Εθνικός αναπτυξιακός και κοινωνικός στόχος η αλλαγή πολιτικής με αλλαγή συσχετισμών

Ομιλία στην ΗΜΕΡΙΔΑ του ΙΣΤΑΜΕ-FR.EBERT STIFTUNG, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ Πως θα βγούμε από την κρίση και τα μνημόνια

Γιάννης, Κουτσούκος

2017-01-18


Εννέα χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης, το 2008, και επτά χρόνια από το πρώτο Μνημόνιο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βιώνει μια βαθιά κρίση με δραματικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής αλλά και στον κάθε πολίτη ξεχωριστά.

Το να βρίσκεται όμως, σήμερα η ελληνική οικονομία στο σημείο μηδέν, ή κάτω από το μηδέν, ή λίγο πάνω από το μηδέν, σύμφωνα με τους πιο αισιόδοξους, δεν ήταν ούτε αναπόφευκτο, ούτε μοιραίο.

Μοιραίο το κατέστησε η πολιτική των αυταπατών και των ψεμάτων που υπονόμευσε αυτό που πέτυχε με κόπους και θυσίες ο ελληνικός λαός από το 2010 έως το 2014, χάρη στην εθνική στρατηγική που χάραξε το ΠΑΣΟΚ από το 2010, στην αρχή μόνο του και με όλους απέναντι, και αργότερα μαζί με όσους προσχώρησαν σε αυτή την εθνική στρατηγική.

Για την ιστορία, και για να μην ξεχνάμε το αποτέλεσμα της διακυβέρνησης 2004-2009 της ΝΔ, θυμίζουμε ότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός οδήγησε σε έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης κατά 15,1 % του ΑΕΠ ή 35 δισ. σε ετήσια βάση, στην εκτόξευση του χρέους στα 300 δισ., ενώ από το 2008 ξεκίνησε η ύφεση με πτώση του ΑΕΠ για πρώτη φορά και ταυτόχρονη επιδείνωση όλων των δεικτών όπως το Ισοζύγιο Εμπορικών Συναλλαγών, ο Δείκτης της Ανταγωνιστικότητας κ.λπ.

Στο τέλος του 2014 όλοι οι οικονομικοί δείκτες ήταν βελτιωμένοι, είχαμε πρωτογενές πλεόνασμα, μικρή αλλά με θετικό πρόσημο ανάπτυξη, το έλλειμμα του Ισοζυγίου Εμπορικών Συναλλαγών είχε κλείσει από το 2013, το οικονομικό κλίμα είχε βελτιωθεί και οι προβλέψεις των Διεθνών Οργανισμών (Ε.Κ.Τ. –Ε.Ε. – Δ.Ν.Τ.) ήταν όλες θετικές για την πορεία της Ελληνικής Οικονομίας τα επόμενα έτη.

Ταυτόχρονα, όλα τα παραμετρικά στοιχεία του χρέους είχαν βελτιωθεί χάρις στην ονομαστική περικοπή του με το P.S.I., κατά 105 δισ., της επιμήκυνσης των λήξεων των δανείων μέχρι το 2057 και της μείωσης του κόστους εξυπηρέτησής τους κατά 50%, ( από 12,1 δισ. το 2012 σε 6 δισ. το 2013) ενώ η απόφαση του Eurogroup το Νοέμβρη του 2012 για περεταίρω μέτρα και ποσοτικοποιημένους στόχους λειτουργούσε εγγυητικά για τη βιωσιμότητα του Ελληνικού Δημόσιου Χρέους.

Να σημειώσουμε ότι αυτή η πορεία δεν ήταν ούτε ανέφελη, ούτε αναίμακτη.

Η μείωση του ΑΕΠ, η αύξηση της ανεργίας, η μείωση του βιοτικού επιπέδου ήταν το τίμημα που πλήρωσε ο ελληνικός λαός για να κρατήσει το κεκτημένο της ευρωπαϊκής πορείας, για να αποφύγει η χώρα την άτακτη χρεοκοπία και για να μπορεί να ελπίζει ξανά.

