Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Κοίτα ποιος μιλάει!

Γιώργος, Γιαννουλόπουλος

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2016-02-14


Ως γνωστόν, η δημοκρατία προϋποθέτει την ενασχόληση των πολιτών με τα κοινά. Και η ενασχόληση αυτή μοιραία οδηγεί σε διαφωνίες και συγκρούσεις επειδή όποιος έχει τη δική του άποψη για το τι συμβαίνει ή πρέπει να συμβεί καλείται να την υπερασπιστεί, απορρίπτοντας περισσότερο ή λιγότερο όλες τις άλλες. Μέχρι εδώ τίποτα τα μεμπτό.

Αν όμως οι αντιπαραθέσεις είναι συνυφασμένες με το δημοκρατικό πολίτευμα, αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε ή να αφήσουμε ασχολίαστη την ποιότητα του πολιτικού λόγου που εκτοξεύεται από διαφορετικές κατευθύνσεις κακοφορμίζοντας τις πληγές μας. Γιατί μια αλάθητη ένδειξη του μεγέθους της οικονομικής κρίσης που έχει διαλύσει τη χώρα είναι και το πώς μιλάμε γι’ αυτή.

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα: η πάγια πρακτική να φιλοξενούνται καθημερινά στα τηλεοπτικά δελτία οι βραχύλογες εν είδει ατάκας ή τιτιβίσματος δηλώσεις και αντιδηλώσεις των κομματικών γραφείων έχει υποβιβάσει τις πολιτικές και ιδεολογικές διχογνωμίες, δηλαδή το άλας της δημοκρατίας, στο επίπεδο του ξεκατινιάσματος.

Δεν πρόκειται μόνο για θέμα αισθητικής στο όνομα ενός απροσδιόριστου de gustibus. Η κυβέρνηση έχει επεξεργαστεί μια επικοινωνιακή τακτική η οποία πρωτότυπη δεν είναι, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε τόσο συστηματικά: όταν οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ τον επικρίνουν, η απάντηση δεν στηρίζεται (ως οφείλει) σε στοιχεία, ούτε εντοπίζει λογικά άλματα ή λαθροχειρίες στην επιχειρηματολογία τους· απλώς αμφισβητεί το ηθικό δικαίωμά τους να ασκούν κριτική.

Κι αυτός ο ισχυρισμός, από μόνος του, υποτίθεται ότι απαλλάσσει τους κυβερνώντες και τους «στρατευμένους» δημοσιολογούντες –υπάρχουν και αυτοί, ας μην το ξεχνάμε– από την υποχρέωση να πουν κάτι για την ταμπακιέρα.

Η εκ προοιμίου απαξίωση των επικριτών της κυβέρνησης επιτυγχάνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος ξεκινάει από την ορθή διαπίστωση ότι υπάρχουν οργανωμένα συμφέροντα που την πολεμούν και κάποια απ’ αυτά έχουν οχυρωθεί σε κανάλια.

Πράγμα αναμενόμενο, όπως αναμενόμενη ήταν και η υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ από τα ρετιρέ των ΔΕΚΟ για να περισώσουν τα προνόμιά τους και από όσους άρμεγαν το κράτος επί δεκαετίες.

Το δεύτερο βήμα είναι η ταύτιση της αντικυβερνητικής κριτικής με τη διαπλοκή. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος, αλλά επειδή δεν γεννήθηκα χτες, βάζω στοίχημα ότι το επικοινωνιακό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ έχει δώσει σαφείς εντολές η όποια αμυντική αντίδραση της κυβέρνησης να περιλαμβάνει τη λέξη «διαπλοκή» ή παράγωγά της. Αν πιστέψουμε την «Αυγή», από όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, το μεγαλύτερο είναι τα κανάλια!

