Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Στερεότυπα, Φανατισμός, Συμμόρφωση

Σκέψεις για το δημόσιο διάλογο της περιόδου

Στέργιος, Καλπάκης

2016-08-26


Το περσινό δημοψήφισμα αποτέλεσε μια ιδιαίτερη στιγμή της πολιτικής αντιπαράθεσης στα χρόνια της κρίσης, αφού οι πολιτικές συμμαχίες που διαμορφώθηκαν μετά τον «εκλογικό σεισμό» του 2012 έλαβαν –έστω για μία εβδομάδα- χαρακτηριστικά ενιαίας παράταξης που διεκδίκησε την ψήφο των πολιτών. Αν και θα περίμενε κανείς ότι η υπογραφή της συμφωνίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα άλλαζε το είδος της αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, αφού στην πλειοψηφία τους πλέον αποδέχονται ένα κοινό πλαίσιο για την παραμονή της χώρας στη νομισματική ένωση, ωστόσο ο δημόσιος διάλογος ακόμα και σήμερα διεξάγεται με τους όρους της προηγούμενης περιόδου.

Η πολιτική συζήτηση αυτής της περιόδου διεξάγεται σε έντονους τόνους. Αν και μπορούμε να πούμε ότι μέχρι το δημοψήφισμα η αντιπαράθεση αντανακλούσε δύο διαφορετικές στρατηγικές για την πορεία της χώρας, η γνωστή συνέχεια δε δικαιολογεί κατά την άποψή μου αυτή την ένταση, η οποία μάλλον εξυπηρετεί μικροκομματικά συμφέροντα παρά αντανακλά κάποια προγραμματική σύγκρουση μεταξύ εναλλακτικών προτάσεων. Η υπέρβαση όμως αυτού του σχήματος, δηλαδή η ανάπλαση του δημόσιου διάλογου, είναι βασική προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση.

Στην περίοδο της κρίσης, τα παιχνίδια εξουσίας και η προσπάθεια διαφύλαξης επιχειρηματικών ή συντεχνιακών συμφερόντων, σε βάρος του γενικού, συμπιέζουν το δημόσιο διάλογο ανάμεσα σε αριστερίστικες και «φιλελεύθερες» βεβαιότητες. Σε αυτό το περιβάλλον η ανοχή στη διαφορετική άποψη δοκιμάζεται, αφού τα λεγόμενα του άλλου εύκολα θεωρούνται εχθρικά είτε προς το συμφέρον του λαού, είτε προς την ελεύθερη οικονομία. Την ίδια ώρα, η διαφοροποίηση από τη γραμμή της παράταξης ή του κόμματος μπορεί να θεωρηθεί στην καλύτερη περίπτωση ως υποχωρητικότητα απέναντι στον αντίπαλο, στην χειρότερη κλείσιμο του ματιού ή συναλλαγή. Από κοντά και τα Μ.Μ.Ε, προκειμένου να ασκήσουν πίεση προς την κατεύθυνση που εξυπηρετεί τα πολιτικά και επιχειρηματικά τους συμφέροντα, συντηρούν αυτό το παιχνίδι. Αλλά και στο διαδίκτυο τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Το γεγονός ότι η διόγκωση του ελληνικού διαδικτύου συνέπεσε με μια περίοδο κρίσης και έντονων πολιτικών παθών, χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις (π.χ. εκπαιδευτικές) για ευγενική συμπεριφορά και κριτική στάση των χρηστών μέσα στο νέο ψηφιακό κόσμο, έχει μετατρέψει το διαδίκτυο, εκτός από χώρο εύκολης προπαγάνδας, σ’ ένα πεδίο στοχοποίησης των πολιτικών αντιπάλων από τους χιλιάδες επώνυμους και ανώνυμους αρθρογράφους και σχολιαστές. Τα επιχειρήματα υπέρ της προαγωγής του δημόσιου διάλογου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αμφισβητούνται από τη συχνή μετατόπιση του διαλόγου στο πεδίο των προσωπικών προσβολών, ενώ η θεωρητικά απεριόριστη δυνατότητα διατύπωσης διαφορετικής γνώμης περιορίζεται εντός των ψηφιακών κοινοτήτων. Αυτές συχνά λαμβάνουν χαρακτηριστικά κοινοτήτων συμμόρφωσης με την κυρίαρχη άποψη, η τυφλή αναπαραγωγή της οποίας εγγυάται απήχηση για το χρήστη.

