Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Το δίκαιο περιβάλλοντος στην κοινωνία κινδύνων

Λεωνίδας, Λουλούδης

Αυγή της Κυριακής, 2006-02-05


Πριν από μερικούς μήνες, σε ένα σεμινάριο για την επικινδυνότητα των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, διακεκριμένος ομότιμος καθηγητής της ιατρικής, ακούγοντας έναν ομιλητή να επικαλείται την "αρχή της προφύλαξης", αναφώνησε: "Αν γίνει αποδεκτή αυτή η αρχή έχουν καταστραφεί η έρευνα και η επιστημονική πρόοδος". Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν έχει εντελώς άδικο. Ή, μάλλον, ότι θα είχε κάποιο δίκιο αν συμπλήρωνε, "...με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων στην παραγωγή της έρευνας και τον προγραμματισμό της επιστημονικής προόδου". Τι σημαίνει αυτό θα εξηγήσω στη συνέχεια, αφού αναφερθώ, για λίγο, στην ίδια την αρχή της προφύλαξης (εφεξής ΑτΠ), τη σημασία, τις επιπτώσεις και τις προοπτικές της οποίας φέρνει στο προσκήνιο το εξαντλητικό επί του θέματος βιβλίο του Γιώργου Μπάλια Η αρχή της προφύλαξης στο διεθνές κοινοτικό και συγκριτικό δίκαιο (εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Σειρά Νόμος+Φύση, 2005, σ. 566). Ένα βιβλίο που μας θυμίζει ότι η οικολογική προβληματική έχει πλέον διεισδύσει και επεκταθεί σε γνωστικά πεδία των επιστημών της φύσης και του ανθρώπου ανέγγιχτα, μέχρι πρόσφατα, από την προβληματική της προστασίας του περιβάλλοντος. Αυτή η όχι πάντοτε ειρηνική "κατάκτηση" έχει τόσο προχωρήσει ώστε κανείς πια να μην μπορεί να την αγνοήσει.

Αλλά τι εννοείται ως ΑτΠ, και ποια είναι η ιστορική και θεωρητική καταγωγή της; Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δίνονται στο πρώτο μέρος της εργασίας του Γ. Μπάλια. Το δίκαιο, γράφει, βρίσκεται αναγκαστικά αντιμέτωπο με δύο έννοιες, αυτές της διακινδύνευσης και της αβεβαιότητας. Αναγκαστικά, επειδή, στο τελευταίο μισό του 20ού και στις απαρχές του 21ου αιώνα, διακινδύνευση και (επιστημονική) αβεβαιότητα αποτελούν τα θεμελιώδη γνωρίσματα της "κοινωνίας κινδύνων", κατά την πολυσυζητήμενη διατύπωση του Γερμανού κοινωνιολόγου Ούλριχ Μπεκ (1986). Μέχρι πρόσφατα, το δίκαιο, αναγνώριζε τις παραπάνω έννοιες αλλά προσπαθούσε να απαλλαγεί από αυτές. Σήμερα προσπαθεί, εισάγοντας τις παρένθετες έννοιες της "υποψίας" και της "αμφιβολίας", να τις ενσωματώσει μέσω της ΑτΠ. Το εγχείρημα παρακολουθείται από τον συγγραφέα ως ανάδυση ενός νέου παραδείγματος στο χώρο της μετακαρτεσιανής περιόδου του δικαίου. Πράγματι, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, εισάγονται στο γερμανικό περιβαλλοντικό δίκαιο συγχρόνως με τις αρχές "ο ρυπαίνων πληρώνει", της συμμετοχής, της πληροφόρησης και εκείνη της προφύλαξης. Η τελευταία αρχή ανάγεται, κυρίως μετά το 1992, σε κανόνα διεθνούς, κοινοτικού και εθνικού δικαίου. Από μια άλλη αφετηρία ιδωμένη, η ΑτΠ αποτελεί τη νομική έκφραση της Ηθικής της Ευθύνης ή της Αρχής της Ευθύνης για το μέλλον που εγκαινίασε κυρίως η σκέψη του φιλοσόφου Χανς Γιόνας, με την πρώτη γερμανική έκδοση (1979) του ομώνυμου έργου του.

Για να κατανοηθεί η ΑτΠ πρέπει να διευκρινισθεί η διαφορά, όσον αφορά στις αποδιδόμενες σημασίες στο πεδίο της περιβαλλοντικής πολιτικής, μεταξύ πρόβλεψης, πρόληψης και προφύλαξης. Ενώ η πρόβλεψη αναφέρεται στις προσωπικές δεξιότητες και αρετές του ανθρώπου και η πρόληψη αποτελεί μια συλλογική και ορθολογική συμπεριφορά έναντι του κακού το οποίο, όμως, με την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας μπορεί να εντοπισθεί και να αξιολογηθεί, η προφύλαξη συνδέεται με τις απειλές σοβαρών ή/και μη αναστρέψιμων βλαβών στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου, μέσα σε συνθήκες επιστημονικής αβεβαιότητας. Αυτή η, από πρώτη άποψη, απλή διάκριση στην αντιμετώπιση των κινδύνων, και ουσιαστικά μεταξύ ποιότητας και έντασης των κινδύνων, υποκρύπτει συχνά αξεπέραστες επιστημονικές διαφωνίες και, οπωσδήποτε, συνεπιφέρει μείζονες συνέπειες στην εφαρμογή της περιβαλλοντικής και εντέλει της αναπτυξιακής πολιτικής, καθώς για τη λήψη μέτρων προφύλαξης υψηλού, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, οικονομικού κόστους, σύμφωνα με την ΑτΠ, προαπαιτείται η εκτίμηση του "εύλογου κίνδυνου". Με άλλα λόγια επιβάλλεται ο προσδιορισμός ενός κατωφλίου "εύλογου κινδύνου" πέραν του οποίου δικαιολογείται η λήψη μέτρων προφύλαξης, όπως είναι, για παράδειγμα, η απαγόρευση της διάθεσης γενετικά τροποποιημένων φυτών στο ελεύθερο εμπόριο.

