Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η ραψωδία της οφσόρ

Παύλος, Τσίμας

Η περιπέτεια της διάταξης ενός νόμου και το δράμα ενός πολιτικού συστήματος που απεχθάνεται τις συναινέσεις, Τα Νέα, 2016-06-04


Σε μια άλλη χώρα, ίσως, μια κυβέρνηση δεν θα διενοείτο να νομοθετήσει έναν νέο κανόνα που αφορά το σύνολο του πολιτικού κόσμου και τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος δίχως συνεννόηση με την αντιπολίτευση. Δίχως τη συναίνεση του συνόλου, ει δυνατόν, των ενδιαφερομένων. Σε μια άλλη χώρα, ίσως, ένας τέτοιος κανόνας δεν θα κρυβόταν μέσα στις σελίδες ενός όμνιμπους νομοθετήματος που ψηφίζεται με κατ’ εξαίρεση διαδικασίες επείγοντος, στα πλαίσια μιας έκτακτης κατάστασης ανάγκης. Δεν θα ψηφιζόταν, γουρούνι στο σακί, από βουλευτές που δεν είχαν ιδέα τι ψήφιζαν - την πρώτη φορά - ούτε ενώπιον κενών εδράνων της αντιπολίτευσης - τη δεύτερη φορά.

Αλλά στη δική μας χώρα, όπου τα πολιτικά ήθη έχουν κάτι από την ηρωική εποχή του χαλκού, αυτά δεν μας ξαφνιάζουν καν. Δεν ξαφνιάζουν πια ούτε τους ξένους, που τα τελευταία χρόνια της κρίσης και των Μνημονίων βρέθηκαν να μας παρατηρούν από κοντά, με μεγεθυντικό φακό. «Αυτό που κάνει την Ελλάδα διαφορετική από τις άλλες χώρες που υπέστησαν την κοινή μοίρα των Μνημονίων», έγραφε ένας από αυτούς, «είναι το πολιτικό της σύστημα, που δεν έχει αντίστοιχο σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα».

Στην αρχή, όλοι εντυπωσιάζονταν από την ικανότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος να στήνει καβγάδες, ακόμη και εκεί όπου δεν είχε τίποτε να χωρίσει, από την αλλεργία του στη συνεννόηση και στον συμβιβασμό. Ολοι παραξενεύονταν που η σκληρή μοίρα της χρεοκοπίας στις άλλες χώρες παρήγαγε πολιτική και κοινωνική συναίνεση, ενώ εδώ όχι μόνο παρήγαγε θερμοκρασίες υψικαμίνου μεταξύ των κομμάτων αλλά διέλυε και την εσωτερική συνοχή των κομμάτων εξουσίας.

Σιγά σιγά όλοι κατάλαβαν ότι έτσι είναι εδώ η πολιτική. Δεν είναι μια υπόθεση αντιπαράθεσης ιδεών, προγραμμάτων και φιλοδοξιών ή ανταγωνισμού για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι κάτι ανάμεσα σε αναμέτρηση στα μαρμαρένια αλώνια - ή εμείς ή αυτοί - και σε μια παρτίδα πάρ’ τα όλα. Είναι σαν να ανακυκλώνεται αδιάκοπα η πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας, όπου δύο θυμωμένοι πολέμαρχοι τσακώνονται για τη μοιρασιά στα λάφυρα, αδιαφορώντας για την εξέλιξη του πολέμου. Επειδή, παρ’ ημίν, το έπαθλο της πολιτικής είναι η κατάκτηση του κράτους, το οποίο παραδίδεται στον νικητή με μικρότερες αντιστάσεις απ’ ό,τι η σκλάβα Χρυσηίδα στον Αγαμέμνονα και δίχως κανένα λειτουργικό, θεσμικό ή άλλο, αντίβαρο στην εξουσία του. Κι αυτό, ούτε η κρίση και τα Μνημόνια δεν κατάφεραν να το αλλάξουν.

Για μια στιγμή, βέβαια - όπως στην Ιλιάδα όταν ο Δίας αποφάσισε να κατέβει από τον Ολυμπο -, πέρυσι το καλοκαίρι τα πολιτικά κόμματα κατάφεραν να βρουν πεδίο συνεννόησης. Μισό βήμα από την άβυσσο έδρασαν (και ψήφισαν) από κοινού ώστε να αποτρέψουν την απόλυτη καταστροφή της χώρας. Μα από τότε πολιτεύονται βαθιά μετανιωμένα για το ατόπημα αυτό, προσπαθώντας να μας κάνουν να το ξεχάσουμε. Η κυβέρνηση εμφανίζεται στη Βουλή βρίζοντας την αντιπολίτευση, πριν νομοθετήσει τα μέτρα που από κοινού με την αντιπολίτευση είχε εγκρίνει το περασμένο καλοκαίρι. Και η αντιπολίτευση καταψηφίζει ακόμη και όσα προφανώς έχει ήδη αποδεχθεί στις ψηφοφορίες του Αυγούστου. Με ακραίο παράδειγμα την πρόσφατη περίπτωση του ανόητου που δήλωσε πως η κυβέρνηση, λέει, πήρε εντολή να κυβερνήσει τιμωρώντας τους «μένουμε Ευρώπη», που ψήφισαν Ναι στο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Μπας και αναβιώσει έτσι τα διχαστικά πάθη του δημοψηφίσματος του Ιουλίου, πριν από τις συναινετικές ψηφοφορίες του Αυγούστου. Ή μπας και ξεχαστούν όσοι ψήφισαν Οχι και δεν μετρήσουν τα λεφτά που θα λείψουν από τις τσέπες τους.

Κι έπειτα έρχεται, κερασάκι στην τούρτα, και ο καβγάς για τις εξωχώριες να τυλίξει σε μια ατμόσφαιρα γηπεδικής κλωτσοπατινάδας τη χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου και τα αναπάντητα ερωτήματα: Γιατί ένας κανόνας που αφορά σε όλους τους μετέχοντες του δημόσιου βίου έπρεπε να περάσει λάθρα, κρυφά, χωρίς συζήτηση; Γιατί, αφού ανακοινώθηκε ότι θ’ αλλάξει, έπρεπε να δημοσιευθεί στο ΦΕΚ; Και γιατί η νέα ρύθμιση διατυπώθηκε κατά το πρότυπο του «βασικού μετόχου», τόσο επιτηδείως υπερβολική, ώστε να μην μπορεί ποτέ να εφαρμοστεί;

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9428