Αυτού του είδους η αντιπαράθεση ανέδειξε μία νέα γενιά πολιτικών υποκειμένων που στον λόγο τους κυριαρχεί η αναπαραγωγή των στερεότυπων που προκύπτουν από αυτόν το διπολισμό αντί των προγραμματικών – κοινωνικών αναφορών, πέρα από κάτι γενικόλογα για «το λαό» ή για «την Ελλάδα που παράγει». Η πιστή εφαρμογή των κανόνων εγγυάται αναγνωσιμότητα. Αντιθέτως, για όποιον αρνηθεί να συζητήσει με αυτούς τους όρους, είτε τα λόγια του θα περάσουν μέσα από σιγαστήρα, είτε θα βρεθεί στο περιθώριο. Ως εκ τούτου, χρειάζεται σθένος για να εκφράσεις μια διαφορετική άποψη και να τη διακηρύξεις σε εχθρικά διακείμενους αναγνώστες ή ακροατές.

Κατά την άποψή μου, η ευθύνη για αυτή την κατάσταση ανήκει σε εκείνες τις δυνάμεις που βλέπουν να θίγονται τα επιχειρηματικά ή συντεχνιακά τους κεκτημένα από τις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις των μνημονίων και ως βασικοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης, προωθούν μία σειρά αριστερών και δεξιών στερεοτύπων, τα οποία αναπαράγονται πολλές φορές με φανατισμό και από υγιείς δυνάμεις που πραγματικά επλήγησαν από τις αντεργατικές και αντιαναπτυξιακές πλευρές των μνημονίων. Πρόκειται δηλαδή για έναν διπολισμό που συντηρεί τις κατεστημένες νοοτροπίες και δομές και όχι για ένα διπολισμό στον οποίο αντιπαρατίθενται οι δυνάμεις της μεταρρύθμισης με αυτές της συντήρησης. Εξ’ ου και η από κοινού αποσιώπηση της καταστροφικής πενταετίας 2004-2009. Αυτό είναι το κλίμα στο οποίο ανταμείφθηκαν τα προεκλογικά προγράμματα παροχών που εκφωνήθηκαν στο Ζάππειο και στη Θεσσαλονίκη, καθιστώντας τη Ν.Δ. και το ΣΥΡΙΖΑ κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις σε ένα νέο μικρό δικομματισμό. Ωστόσο, πιστεύω ότι η ζυγαριά των ευθυνών γέρνει προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί μπορεί η Ν.Δ. να εισήγαγε τον μαχητικό αντιμνημονιακό λόγο και αργότερα να κυβέρνησε με γνώμονα το μικροκομματικό της συμφέρον, ο ΣΥΡΙΖΑ όμως, στην προσπάθεια υπεράσπισης των δικών του συμφερόντων έκανε κάτι χειρότερο από τη διχαστική ρητορική και τις ανεδαφικές υποσχέσεις. Εισήγαγε στο δημόσιο διάλογο μια δημοψηφισματική λογική, η οποία πηγάζει από μια προβληματική σχέση της ριζοσπαστικής αριστεράς με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που εκ των πραγμάτων ακυρώνει τις σύνθετες απαντήσεις και τις συναινέσεις.

Αν και η επικαιρότητα προσφέρει αρκετά παραδείγματα για τον τρόπο που διεξάγεται ο πολιτικός διάλογος, επιλέγω να σταθώ στην περίπτωση του εκλογικού νόμου γιατί δεν το κρύβω ότι αποτέλεσε την αφορμή γι’ αυτό το κείμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, η συζήτηση για την αναγκαία αλλαγή του εκλογικού νόμου προς το αναλογικότερο καλύφθηκε από τις μικροκομματικές σκοπιμότητες. Πρώτον, του ΣΥΡΙΖΑ που αν και εξελέγη δύο φορές κυβέρνηση με το μπόνους των 50 εδρών, στην προοπτική απώλειας της πρωτιάς σε επόμενες εκλογές, καταργεί το μπόνους και δεύτερον της Ν.Δ., που μόλις εννιά μήνες μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου ζητά εκλογές και μαζί επικαλείται ακυβερνησία σε περίπτωση κατάργησης του μπόνους. Μαζί της, μια ευρεία συμμαχία Μ.Μ.Ε. και σχολιαστών επιδόθηκαν σε ένα παιχνίδι κινδυνολογίας και πίεσης, σε σημείο να χαρακτηριστεί ως εθνική προδοσία η ενδεχόμενη υπερψήφισή της κυβερνητικής πρότασης από κάποιον βουλευτή. Υπό αυτήν την πίεση το ΠΑΣΟΚ υποχώρησε από μια προγραμματική του θέση για περισσότερο από ένα χρόνο και από την πολύ πρόσφατη απόφαση της συνδιάσκεψης της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για κατάργηση του μπόνους και συμμορφώθηκε με το παιχνίδι σκοπιμότητας, όσο κι αν διατείνεται για το αντίθετο. Κάπως έτσι χάθηκε η ευκαιρία για μια γόνιμη συζήτηση που θα βοηθούσε και τους πολίτες να διαμορφώσουν καθαρή εικόνα και γιατί όχι, για συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων, έστω σε ένα αναλογικότερο σύστημα. Αλλά πώς θα μπορούσαμε να περιμένουμε από το διάλογο να δώσει τη λύση, όταν το ίδιο το υπάρχον εκλογικό σύστημα ευθύνεται εν πολλοίς για το είδος του διαλόγου που περιγράφεται παραπάνω;

