Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Το Μνημόνιο και η Αριστερά

Γιώργος, Σιακαντάρης

Ελευθεροτυπία, 2006-01-20


Στις 14 Δεκέμβριου 2005, η Πολιτική Επιτροπή της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε να προωθήσει στην Ολομέλεια (24-27 Ιανουαρίου) μνημόνιο με τίτλο «Ανάγκη διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων», το οποίο προετοιμάστηκε και παρουσιάστηκε από τον Σουηδό βουλευτή Γ. Λίντμπλαντ. Αυτό το μνημόνιο καλεί το Συμβούλιο να καταδικάσει «τη μαζική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που περιλαμβάνουν ατομικές και συλλογικές δολοφονίες και εκτελέσεις, θανάτους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, πείνα, εκτοπίσεις, βασανιστήρια, δουλική εργασία και άλλες μορφές μαζικού φυσικού τρόμου»

Η απόρριψη αυτού του μνημονίου από το ελληνικό πολιτικό σύστημα υπήρξε καθολική. Οχι μόνο το ΚΚΕ, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα και οι εκπρόσωποί τους στο Συμβούλιο απέρριψαν αυτό το «τεράστιο ψέμα» και «φασιστικό μνημόνιο». Παπαρήγα, Θεοδωράκης, Πάγκαλος, Κουβέλης αλλά και ο υφυπουργός ΥΠΕΧΩΔΕ Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος, ο Γραμματέας της Κ.Ε. της Ν.Δ. Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ο οποίος μάλιστα με «παρρησία» δήλωσε στον «Ριζοσπάστη» (24.12.05) πως «δεν επιτρέπεται να έχουμε κείμενα τα οποία, στην ουσία, μας διαχωρίζουν με τέτοιο τρόπο και που πολλά από τα γεγονότα που αναφέρονται πιθανόν και να μην είναι αληθή (sic) και να μην αναφέρονται με ειλικρίνεια», αλλά και πολλοί δημοσιογράφοι, συνδικαλιστικοί φορείς, επώνυμοι και ανώνυμοι πολίτες καταδίκασαν αυτή την έκθεση. Σημειώνουμε πως, από όσα γνωρίζουμε, η έκθεση αυτή δεν δημοσιεύτηκε ολόκληρη στον ελληνικό Τύπο.

Η ελληνική αντίδραση εστιάζεται σε δύο κυρίως σημεία: στο ότι το Μνημόνιο ταυτίζει το ναζισμό με τον κομμουνισμό ή τους θύτες με τα θύματα και ότι παράλληλα θα σημάνει την έναρξη μιας νέας περιόδου μακαρθισμού, που θα έχει στόχο την καταπίεση κάθε «λαϊκής αγωνιστικής φωνής». Από το κείμενο προκύπτει η κατάταξη των κομμουνιστικών καθεστώτων ως ολοκληρωτικών, όχι όμως και η άρνηση του αγώνα κατά της φασιστικής απειλής, ενώ δεν προκύπτει από πουθενά η θέληση των Ευρωπαίων βουλευτών να βάλουν τους λαούς τους και τους ιδίους στο γύψο. Στο κείμενο μπορούν να τεθούν ενστάσεις που αφορούν το κάλεσμα προς «τα κομμουνιστικά ή μετα-κομμουνιστικά κόμματα να επανεκτιμήσουν την ιστορία του κομμουνισμού και το ίδιο τους το παρελθόν, να πάρουν καθαρές αποστάσεις από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα και να τα καταδικάσουν δίχως ταλάντευση». Αυτή η αναφορά πρέπει να απορριφθεί μετά πολλών επαίνων, γιατί στις δημοκρατίες τις θέσεις των κομμάτων τις κρίνουν και τις αξιολογούν οι πολίτες. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να υποχρεώσει τα πολιτικά κόμματα να προβούν στη μία ή στην άλλη ενέργεια. Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη είναι και η άποψη που θεωρεί πως «τα εγκλήματα δικαιολογήθηκαν στο όνομα της θεωρίας της πάλης των τάξεων και της αρχής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η ερμηνεία και των δύο αρχών νομιμοποίησε την "εξάλειψη" ανθρώπων που θεωρούνταν επιζήμιοι στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας και, κατά συνέπεια, εχθροί των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων». Εδώ χρειάζεται σοβαρότερη ανάλυση γιατί η προφανής, κατά τη γνώμη μας, ολοκληρωτική φύση των κομμουνιστικών καθεστώτων μπορεί να οδηγήσει σε μια επικίνδυνη διολίσθηση, στην ταύτιση του αγώνα για μια κοινωνία πιο δίκαιη και ίση με τον ολοκληρωτισμό. Ενα πράγμα πρέπει να γίνει σαφές, πως αν και αναφορικά με τις μεθόδους διακυβέρνησης φασισμός και κομμουνισμός ταυτίστηκαν, διαφέρουν ριζικά όσον αφορά τις ιδεολογικές τους αφετηρίες. Το όραμα της κοινωνικής χειραφέτησης καμία σχέση δεν έχει με την απαίσια ιδέα της φυλετικής καθαρότητας.

