Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Αναθεώρηση της αναθεώρησης;

Αντώνης, Μανιτάκης

Κυρ. Ελευθεροτυπία, 2006-01-15


Τα τελευταία είκοσι χρόνια ο πολιτικός βίος στην Ελλάδα γνωρίζει ένα αξιοπερίεργο συνταγματικό φαινόμενο: ενώ παρατηρούνται εντυπωσιακές για την συνταγματική ιστορία του κοινοβουλευτική ομαλότητα και κυβερνητική σταθερότητα, οι πολιτικοί άρχοντες δεν σταματούν να σκέφτονται, να συζητούν και να απεργάζονται αναθεώρηση του συντάγματος. Παράλληλα, δεν σταματούσαν να εξαρτούν κάθε φορά την ευημερία, την πρόοδο, την ευνομία, την απόλαυση των δικαιωμάτων και τις αναγκαίες διοικητικές μεταρρυθμίσεις από την προ-αναγγελλόμενη αναθεώρηση.

*Λίγα μόλις χρόνια μετά την επεισοδιακή του 1986, η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη δηλώνει το 1993 την πρόθεσή της να ξεκινήσει νέα διαδικασία αναθεώρησης. Φουντώνει η συζήτηση μεταξύ πολιτικών και συνταγματολόγων, ως προς την αναγκαιότητα και την σκοπιμότητά της. Η πρόωρη πτώση της κυβέρνησης διακόπτει την συζήτηση.

Το 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του θυμάται την αναθεώρηση και εξαγγέλλει νέα διαδικασία. Ο Κώστας Σημίτης αρθρογραφεί στον τύπο και δηλώνει επιφυλακτικός. Οταν το 1996 ορκίζεται πρωθυπουργός εγκαταλείπεται η προσπάθεια.

Το 1997 η νέα κυβερνητική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ θυμάται, ξανά, την αναθεώρηση και ξεκινά μια νέα διαδικασία, η οποία κατέληξε αισίως στην αναθεώρηση του 2001.

*Η αναθεώρηση του 2001 αποτελεί τομή στην ιστορία των αναθεωρήσων του Συντάγματος για τρεις κυρίως λόγους:

Πρώτον, διότι ήταν η πιο εκτεταμένη που γνώρισε ποτέ ο τόπος. Αναθεωρήθηκαν 90 διατάξεις του Συντάγματος, χωρίς να θιγεί κανένα που να αφορά τις αρμοδιότητες των πολιτικών οργάνων ή την λειτουργία του πολιτεύματος της χώρας.

Δεύτερον, ήταν, όπως χαρακτηρίστηκε, συναινετική. Οι πλειοψηφίες που είχαν διαμορφωθεί για την διαπίστωση της αναγκαιότητας της αναθεώρησης και για τον προσδιορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων ήταν εντυπωσιακές, ξεπερνούσαν για την συντριπτική πλειοψηφία των διατάξεων τα τέσσερα πέμπτα των βουλευτών.

Τρίτον, ήταν πράγματι εκσυγχρονιστική.

Να, όμως, που η νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία ανήγγειλε και νέα, παρ’ όλη την έκταση και την γενική αποδοχή της παλαιάς, πριν καν σιτέψει και πριν καν συμπληρωθούν τα πέντε χρόνια που απαιτεί το Σύνταγμα. Με τις ίδιες περίπου βαρύγδουπες επαγγελίες, με τις ίδιες μεγάλες προσδοκίες. Πόσο πειστικό μπορεί να είναι το νέο αναθεωρητικό εγχείρημα μετά τα όσα προηγήθηκαν; Γιατί θα πρέπει να πιστέψουν σε αυτό οι πολίτες, όταν δεν πρόλαβαν να καταλάβουν το προηγούμενο;

Θα αφήσω προς το παρόν κατά μέρος το αυτονόητο: οι συχνές αναθεωρήσεις θίγουν ανεπανόρθωτα το κύρος του Συντάγματος, καθώς και την συμβολική αποτελεσματικότητά του. Το Σύνταγμα ταγμένο από την ιστορία του να διασφαλίζει τα θεμελιώδη του πολιτικού βίου, με τρόπο πάγιο και σταθερό, και να μένει πάνω από την πολιτική συγκυρία και τις κομματικές σκοπιμότητες γίνεται μέσο άσκησης κυβερνητικής πολιτικής, υποβιβάζεται στο επίπεδο του κοινού νόμου. Απαξιώνεται και τυπικά και ουσιαστικά, χάνει το κύρος και την ικανότητά του να πείθει και πειθαναγκάζει σε συμμόρφωση.

Αυτό συμβαίνει οποιοιδήποτε και αν είναι οι στόχοι της νέας αναθεώρησης.