Ανεξάρτητα από λάθη, παραλείψεις και εσφαλμένες εκτιμήσεις, το κόστος της προσαρμογής θα ήταν μικρότερο και ο χρόνος λιγότερος, αν και οι άλλες δυνάμεις είχαν προσχωρήσει σε αυτή τη στρατηγική αντί να πετροβολούν άλλοι από τα Ζάππεια και άλλοι από τις πλατείες, αν είχαμε αποφύγει τις διπλές εκλογές του 2012 για να γίνει Πρωθυπουργός ο κ. Σαμαράς.

Φτάσαμε όμως στο τέλος του 2014 και αυτό χάρις στις δικές μας προσπάθειες, με υπαρκτή τη δυνατότητα και την ελπίδα για να κλείσει ο κύκλος των μνημονίων και να ξεφύγει η χώρα από την παγίδα της κρίσης.

Το σχέδιο μας για έξοδο στις αγορές το 2015, με την προληπτική πιστωτική γραμμή των 11 δισ. του Τ.Χ.Σ., σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές προβλέψεις για την εξέλιξη των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών μεγεθών θα μπορούσε να επαναφέρει την Ελλάδα στην κανονικότητα και στην έξοδο από τα μνημόνια.

Τι έγινε το 2015 και πόσο κόστισε στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία είναι γνωστό.

Ο τυχοδιωκτισμός του κ. Τσίπρα και της Κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, αφού οδήγησε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, κατέληξε σε έναν επώδυνο συμβιβασμό, στο 3ο Μνημόνιο που πέρα από τα 12,5 δισ. μέτρα κόστισε πάνω από 20 δισ. απώλεια του ΑΕΠ, τα 25 δισ. της συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο Χαρτοφυλάκιο του Τ.Χ.Σ., την εκροή των καταθέσεων, τον αφελληνισμό των Τραπεζών, την έλλειψη ρευστότητας, την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, την επιστροφή στην αβεβαιότητα, αλλά και την επιδείνωση των όρων εξυπηρέτησης του χρέους.

Η φοροκεντρική πολιτική της Κυβέρνησης, ως αποτέλεσμα του 3ου Μνημονίου, με σωρευτική φορολογικά μέτρα 7,5 δισ. εξοντώνει την πραγματική οικονομία και ιδίως τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις Μ.Μ.Ε. αν συνυπολογίσουμε και τον φορολογικό χαρακτήρα του νέου ασφαλιστικού.

Να λάβουμε υπόψη, ότι για το υπερβάλλον πρωτογενές πλεόνασμα των 4,392 δισ., για το οποίο πανηγυρίζει η Κυβέρνηση, παρασυρόμενη σε άστοχους χειρισμούς, πέραν της φορολογικής αφαίμαξης που γονάτισε την αγορά, καθοριστικά συνέβαλε και η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους ιδιώτες περίπου 6 δισ., ζεστό χρήμα που λείπει από την οικονομία, η μείωση κατά 0.5 δισ. των δαπανών του Π.Δ.Ε., ενώ χιλιάδες είναι οι εκκρεμείς υποθέσεις επιστροφών Φ.Π.Α. σε εξαγωγικές κυρίως επιχειρήσεις που λιμνάζουν στις Δ.Ο.Υ. όλης της Ελλάδας, χωρίς να μπορεί να εκτιμηθεί το ύψος του οφειλόμενου προς επιστροφή φόρου.

Ψεύδεται πάντως η Κυβέρνηση, ισχυριζόμενη ότι η αύξηση των εσόδων είναι 1,6 δισ., αυτό αφορά τα καθαρά έσοδα, όμως τα έσοδα προ επιστροφών αυξήθηκαν κατά 4,6 δισ. (από 48.305 εκατ. σε 52.955 εκατ.) και αυτό δείχνει το μέγεθος της υπερφορολόγησης, μιας οικονομίας σε ύφεση.

Η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο (93 δισ. το Νοέμβριο) περίπου 1 δισ. κάθε μήνα, περίπου το ¼ του μηνιαίου στόχου για τα έσοδα και στα 20 δισ. περίπου στα ασφαλιστικά ταμεία αποδεικνύει την εξάντληση της φοροδοτικής δυνατότητας των πολιτών και των οικονομικών μονάδων.

