Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Tέσσερα μεγάλα λάθη

H εξωτερική πολιτική, θύμα του ανορθολογισμού

Αλέξης, Ηρακλείδης

Τα Νέα, 2006-01-12


Από το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο μαθαίνουμε ότι 79% των Ελλήνων είναι κατά της ένταξης της Τουρκίας στην E.E., 61% κατά της ένταξης της Αλβανίας και 52% κατά της ένταξης της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Πέρα από την προφανή αυτή εκδήλωση ξενοφοβίας και εθνικισμού δεν φαίνεται να πρυτανεύει ούτε καν η στοιχειώδης λογική, ότι συμφέρει στην Ελλάδα οι γείτονές της να είναι εντός της E.E. και όχι εκτός.

Παραλλάσσοντας την έκφραση ότι κάθε λαός έχει την ηγεσία που του αξίζει, θα λέγαμε ότι η Ελλάδα διαθέτει την εξωτερική πολιτική που της αξίζει, δηλαδή αυτήν που ταιριάζει στην πλειοψηφία, στην κυρίαρχη νοοτροπία. Υπ’ αυτήν την έννοια, ακόμη και εάν μία ελληνική ηγεσία τάσσεται υπέρ μίας γραμμής στη βάση του ρεαλισμού, δηλαδή με βάση την ορθολογική εκτίμηση κερδών - ζημιών, και όχι με τα εθνικιστικά αντανακλαστικά και τις εθνοκεντρικές αγκυλώσεις, στο τέλος μπορεί να επιλέξει οδό επιζήμια και αδιέξοδη επειδή τυγχάνει να είναι πιο δημοφιλής στον ελληνικό λαό.

Ας δούμε τέσσερα παραδείγματα, ένα ανά κυβέρνηση, για να μην αφήσουμε καμία ελληνική ηγεσία παραπονεμένη, ότι δεν την έχουμε κατακρίνει δεόντως.

Κατά την περίοδο 1981 - 1989, επί διακυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, υιοθετήθηκε μία άνευ προηγουμένου συγκρουσιακή πολιτική έναντι της Τουρκίας, στη λογική ότι δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε με την Τουρκία, είτε σε σχέση με το Αιγαίο είτε σε σχέση με την Κύπρο. Ωστόσο, όπως φάνηκε και με το διάλειμμα Νταβός (1988), αλλά και με τις αρχικές συνομιλίες I. Καψή - Τούρκου πρέσβη (1982), ο A. Παπανδρέου δεν απέκλειε τον διάλογο ούτε την προσέγγιση. Όμως όπως λέγεται ότι είχε πει σε Αμερικανό αξιωματούχο (συγκεκριμένα στον Χόλμπρουκ), «εσείς δεν πιστεύετε στην τουρκική επιθετικότητα ούτε και εγώ, αλλά το πιστεύει ο ελληνικός λαός, και στη βάση αυτή λοιπόν θα πορευτώ».

Κατά την περίοδο 1990 - 1993, επί διακυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο Πρωθυπουργός, αν και ήταν πεπεισμένος ότι ο χειρισμός του Μακεδονικού στη βάση των εθνικιστικών εξάρσεων ήταν λανθασμένος και επιζήμιος, δεν μπόρεσε να αλλάξει την πολιτική αυτή, ακόμη και όταν είχε εκδιώξει τον Αντ. Σαμαρά από το υπουργείο Εξωτερικών. Επίσης στα ελληνοτουρκικά δεν μπόρεσε να εδραιώσει την ύφεση, την οποία πάγια υποστηρίζει, ενώ ακόμη βρισκόταν εν ζωή ο πραγματιστής και ευρωπαϊστής Οζάλ, ο οποίος τότε είχε κάνει ανοίγματα ακόμη και στο Κυπριακό, δυσαρεστώντας σφόδρα τον Ντενκτάς. Τα περίεργα αυτά συνέβησαν λόγω του πολιτικού κόστους, γιατί οι «μακεδονομάχοι» και «τουρκοφάγοι» ήταν άκρως δημοφιλείς στη Ελλάδα.

Κατά τη διακυβέρνηση του Κώστα Σημίτη είχαμε έως τις αρχές του 1999 (φιάσκο Οτζαλάν) αντιπαράθεση με την Τουρκία και διατήρηση του ελληνικού βέτο στην ευρωπαϊκή της πορεία, παρ’ όλο που ο Έλληνας Πρωθυπουργός και οι στενότεροι συνεργάτες του είχαν αντιληφθεί ότι η αντιπαράθεση ήταν αδιέξοδη και το βέτο μεγάλο λάθος: γεννούσε ακόμη περισσότερα προβλήματα και κρίσεις στο Αιγαίο, δεν βοηθούσε στην επίλυση του Κυπριακού (με την ένταξη να λειτουργεί σαν καταλύτης για την επανένωση) και ενίσχυε τους Τούρκους εθνικιστές και ανθέλληνες. Χωρίς άλλο εδώ μεγάλη ευθύνη είχε και η Άγκυρα, ειδικά επί Τσιλέρ και Ερμπακάν, και βέβαια ο σφόδρα αντιτούρκος υπουργός μας των Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος. Αλλά αμφίβολα το πολιτικό κόστος είχε επίσης ρόλο, όπως φάνηκε και από τη διστακτική πολιτική έναντι του Μακεδονικού, ενώ είναι βέβαιο ότι η λογική της εθνικής έξαρσης του 1992 δεν ήταν αποδεκτή στους Σημίτη / A. Παπανδρέου.

Έρχομαι τώρα στη σημερινή κυβέρνηση. Τέσσερα μεγάλα λάθη της έχουν προκύψει, σε μεγάλο βαθμό, αν και όχι αποκλειστικά, από τον φόβο του πολιτικού κόστους. Πρώτον, το χρονίζον Μακεδονικό, με τον Κώστα Καραμανλή να φτάνει ακόμη και σε λεονταρισμούς, προφανώς για εσωτερική κατανάλωση, που έχουν προκαλέσει μειδιάματα διεθνώς. Δεύτερον, το Κυπριακό, με τους Καραμανλή και Μολυβιάτη να έχουν αφήσει το πεδίο στον Τάσσο Παπαδόπουλο, ο οποίος μέρα με τη μέρα «τσιμεντώνει» τη διχοτόμηση με την ανένδοτη στάση του. Τρίτον, με τη σαφή επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αν και η κυβέρνηση είναι υπέρ της προσέγγισης και της ένταξης της Τουρκίας στην E.E. Τέταρτον είναι το εξοπλιστικό, που γονατίζει τη χώρα, σαν η Ελλάδα να απειλείται από τους γείτονές της και ειδικά από την Τουρκία (βλέπε εύστοχο άρθρο Άγγελου Ελεφάντη στο περιοδικό «Ο Πολίτης», Νοέμβριος 2005, σελ. 8-9), όπως δηλαδή πιστεύουν οι ακραίοι εθνικιστές.

Αν τελικά η ελληνική κυβέρνηση ακολουθήσει και «δημοφιλή πολιτική» με βάση τα Όχι που είδαμε στο Ευρωβαρόμετρο, τότε τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα πάψει να θεωρείται σοβαρό κράτος.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=983