Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Μέχρι 140 χαρακτήρες

Γιώργος, Γιαννουλόπουλος

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2017-01-28


Η επιγραμματική φράση είναι κόσμημα και όπλο του λόγου επειδή συνδυάζει την αισθητική απόλαυση που μας χαρίζει η ευθύβολη βραχυλογία με την ακρίβεια του χτυπήματος που βρίσκει τον στόχο του.

Κλασικό παράδειγμα της πρώτης το περίφημο «Veni, vidi, vici» του Ιούλιου Καίσαρα, ενώ το φονικό σχόλιο του Γεωργίου Παπανδρέου για τον Γρίβα («Εδοξάσθη κρυπτόμενος και κατεποντίσθη εμφανιζόμενος»), δείχνει πώς μπορούμε να στήσουμε κάποιον στον τοίχο με πέντε λέξεις.

Επόμενο είναι, λοιπόν, η επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας, ιδίως όταν τη χειρίζονται οι πολιτικοί, να χρησιμοποιεί την επιτυχημένη βραχυλογία που δύσκολα ξεχνιέται και εύκολα επαναλαμβάνεται για να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ετσι γινόταν πάντα. Οι δημοσιολογούντες επεδίωκαν συνειδητά τη συμπυκνωμένη διατύπωση, η οποία θα αναπαραχθεί μεταφρασμένη σε σύνθημα.

Στις μέρες μας η τεχνολογία -και αναφέρομαι στο twitter με το όριο των εκατόν σαράντα χαρακτήρων- όχι απλώς μας δίνει αυτή τη δυνατότητα, αλλά μας αναγκάζει θα έλεγα να τη χρησιμοποιήσουμε. Διότι, σύμφωνα με την άρρητη κοινή δόξα, το γεγονός και μόνο ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι μετατρέπεται σχεδόν αυτόματα σε επιταγή ότι πρέπει να το κάνουμε.

Αλλιώς διατρέχουμε τον κίνδυνο να φανούμε οπισθοδρομικοί, δηλαδή να περάσουμε στο περιθώριο επειδή μιλάμε μια γλώσσα υπό εξαφάνιση που όλο και λιγότεροι καταλαβαίνουν ή αποδέχονται. Πολλοί θα πουν ότι αυτό είναι το τίμημα της προόδου. Οι λουδίτες δίνουν πάντα μάχη οπισθοφυλακών που μοιραία χάνουν.

Αν όμως θεωρήσουμε την τεχνολογία ουδέτερη, εφόσον όλοι έχουμε πρόσβαση σ’ αυτήν, δεν έπεται ότι ο τρόπος που τη χρησιμοποιούμε είναι εξίσου ουδέτερος. Απλός ο λόγος: η τάση προς τη βραχυλογία μέσω twitter, δηλαδή η ατάκα -διότι περί αυτής πρόκειται- δεν πρέπει να εκληφθεί ως εκσυγχρονισμένη εκδοχή μιας πανάρχαιας επικοινωνιακής πρακτικής.

Κι αυτό επειδή κάτι έχει αλλάξει, και μάλιστα ριζικά. Θέλω να πω ότι στις μέρες μας η αναλογία ανάμεσα στα δύο συστατικά του πολιτικού λόγου, δηλαδή την άποψη, που στηρίζεται στην ανάλυση επικαλούμενη έλλογα και τεκμηριωμένα επιχειρήματα, και τη βραχυλογία του συνθήματος, που κινητοποιεί το θυμικό, δεν έχει μόνο γύρει προς τη δεύτερη· έχει ανατραπεί.

Διότι για πρώτη φορά η ορθολογική προσέγγιση της πολιτικής απορρίπτεται όχι επειδή κρίνεται λανθασμένη -αυτό γινόταν μέχρι τώρα- αλλά επειδή είναι ορθολογική.

Αυτό συνέβη στη Βρετανία με το δημοψήφισμα για το Brexit και στην Αμερική με την προεκλογική τακτική του Τραμπ να διατυπώνει τις εξωφρενικές απόψεις του σε tweets των 140 χαρακτήρων.