Είναι να απορεί κανείς που στηρίζεται η υπεραισιοδοξία της Κυβέρνησης για ανάπτυξη το 2017 ύψους 2,7% με «προκυκλικά» δημοσιονομικά μέτρα, φόρους και περικοπές σωρευτικού ύψους 4 δισ., και πως τεκμηριώνεται η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8% με νέους φόρους 2,5 δισ. από 1-01-2017 και περικοπές κοινωνικών κυρίως δαπανών κατά 1,8 δισ..

Αλλά τα υπόλοιπα δεδομένα δεν συνηγορούν για τον υπεραισιόδοξο αυτό στόχο.

Eνδεικτικά:

 Πως τεκμηριώνεται και τι σημαίνει σε πραγματικούς αριθμούς η αύξηση του δείκτη σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 9%, μετά την κατακρήμνιση του το 2015-2016 με ανύπαρκτο ουσιαστικά πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και αβέβαιο επενδυτικό κλίμα;

 Μετά τις κυβερνητικές αποτυχίες στην επίτευξη του στόχου για τα έσοδα 1,3 δισ. από τις αποκρατικοποιήσεις το 2016 και 1,6 δισ. από τα ANFAs και SMPs είναι σε θέση κανένα κυβερνητικό στέλεχος με όσα λέει και όσα κάνει, να εγγυηθεί ότι θα επιτευχθεί ο φετινός στόχος είσπραξης 2,38 δισ. (2044+345) ;

 Ποιός εγγυάται ότι θα προχωρήσουν τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια όπως π.χ.: Το Ελληνικό που θα λειτουργούσαν ως θερμοκοιτίδες ανάπτυξης;

 Έχει καμία απάντηση η Κυβέρνηση για το ότι το Π.Α.Α. δεν έχει ακόμα προκηρυχθεί και δεν έχει εισρεύσει ούτε 1 ευρώ για επενδύσεις στον αγροτικό τομέα;

 Με ποιο τρόπο μπορεί η ελληνική οικονομία να καλύψει το επενδυτικό κενό της μη αξιοποίησης του λεγόμενου πακέτου Γιούνκερ;

 Θα απολογηθεί κανείς από την Κυβέρνηση για το γεγονός ότι με δικές της ευθύνες η ελληνική οικονομία στερείται τη δυνατότητα χρηματοδότησης που δίνει η ποσοτική χαλάρωση;

 Μπορεί αυτή η Κυβέρνηση να μετατρέψει σε έσοδο για την ελληνική οικονομία την αύξηση του τουριστικού ρεύματος, λόγω των εξελίξεων στην περιοχή;

Κυρίως όμως, κανείς δεν μπορεί να είναι υπεραισιόδοξος, με τόσες αβεβαιότητες για τις εξελίξεις γύρω μας, που επηρεάζουν την ελληνική οικονομία, από τις προσφυγικές ροές, μέχρι τις τιμές του πετρελαίου και πάνω από όλα όμως, δεν μπορεί να είναι κανείς αισιόδοξος με τόσες αβεβαιότητες που καλλιεργεί και παράγει η ίδια η πολιτική της Κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με όμηρο την οικονομία και την κοινωνία.

Η αξιολόγηση κλείνει από εβδομάδα σε εβδομάδα, από μήνα σε μήνα και όσο ο χρόνος περνά, οι συνθήκες γίνονται χειρότερες, οι συμμαχίες δυσκολότερες, οι απαιτήσεις των δανειστών περισσότερες και οι δεσμεύσεις που προκύπτουν επαχθέστερες.

