Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ο Γιαν Φαμπρ και η Ποιητική του Αριστοτέλη

Γιώργος, Γιαννουλόπουλος

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2016-04-24


Κατ’ αρχάς μια διευκρίνιση: τον Γιαν Φαμπρ ακουστά τον είχα και τίποτε άλλο. Συνεπώς, δεν είμαι σε θέση να αποτιμήσω το έργο του ή να αποφανθώ για το αν καλώς ή κακώς διορίστηκε ή παραιτήθηκε. Επιπλέον, η πείρα με δίδαξε να μην εμπλέκομαι σε έριδες μεταξύ καλλιτεχνών.

Μέσα όμως στη σκόνη που σήκωσε η όλη ιστορία, ξεχώρισα το επιχείρημα του Απόστολου Διαμαντή, ότι ο Ελληνας «ξέρει πως η αληθινή τέχνη, το αληθινό θέατρο, είναι μια ιστορία, μια αφήγηση, με δομή λογική. Το ξέρει διότι γνωρίζει την ποιητική του Αριστοτέλη». Νομίζω ότι οι προεκτάσεις μιας τέτοιας δήλωσης υπερβαίνουν το συγκεκριμένο ζήτημα γιατί μας δίνουν μια ευκαιρία να δούμε πιο καθαρά ορισμένες πτυχές της νεοελληνικής ιδεολογίας.

Αν κάποιος που αγνοεί τα ελληνικά πράγματα διαβάσει αυτή τη φράση, θα συμπεράνει ότι στη χώρα μας ανθούν οι αριστοτελικές σπουδές. Οτι, όχι μόνο στο επίπεδο των κλασικών φιλολόγων και άλλων ειδικών, αλλά στην παιδεία και την κουλτούρα γενικότερα η σκέψη του Σταγειρίτη είναι παρούσα, έτσι ώστε ο μέσος Ελληνας να έχει μια γενική τουλάχιστον ιδέα της Ποιητικής του.

Δυστυχώς κάτι τέτοιο μάλλον δεν ισχύει. Ισως εγώ να στάθηκα ιδιαίτερα άτυχος, αλλά συζητήσεις περί της αριστοτελικής ποιητικής μεταξύ Ελλήνων δεν υπέπεσαν στην αντίληψή μου. Κι αν αναζητήσουμε στο διαδίκτυο τη σχετική βιβλιογραφία, πόσα ελληνικά ονόματα νομίζετε ότι θα βρούμε; Πού στηρίζεται λοιπόν ο εν λόγω ισχυρισμός;

Απάντηση υπάρχει και την έχει δώσει έμμεσα ο Σεφέρης, όταν διατύπωσε ως εξής τη σχέση μας με την αρχαιοελληνική γραμματεία: «Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας.

Πρέπει να σκεφτείτε πως όλα αυτά βρίσκουνται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας». Φυσικά ο ίδιος ο Σεφερης μελέτησε πολύ προσεκτικά τα κλασικά κείμενα, αλλά τα λόγια του επιτρέπουν, για να μην πω εξουσιοδοτούν, την άποψη ότι η σχέση ημών των Νεοελλήνων με την αρχαία γραμματεία είναι τόσο άμεση, τόσο βιωματική, που δεν χρειάζεται καν να τα διαβάσουμε για να «γνωρίσουμε» τη σκέψη τους.

Αυτόν τον επίπονο δρόμο, μόνο οι δύσμοιροι ξένοι υποχρεούνται να ακολουθήσουν. Κι επειδή μπορεί να κατηγορηθώ ότι τα βάζω με τη γενιά του ’30, θα δώσω τον λόγο στον Οκτάβ Μερλιέ, επί δεκαετίες διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα και θαυμαστή του Σεφέρη:

Ο Δυτικός προσεγγίζει την αρχαιότητα μέσω της ιστορίας, της μελέτης των μνημείων, της ανάγνωσης των κειμένων. Ενας Ελληνας είναι δικαιωματικά κάτοχος, πριν απ’ αυτή τη μακριά και αργή πορεία, επειδή ακριβώς έχει γεννηθεί Ελληνας, του δρόμου της ενόρασης, που αποτελεί τη μοίρα του... Αυτό είναι η πατρίδα, η απεριόριστη διάρκεια

Θα χρειαζόμουν πολύ περισσότερο χώρο από όσον έχω για μια διεξοδική ανάλυση της θέσης του Σεφέρη και του Μερλιέ. Θα αρκεστώ λοιπόν σε τρία σχόλια.

Πρώτο και πιο εμφανές: αυτό που σαφέστατα υπαινίσσονται είναι ότι η ελληνικότητα αποτελεί μια ουσία η οποία δεν υπόκειται στην ιστορία εφόσον παραμένει η ίδια διά μέσου των αιώνων, για να χρησιμοποιήσω μια τετριμμένη φράση. Πρόκειται για την επίσημη και πάγια θέση του νεοελληνικού εθνικισμού. Φυσικά και οι δύο σίγουρα παραδέχονται ότι στο χρονικό διάστημα που μας χωρίζει από τον Αριστοτέλη πολλά έχουν αλλάξει.

Σύμφωνα όμως με τη συλλογιστική τους, οι αλλαγές αυτές δεν αλλοίωσαν την ελληνικότητα. Συνεπώς, θα πρέπει να μας πουν σε τι διαφέρει η αλλαγή από την αλλοίωση, και υπό ποιες συνθήκες η πρώτη επιφέρει ή δεν επιφέρει τη δεύτερη. Εξ όσων γνωρίζω, όχι μόνο δεν προσπάθησαν να απαντήσουν στο ερώτημα, αλλά, αντίθετα, φρόντισαν να μην το θέσουν ή, μάλλον, δεν τους πέρασε καν από το μυαλό να το κάνουν.

Δεύτερο: η διάκριση ανάμεσα στους ταλαίπωρους ξένους που «γνωρίζουν» τον Αριστοτέλη μόνο αν τον μελετήσουν και τους σημερινούς Ελληνες που προφανώς έχουν εσωτερικεύσει την ποιητική του, χωρίς να τη διαβάσουν, μπορεί να ρίξει κάποιο φως στη σχιζοφρενική στάση μας απέναντι στους Δυτικούς: από τη μια πασχίζουμε να τους φτάσουμε κι από την άλλη πιστεύουμε ότι εκείνοι προόδευσαν επειδή φωτίστηκαν από το ελληνικό πνεύμα (δημοκρατία, φιλοσοφία κ.λπ.), στο οποίο εμείς, ως Ελληνες, έχουμε άμεση πρόσβαση ως «δικαιωματικά κάτοχοί του». Δηλαδή -κι εδώ καταλαβαίνει κανείς ότι δεν πρόκειται για κάποια ποιητική ή έστω γόνιμη αντίφαση, αλλά για απλή ιδεολογική σύγχυση- και ακολουθούμε και προηγούμαστε ταυτόχρονα.

Τρίτο και ολίγον επίκαιρο: η άμεση και αποκλειστική σχέση που υποτίθεται ότι έχουμε με την πηγή του ευρωπαϊκού πολιτισμού σημαίνει ότι δεν είμαστε σαν τους υπόλοιπους. Σημαίνει, επίσης, ότι, για λόγους που ουδέποτε τεκμηριώνονται αλλά απλώς ισχύουν, δεν τους χρωστάμε τίποτε σε τελική ανάλυση. Εκείνοι μας χρωστάνε.


Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9362