Ή αλλιώς, αν δεν υπήρχαν τα ΜΜΕ ο ΣΥΡΙΖΑ θα τηρούσε τις υποσχέσεις του και σήμερα θα βλέπαμε τον Τσίπρα να παίζει τον ζουρνά και τις αγορές να χορεύουν. Με το τρίτο και φαρμακερό βήμα, οι επικοινωνιολόγοι της Κουμουνδούρου μάς λένε έμμεσα, ανασκολοπίζοντας την απλή λογική, ότι επειδή οι διαπλεκόμενοι (διάβαζε καναλάρχες) τα έχουν βάλει με την κυβέρνηση, όποιος τα βάζει με την κυβέρνηση είναι διαπλεκόμενος.

Αρα, οι αποδέκτες της κριτικής τους δικαιούνται να την αγνοήσουν με το σκεπτικό ότι εκ στόματος κοράκου, κρα. Και κάτι που πέρασε απαρατήρητο: αν δεχθούμε ότι οι εφημερίδες μπορούν να κομματίζονται απροκάλυπτα, αλλά αυτό δεν ισχύει για τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, σε τι διαφέρει μια τηλεοπτική αντικυβερνητική εκπομπή από τα όσα ακούγονται «Στο Κόκκινο»;

Ο άλλος τρόπος παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον επειδή μας δίνει την ευκαιρία να διεισδύσουμε στον χώρο των νεοελληνικών αυτονόητων, ανασύροντας στην επιφάνεια τους εθνικούς αυτοματισμούς τους οποίους ενεργοποιούμε ενστικτωδώς για να αντιδράσουμε όταν μας επικρίνουν.

Συγκεκριμένα, όταν δεν μας παίρνει να μην παραδεχθούμε ότι κάναμε κάτι επιλήψιμο, ο αντίλογος είναι ότι εκείνοι που μας το καταλογίζουν έχουν κάνει τα ίδια και χειρότερα. Ή αλλιώς, «κοίτα ποιος μιλάει!». Διότι σε αντίθεση με τους αυτομαστιγούμενους και μίζερους προτεστάντες που είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν τις αμαρτίες τους, εμείς θεωρούμε εαυτούς αθώους αν υπάρχουν κάποιοι που αμάρτησαν περισσότερο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι διορισμοί συγγενών και φίλων στο Δημόσιο. Προφανώς οι διαψεύσεις και οι εξηγήσεις δεν αρκούν, ιδίως μετά το απύθμενο θράσος του γραμματέα της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, μάλλον άθελά του, επιβεβαίωσε τις υποψίες για το πώς η ηγετική ομάδα της Κουμουνδούρου βλέπει το «πρώτη φορά Αριστερά»: κάποτε την αριστεροσύνη την πλήρωνες – σήμερα την εισπράττεις.

Παράλληλα όμως με την επικολυρική αναδρομή στο ηρωικό παρελθόν διατυπώθηκε και το επιχείρημα ότι εκείνοι που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τους διορισμούς στο Δημόσιο είχαν χρησιμοποιήσει αυτήν ακριβώς τη μέθοδο για να κερδίσουν και να παραμείνουν στην εξουσία.

Και ως προς τούτο έχουν απόλυτο δίκιο. Ετσι έγινε. Αλλά όσοι διακινούν αυτή την άποψη φροντίζουν ταυτόχρονα να ξεχάσουν κάποια άβολα πράγματα: π.χ. ότι τα ατοπήματα των αντιπάλων μας δεν ξεπλένουν τα δικά μας για τα οποία φέρουμε ακέραια την ευθύνη.

Δεν είναι δυνατόν από τη μια να καταδικάζεις τις αθλιότητες του παρελθόντος επικαλούμενος το ανεπανόρθωτα πληγέν ηθικό πλεονέκτημα, κι από την άλλη να τις επαναλαμβάνεις, έστω και σε μικρότερη κλίμακα.

Ισως το κυρίαρχο συναίσθημα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η οργή· είναι η απογοήτευση. Το «πρώτη φορά Αριστερά» θυμίζει κάπως το «πρώτη φορά σεξ»: διαφορετικό από ό,τι το είχαμε φανταστεί, και σαφώς κατώτερο των προσδοκιών μας.


Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9179