Η διπλής ανάγνωσης, άλλη για μέσα, άλλη για έξω στρατηγική της Κυβέρνησης σε σχέση με τους εταίρους μας και το Δ.Ν.Τ. ήδη έχει οδηγήσει σε ένα συμπληρωματικό μνημόνιο και περαιτέρω δεσμεύσεις έναντι των βραχυπρόθεσμων μέτρων (του μακρινού ορίζοντα του 2060) για το χρέος και θα καταλήξει δυστυχώς από ότι φαίνεται σε νέες πρόσθετες δεσμεύσεις για τη χώρα, σε αυτό που αποκαλούμε μνημόνιο 4 και για το οποίο, καμία εξουσιοδότηση δεν έχει η Κυβέρνηση

Με αυτές τις συνθήκες και υπό την προϋπόθεση ότι δε θα συμβεί κάτι ακόμα χειρότερο, η επίτευξη ενός θετικού, γύρω στο 1% ρυθμού ανάπτυξης για το 2017, μπορεί να θεωρηθεί από την Κυβέρνηση ως επιτυχία, το συμπέρασμα όμως που προκύπτει αβίαστα είναι ότι το πληρώσαμε πολύ ακριβά και χάσαμε 2 πολύτιμα χρόνια.

Κυρίως όμως, μια τέτοια αρκετά αισιόδοξη εξέλιξη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγεί στην έξοδο από τα μνημόνια, ούτε και ό τι ανοίγει ένα δρόμο, καθώς η χώρα θα παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα δημοσιονομικό πλαίσιο υπερβολικών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και για μετά το 2018 και σε μόνιμους μηχανισμούς επιτροπείας, με μια διαρκώς ανακυκλούμενη και εν τέλει αδιέξοδη συζήτηση νέων μέτρων, φόρων και περικοπών.

Για να ξεφύγουμε από αυτό το φαύλο κύκλο και να ανοίξει ο δρόμος απεγκλωβισμού της χώρας από τα μνημόνια απαιτείται μια μεγάλη ανατροπή ολόκληρου του πολιτικό- κοινωνικού πλαισίου πάνω στο οποίο ασκείται σήμερα η πολιτική ή θα ασκηθεί από τους επίδοξους νέους πρωθυπουργούς, με κύριους στόχους:

 Την αλλαγή του δημοσιονομικού πλαισίου των πλεονασμάτων του 3,5%, με σοβαρή, τεκμηριωμένη και εθνικά σχεδιασμένη επαναδιαπραγμάτευση των δεσμεύσεων Τσίπρα.

 Την υλοποίηση της απόφασης του Νοεμβρίου του 2012 και όσων πρόσθετων απαιτούνται για την επίτευξη του στόχου της βιωσιμότητας του χρέους με βάση τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες

 Την κατοχύρωση του 25% από τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων για την ενίσχυση των επενδύσεων.

 Τη συμφωνία για ένα σταθερό φορολογικό σύστημα με κίνητρα για την απασχόληση και τις επενδύσεις και ενός εθνικού σχεδίου μείωσης των συντελεστών φορολογίας.

 Ένα δεσμευτικό μακροχρόνιο πλαίσιο προσέλευσης επενδύσεων και διασφάλισης των επενδυτών για να μειώσουμε το επίπεδο της ανεργίας στο Μ.Ο. της Ε.Ε. με ορίζοντα δεκαετίας.

 Την επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων με όρους ανατροφοδότησης της ελληνικής οικονομίας και επανεκκίνησης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, λαμβανόμενου υπόψη και του ηθικού κινδύνου.

 Τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και όλων των υγειών δυνάμεων της οικονομίας και την κοινωνίας, σε μια νέα κοινωνική συμφωνία για έξοδο από την κρίση στη βάση συγκεκριμένων στόχων για την παραγωγή και την ανάπτυξη και για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, με δίκαιη κατανομή του κόστους και των ωφελειών.

Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ενταχθούν οι συγκεκριμένες προτάσεις και οι εξειδικεύσεις αυτών των προτάσεων που έχουμε καταθέσει με πλήθος πολιτικών πρωτοβουλιών, από τη Συνδιάσκεψη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, αναλυτικά από τη Θεσσαλονίκη η κα Γεννηματά, με τις 10 προτάσεις για την ανάπτυξη, σε κάθε στη συζήτηση στη Βουλή για το φορολογικό, τον αναπτυξιακό νόμο, για τα κόκκινα στεγαστικά και σήμερα με τις 12 προτάσεις για τον πρωτογενή τομέα στην εκτός Ημερήσιας Διάταξης συζήτηση στη Βουλή που εμείς προκαλέσαμε.