Το κύριο όμως θέμα που τίθεται δεν είναι αυτό, αλλά αν πρέπει να αναγνωριστούν και τα θύματα της κομμουνιστικής διακυβέρνησης. Δυστυχώς, γι’ αυτό το ζήτημα οι περισσότερες αντιδράσεις γίνονται στο όνομα της Αριστεράς και των ιδανικών της. Ετσι φαίνεται στα ιδανικά της Αριστεράς να συμπεριλαμβάνονται η εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων, η καταπίεση ολόκληρων κοινωνιών, η κατάργηση της ιδιωτικής ζωής και κάθε μορφής ελευθερίας, η μετατροπή των κοινωνιών και των κυττάρων τους σε αστυνομικά τμήματα, η καθολικοποίηση της χαφιεδοσύνης, η μετατροπή των πνευματικών ανθρώπων σε μάστορες της υποκριτικής τέχνης για να εκθέσουν έστω και μέρος των ιδεών τους κ.λπ.

Πίσω από αυτές τις αντιδράσεις κρύβεται η αντίληψη πως η δημοκρατία είναι μόνο πολιτικό όχι και κοινωνικό σύστημα· μάλιστα πολλοί αριστεροί την εκλαμβάνουν μόνο ως μηχανισμό εκλογής αντιπροσώπων, κάτι που υποστηρίζουν και κάποια νεοφιλελεύθερα φληναφήματα, που την ταυτίζουν με τους τρόπους επιλογής των αντιπροσώπων. Αυτή η αντίληψη κρύβει το δάσος, και το δάσος είναι πως η δημοκρατία δεν αποτελεί απλώς τυπική πλευρά του πολιτικού γίγνεσθαι, αλλά έναν συνδυασμό των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών με την ελευθερία της προστασίας των κοινωνικά αδύναμων, την ελευθερία της κοινωνικής δικαιοσύνης, την ελευθερία της ισότητας όχι μόνο των ευκαιριών αλλά και των αφετηριών. Ο ιδεότυπος της ολοκληρωμένης δημοκρατίας αποτελεί μια ρεαλιστική ουτοπία, στην οποία συγκυβερνούν η ελευθερία με την ισότητα.

Η αναγωγή της δημοκρατίας σε απλό σύστημα εκλογής αντιπροσώπων αποτελεί βούτυρο στο ψωμί κάθε είδους ολοκληρωτισμού αλλά και εμπόδιο στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας καλύτερης και πιο δίκαιης κοινωνίας. Η Αριστερά του παρόντος και του μέλλοντος πρέπει καλά να κατανοήσει το πλούσιο περιεχόμενο της δημοκρατίας, και για να το κάνει αυτό πρέπει να κόψει κάθε ομφάλιο λώρο με τα καθεστώτα που παραβίασαν κάθε έννοια ελευθερίας, μα πολύ περισσότερο κάθε έννοια ισότητας. Με άλλα λόγια, η Αριστερά ή θα είναι δημοκρατική ή δεν θα είναι Αριστερά.

* Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας giorsiak@yahoo.gr

Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=956