Ένα μέτρο της δυσκολίας αποτύπωσης της ΑτΠ στο διεθνές δίκαιο δίνει ο συγγραφέας αναφερόμενος στον ορισμό της, ο οποίος υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ, στη Διακήρυξη του Ρίο (1992) και περιέχεται στην Ατζέντα 21: "Όταν υπάρχουν απειλές βαριάς ή μη αναστρέψιμης βλάβης, η έλλειψη επιστημονικής βεβαιότητας δεν θα χρησιμοποιηθεί σαν λόγος για αναβολή των κατάλληλων μέτρων αποτροπής της περιβαλλοντικής υποβάθμισης". Στο κρίσιμο ερώτημα, αν είναι δυνατόν να έχει εργαλειακή χρησιμότητα ένας ορισμός ο οποίος συντίθεται από μια τριπλή άρνηση (η μη ύπαρξη βεβαιότητας δεν είναι δικαιολογία για μη ρύθμιση), ο συγγραφέας απαντά θετικά, και στην παρατιθέμενη επιχειρηματολογία του εδράζεται, κατά τη γνώμη μου, η πρωτότυπη συμβολή του έργου του. Το δίκαιο γενικά, γράφει ο Γ. Μπάλιας, και ιδιαίτερα το δίκαιο περιβάλλοντος, διαθέτουν εργαλεία και μέσα τα οποία προσανατολίζουν στο να ληφθεί απόφαση σε συνθήκες επιστημονικής αβεβαιότητας. Καταρχάς, η αξιολόγηση του βαθμού της αβεβαιότητας ανατίθεται στην έκθεση της "κατάστασης των επιστημονικών γνώσεων", η οποία αναγνωρίζεται από τη διοίκηση και τα δικαστήρια και στην οποία περιέχεται τόσο η κυρίαρχη όσο και οι μειοψηφούσες επιστημονικές θεωρήσεις. Το επόμενο μείζον ζήτημα είναι ποιος φέρει το βάρος της απόδειξης. Υπενθυμίζοντας ότι θεμελιώδες στοιχείο της "λογικής της προφύλαξης" είναι η ύπαρξη αβεβαιότητας, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι στην πράξη, ουσιαστικά, δεν καθιερώνεται, όπως ίσως αναμέναμε, η αναστροφή αλλά η κατανομή του βάρους απόδειξης και στα δύο μέρη~ διαδικασία που εστιάζεται περισσότερο στο περιεχόμενο της απόδειξης και τα κριτήρια της απόδειξης, τα οποία μπορούν να καλύψουν τα κενά της γνώσης μας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η εν λόγω διαδικασία πρέπει να περιλαμβάνει δύο στοιχεία: την επιστημονική ανάλυση και τη διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών. Να εξασφαλίζεται, δηλαδή η συμμετοχή εκτός των επιστημόνων και της κοινωνίας στην οριοθέτηση του αποδεκτού, από αυτήν, κινδύνου. Η έννοια του "αποδεκτού κινδύνου", συμπληρώνει ο συγγραφέας, αποτελεί αναντικατάστατο στοιχείο της ΑτΠ.

Πόσο δύσκολο είναι στη νομική πράξη να διατυπωθεί και, κυρίως, να εφαρμοσθεί από τη διοίκηση η ΑτΠ αποδεικνύεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου που αφιερώνεται στην εξέλιξή της στο διεθνές, κοινοτικό και εθνικό δίκαιο περιβάλλοντος. Εκεί, ο αναγνώστης θα βρει όχι μόνο την πλουσιότερη έκθεση της νομολογίας επί του συγκεκριμένου θέματος στην ελληνική βιβλιογραφία. αλλά και μια ενδιαφέρουσα συζήτηση της οριοθέτησης, με σύγχρονους όρους, των σχέσεων περιβάλλοντος και ανάπτυξης σε παγκόσμια κλίμακα. Ανεξάρτητα από επιμέρους επιφυλάξεις, η ογκώδης και εμπεριστατωμένη εργασία του Γ. Μπάλια έρχεται να επιβεβαιώσει την αισιόδοξη παρατήρηση ότι, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, στον τομέα του δικαίου του περιβάλλοντος, εμφανίζεται μια αξιομνημόνευτη ερευνητική και συγγραφική δραστηριότητα. Το τι γίνεται με την κατάσταση του περιβάλλοντος είναι, δυστυχώς, μια άλλη ιστορία...

Ο Λεωνίδας Λουλούδης διδάσκει στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=993