*Ως προς το περιεχόμενό της. Είναι αλήθεια ότι δεν το γνωρίζουμε ακόμη με ακρίβεια ώστε να το κρίνουμε. Αρκούμαι σε επιγραμματικές παρατηρήσεις, στηριζόμενος σε ανακοινώσεις που διάβασα στον τύπο.

Αναθεωρούνται εκ νέου διατάξεις που μόλις αναθεωρήθηκαν: η διάταξη περί βασικού μετόχου και το ασυμβίβαστο επαγγέλματος και βουλευτικής ιδιότητος. Λάθος ρυθμίσεις, ή σωστές που εγκαταλείπονται;

Αν συμβαίνει το πρώτο, πώς έγινε, αφού και οι δύο συζητήθηκαν κατά κόρον και προκάλεσαν αντιπαραθέσεις στο Κοινοβούλιο και στον τύπο; Αν συμβαίνει το δεύτερο, τι πιέζει για την εγκατάλειψή τους;

Πόσο πειστικά μπορεί να είναι τα επιχειρήματα που αφορούν την αναθεώρηση διατάξεων που μόλις αναθεωρήθηκαν;

*Ως προς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Είναι η εξαγγελία που η Ν.Δ. υπερασπίζεται με συνέπεια τώρα και πολλά χρόνια. Το περίεργο είναι ότι τώρα την αποδέχεται και την δικαιολογεί και το ΠΑΣΟΚ. Είναι ή δεν είναι αυτά δείγμα προχειρότητας, συγκυριακής αντιμετώπισης του Συντάγματος και υποβιβασμού της αναθεωρητικής διαδικασίας σε μέσο μικροπολιτικής τακτικής; Πώς απαιτούμε μετά να δείχνει ο πολίτης πίστη στις αναθεωρητικές επαγγελίες και να εξαρτά ή να περιμένει αλλαγές θεσμικές από τις συχνές, επαναλαμβανόμενες και βαρετές αναθεωρήσεις;

*Και έρχομαι στο τελευταίο που είναι και το πιο σημαντικό, στην εξαγγελθείσα ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου.

Αγνοώ το ακριβές περιεχόμενό της. Αναζητώ όμως την πολιτική σκοπιμότητα και δεν βλέπω άλλη από την πολιτική επιδίωξη να στερηθεί ο δικαστής και ιδίως ο δικαστής των ανωτάτων δικαστηρίων μια αρμοδιότητα και είχε αποκτήσει μόνος του και την ασκούσε με συνέπεια, μόνος αυτός στην Ευρώπη, πάνω από έναν αιώνα. Ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα είναι απόκτημα πολύτιμο και αναντικατάστατο της συνταγματικής μας παράδοσης και εγγύηση τήρησης του Συντάγματος και προστασίας των ατομικών μας δικαιωμάτων και ελευθεριών.

*Αν η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου αποβλέπει, με την σύμπνοια του πολιτικού κόσμου, στο να αποστερήσει από τα δικαστήρια και ιδίως από το ΣτΕ -που όλα αυτά τα χρόνια ασκεί καθήκοντα συνταγματικής δικαιοσύνης με θάρρος και συνέπεια, ερχόμενο συχνά σε αντιπαράθεση με τα σχέδια της πολιτικής εξουσίας-, τότε τίθεται ένα μείζον, ένα εξαιρετικά σοβαρό θεσμικό ζήτημα: διερωτάται κανείς αν η πολιτική εξουσία του τόπου έρχεται σε αντιπαράθεση με την δικαστική και θέλει να πλήξει, πράγματι, την συνταγματική της δύναμη και αντίσταση, επειδή την αισθάνεται τον τελευταίο καιρό αδύναμη και βαριά λαβωμένη.

*Αν αυτό είναι το υποκρυπτόμενο πολιτικό σκεπτικό της ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου, τότε σε ποιον θα εμπιστευτούν οι έλληνες πολίτες την τήρηση του συντάγματος; στους πολιτικούς; Ποιος τους εμπιστεύεται, πλέον, έπειτα από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν το θεμελιώδη νόμο του κράτους;

*Η αποδυνάμωση και η απαξίωση της δικαστικής εξουσίας είναι ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί σε αυτόν τον τόπο. Και χρειάζεται όλοι να πάρουμε στα σοβαρά το θέμα αυτό, διότι βάλλεται το τελευταίο οχυρό της δημοκρατίας και έχουμε ύψιστο συμφέρον να το σώσουμε από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του.

Αυτό είναι το θέμα μας σήμερα και τίποτε άλλο. Ολα τα άλλα είναι εκ του πονηρού.

* Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου.

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=948