Είναι λοιπόν αναγκαία η ανάπλαση του δημόσιου διαλόγου. Ο πρώτος λόγος είναι για να θεραπευτεί η πληγωμένη αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Οι σημερινοί κανόνες οδηγούν κόμματα και πολιτικούς να αντιστρέφουν ή να αναιρούν τα λεγόμενά τους ανάλογα με το συμφέρον της περίστασης. Η ένταση με την οποία γίνεται αυτή η διαδικασία αποτελεί σοβαρό πλήγμα για την αξιοπιστία των πολιτικών δυνάμεων στα μάτια των πολιτών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ στον τρόπο μετάβασής τους από την αντιμνημονιακή ρητορική στη μνημονιακή πραγματικότητα. Αλλά και η πρόσφατη στάση του ΠΑΣΟΚ στην περίπτωση του εκλογικού νόμου αποτελεί ένα επιμέρους παράδειγμα. Ο δεύτερος λόγος αφορά επίσης τη σχέση των πολιτών με την πολιτική, καθώς ο διάλογος που διεξάγεται σήμερα δεν ανταποκρίνεται στα αιτήματά τους και δε δίνει λύσεις στα καθημερινά τους προβλήματα. Αντιθέτως, δείχνει να τραβάει αποκομμένος σε έναν παράλληλο δρόμο από αυτά. Ο δρόμος όμως της αποπολιτικοποίησης, τον οποίο ακολουθούν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας, είναι επικίνδυνος και ολισθηρός κατήφορος. Ο τρίτος λόγος αφορά την αναγκαία επίτευξη της αυτογνωσίας μας ως κοινωνία αλλά και την επίγνωση της κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια χρεοκοπημένη χώρα. Κανείς δεν μπορεί να υπερασπίζεται κεκτημένα με όρους μιας προηγούμενης εποχής, ούτε να σηκώνει ένα μίνι αντιμνημονιακό μπαϊράκι λες και θα δεν θα παραλάβει το ίδιο πρόγραμμα, με του αυτούς όρους την επομένη μιας εκλογικής του νίκης.

Ποιος όμως είναι αυτός που θα αλλάξει τους όρους; Η εύκολη απάντηση είναι οι νέοι. Δεν θα επικαλεστώ τα πορίσματα από τις συνεδριάσεις της «Βουλής των Εφήβων» για να εκφράσω την απογοήτευσή μου. Αρκεί κανείς να ακούσει τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ή ορισμένους -νυν και πρώην- από το νεανικό του επιτελείο. Γύρω τους, μια ολόκληρη γενιά που σε διαφορετικούς τόνους αναπαράγει αντισυστηματικά στερεότυπα. Αλλά μήπως είναι καλύτερα τα πράγματα στο «φιλελεύθερο» στρατόπεδο, όταν ακούμε από νέους να υποστηρίζουν με σιγουριά ότι ο περιορισμός των εργασιακών δικαιωμάτων είναι παράγοντας ανάπτυξης ή ότι τα προοδευτικά φορολογικά συστήματα είναι τιμωρία για τους επιτυχημένους; Αυτό το περιβάλλον είναι ασφυκτικό για όσους επιμένουν να βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα. Άλλοι πάλι επιλέγουν να απομακρυνθούν από μια διαδικασία την οποία αισθάνονται να εξελίσσεται μεταξύ ειδικών.

Κατά την άποψή μου, οι δυνάμεις που μπορούν να υπερασπιστούν την αντίρρηση στους σημερινούς κανόνες του παιχνιδιού και να αλλάξουν το περιεχόμενο του δημόσιου διάλογου είναι εκείνες οι δυνάμεις που όπως αποκήρυξαν τον κρατισμό, έτσι υπερασπίστηκαν το κράτος πρόνοιας. Εκείνες οι δυνάμεις που όσο κανένας άλλος, κατάφεραν να παντρέψουν το αίτημα της ισότητας με αυτό της ελευθερίας. Αναφέρομαι στις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά χρειάζεται και αυτές να συνειδητοποιήσουν τον αυτόνομο ρόλο τους και να πάψουν να συμμορφώνονται με τους σημερινούς όρους. Αυτά όμως αφορούν επόμενο κείμενο...


Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9586