Οι νικητές δεν πρότειναν μια ανάγνωση της πραγματικότητας καλύτερη, πληρέστερη και συνεπώς πιο πειστική από εκείνη των αντιπάλων τους, αλλά απέδωσαν στους «κακούς», δηλαδή στην ελίτ, αυτόν καθαυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο τού σκέπτεσθαι.

Δηλαδή τον δαιμονοποίησαν. Η ανάλυση με στοιχεία, επιχειρήματα και λογική αλληλουχία απορρίφθηκε ακριβώς επειδή επικαλείται στοιχεία, επιχειρήματα και τη λογική αλληλουχία τους.

Σύμφωνα με την επικοινωνιακή μόδα που λανσάρισε η παράταξη του Brexit και στη συνέχεια υιοθέτησε ο Τραμπ, οι ειδικοί δεν κάνουν λάθη λόγω ανικανότητας ή ιδιοτέλειας -και ποιος θα ισχυριζόταν ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει συχνά;- αλλά από χέρι. Γιατί είναι ειδικοί.

Με δεδομένη λοιπόν την «προδοσία των διανοουμένων», για να θυμηθούμε τη γνωστή φράση, οι ακροδεξιοί ισχυρίστηκαν ότι υπάρχει μια προφανής και κυρίως απλή «αλήθεια» που ο λαός συλλαμβάνει άμεσα, στο πετσί του, χωρίς δυσνόητες αναλύσεις, και την οποία όχι μόνο οι ισχυροί όπως παλιά αλλά και οι μορφωμένοι θέλουν να αποκρύψουν.

Ετσι τα παιδιά της Θάτσερ που ευθύνονται για την αποβιομηχάνιση και τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους στο όνομα της ελεύθερης αγοράς και ο δισεκατομμυριούχος Τραμπ, πλαισιωμένος από τραπεζίτες της Goldman Sachs, μεταμορφώθηκαν σε προστάτες του απλού και πάντα προδομένου λαού.

Οι συνθήκες δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ευνοϊκές για να περάσει αυτό το μήνυμα. Εδώ και μερικές δεκαετίες τα μέσα ενημέρωσης, και ιδίως η τηλεόραση, διαμόρφωσαν το προϊόν τους με βάση το δόγμα ότι πρέπει να είναι εύληπτο, που σημαίνει σύντομο και πάνω απ’ όλα απλό. Παράλληλα, η προσφορά με όρους ποσοτικούς εκτοξεύτηκε στα ύψη, χωρίς όμως ταυτόχρονα να αυξηθεί και η ζήτηση.

Η ημέρα εξακολουθεί να έχει 24 ώρες. Και για να τη γεμίσουμε δεν χρειάζεται, όπως παλιά, να βρούμε κάτι, αλλά να διαλέξουμε από την αφθονία που χαρίζει το τηλεκοντρόλ. Ποιος έχει την έξη και την όρεξη να ψάξει το δύσκολο όταν οι εκπρόσωποι του λαού μάς προσφέρουν το απλό αληθές, το οποίο κατά διαβολική σύμπτωση συμπίπτει με εκείνο που θέλουμε να ακούσουμε;

Και κάτι τελευταίο, επειδή όλα όσα είπαμε μέχρι εδώ μπορούν να διαβαστούν ως ιερεμιάδα που θέλει να γυρίσει στις παλιές καλές μέρες: οι νοσταλγοί του παρελθόντος παραβλέπουν το γεγονός ότι τότε το επίπεδο των συζητήσεων ήταν μεν υψηλότερο, αλλά οι συμμετέχοντες λιγότεροι.

Τότε οι πολλοί απλώς δεν μετρούσαν. Σήμερα όμως, στις μαζικές δημοκρατίες, όλοι έχουμε γίνει ψηφοφόροι και καταναλωτές. Γι’ αυτό οι ισχυροί βρήκαν άλλους τρόπους να διαιωνίσουν την εξουσία τους. Κι ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός τρόπος, όπως αποδεικνύεται, είναι να πουν ότι μόνον αυτοί μπορούν να καταλάβουν τι αισθάνονται οι παρακατιανοί. Οι οποίοι, τέτοιοι ήταν πάντα και τέτοιοι θα παραμείνουν.


Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9895