Προτάσεις καινοτόμες, ριζοσπαστικές που θα μπορούσαν να ενταχθούν στους εθνικούς στόχους, όπως για παράδειγμα:

 Η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων από 29% στο 20% στα επόμενα 3 χρόνια.

 Η επαναφορά των έμμεσων φόρων στην παραγωγή στο προηγούμενο ύψος (πριν τις αυξήσεις των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) με προτεραιότητες τον τουρισμό, το κρασί, το ζύθο.

 Την απαλλαγή για 3 χρόνια από τις συνταξιοδοτικές εισφορές των νέων που ξεκινούν τη δική τους επιχείρηση ή επαγγελματική δραστηριότητα.

 Ο συμψηφισμός των οφειλών του κράτους με τα χρέη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

 Ο ακατάσχετος επαγγελματικός λογαριασμός για τις επιχειρήσεις και τους αγρότες.

 Η δωρεάν παραχώρηση γης σε νέους επιστήμονες ώστε να εργασθούν στον πρωτογενή τομέα.

 Η επιστροφή 5 μονάδων Φ.Π.Α. σε παραγωγούς που συμμετέχουν σε οργανωμένα συλλογικά σχήματα.

 Η επιδότηση των επιχειρήσεων που δημιουργούν νέες πρόσθετες θέσεις εργασίας με έκπτωση από τα έσοδα κατά + 30% του κόστους δηλαδή επιδότηση του μισθολογικού κόστους από 8-10%.

Θα μπορούσα να προσθέσω και άλλες τέτοιου χαρακτήρα προτάσεις για την κινητοποίηση αργού παραγωγικού δυναμικού και το ξεπέρασμα γραφειοκρατικών αγκυλώσεων πχ: για την αξιοποίηση χιλιάδων εγκαταλελειμμένων κτιρίων και βιομηχανοστασίων σε ολόκληρη την Ελλάδα, το ξεκαθάρισμα των χρήσεων γης, τη μεταρρύθμιση στο Δημόσιο κ.ο.κ.

Αυτό το νέο – με συμφωνημένους στόχους και χρονοδιάγραμμα– πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο που θα ανατρέπει όλα όσα δεσμεύουν και αναπαράγουν τα αδιέξοδα, είναι προφανές ότι ούτε ο κ. Τσίπρας μπορεί να το διαπραγματευθεί και να το εγγυηθεί, το αντίθετο μάλιστα, καθώς με όρους ήττας δεσμεύει κάθε φορά τη χώρα, ούτε βέβαια ο επίδοξος διάδοχός του ο κ. Μητσοτάκης που φαίνεται δεν έχει βγάλει κανέναν συμπέρασμα όχι μόνο για τις ευθύνες της παράταξής του, δέσμιος των παραδοσιακών απόψεων της δεξιάς αλλά και των ισχυρών του Ε.Λ.Κ. σε σχέση με τις πολιτικές μόνιμης λιτότητας, που καθηλώνουν την οικονομία και την κοινωνία.

Κατά συνέπεια, ο στόχος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για αλλαγή πολιτικής με αλλαγή συσχετισμών, είναι ένας εθνικός αναπτυξιακός και κοινωνικός στόχος προκειμένου να μας καταστήσει ισχυρούς να επιβάλλουμε πολιτικά τους όρους της Εθνικής συνεννόησης για την Εθνική γραμμή εξόδου από την κρίση και τα Μνημόνια.

Χωρίς αυτή την προϋπόθεση η κρίση θα ανακυκλώνεται, τα αδιέξοδα θα επαναλαμβάνονται και η κοινωνία θα περιθωριοποιείται.

Αξίζει όμως, να το παλέψουμε και το κάνουμε με όλες μας τις δυνάμεις και κυρίως με την συσπείρωση των δυνάμεων της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας για τη μεγάλη Δημοκρατική Συμπαράταξη.


Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9864&export=html