει τις δομικές μεταρρυθμίσεις με τη λαϊκή συγκατάθεση, όταν το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών έχει ήδη πέσει κάτω από 30%, μετά από επτά χρόνια κρίσης; Απέναντι σε αυτά τα μεγάλα προβλήματα, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία επινόησε έως τώρα τρία αρκετά πειστικά και αποτελεσματικά εργαλεία: το πρόγραμμα της «ποσοτικής χαλάρωσης», το πρόγραμμα της «επιστροφής στην εργασία» και στην απασχόληση, το πρόγραμμα της «δημιουργικής Ευρώπης» με άξονα την εκπαίδευση.

Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή για την Ελλάδα και για την Ευρώπη, βρέθηκε στο τιμόνι της χώρας μας μια παλαιοημερολογίτικη αριστερά, που, εδώ και χρόνια, δεν επικοινωνούσε με κανένα από όλα αυτά τα προτάγματα. Η εγχώρια εκδοχή αυτής της ιδιότυπης Ριζοσπαστικής Αριστεράς βάθυνε ακόμη περισσότερο την κρίση, με δημαγωγικές ψευδαισθήσεις, με αναχρονιστικές ιδεοληψίες, και προσφάτως με την πλήρη αποτυχία όλων των κρίσιμων οικονομικών μεγεθών (ύφεση, ανεργία, απο-επένδυση). Επιπλέον, τώρα που όλες οι «μεγάλες προσδοκίες» απομακρύνονται (η μείωση του χρέους, η αποχώρηση του ΔΝΤ, η έξοδος στις αγορές), προετοιμάζεται συστηματικά η πιθανή «ιταλοποίηση» του πολιτικού συστήματος, μέσω μιας ευκαιριακής εκδοχής της «απλής αναλογικής», που θα ευνοεί τις συνεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’ όλα αυτά, η προϊούσα φθορά της κυβέρνησης, που καταγράφεται ήδη στις δημοσκοπήσεις, θα ολοκληρωθεί όταν η κοινωνία, που ήδη δοκιμάζεται από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αρχίσει να εξετάζει άλλες εναλλακτικές λύσεις.

Η μία λύση έχει ήδη διαφανεί: θα είναι ο κ. Μητσοτάκης, με αντιπρόεδρο της Ν.Δ. τον κ. Άδωνη Γεωργιάδη, και με πιθανό σύμμαχο τη συμπαθή «Δράση». Η άλλη λύση πρέπει —και οφείλει— να είναι μια ισχυρή προοδευτική παράταξη της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Οι μικρές διαφορές, οι μεγάλοι εγωισμοί και κυρίως οι μικρομέγαλες πολυδιασπάσεις του χώρου πρέπει επιτέλους να ξεπεραστούν∙ από όσους τουλάχιστον δεν τους ενδιαφέρει ο συνωστισμός στο Κέντρο αλλά η μεγάλη και ευρύχωρη Κεντροαριστερά.


Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9084