Διάχυτη είναι η πεποίθηση ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Τα ποσοστά των αρνητικών κρίσεων για το κυβερνητικό έργο είναι ασυνήθιστα υψηλά, επί ασυνήθιστα μακρύ χρονικό διάστημα. Οι δημοσκοπήσεις σταθερά δείχνουν ότι μόνο 13 στους 100 κρίνουν θετικά την κυβερνητική πολιτική στην οικονομία, μόνο 17 στους 100 το κυβερνητικό έργο στην προστασία των θεσμών, τη διαφάνεια, τη διαφθορά. Ανάλογη είναι η κατάσταση σε όλους σχεδόν τους τομείς. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τέτοια αρνητικά ποσοστά συναντώνται μόνο σε περιπτώσεις κυβερνήσεων που βρίσκονται σε αποδρομή. Καθ’ ημάς, αυτά τροφοδοτούνται και από ένα υποκείμενο μείζον πρόβλημα: Την έλλειψη εμπιστοσύνης. Κορωνίδα, οι απόπειρες συγκάλυψης των πολιτικών ευθυνών για την τραγωδία των Τεμπών, που σχεδόν 8 στους 10 καταλογίζουν στην κυβέρνηση.
Τίποτα καλό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε τόσο πετρώδες έδαφος -που, πλέον, δεν φαίνεται εφικτό να αλλάξει. Γιατί δεν διαμορφώθηκε από τη μια μέρα στην άλλη, από ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά είναι αποτέλεσμα συνειδητών πολιτικών, πάγιων κυβερνητικών συμπεριφορών, επαναλαμβανόμενων κυβερνητικών πρακτικών. Δεν πρόκειται για στιγμιαία λάθη, αλλά για λάθος πολιτικές. Κι εδώ που έφτασαν τα πράγματα, μία είναι η υπόθεση που, στα σοβαρά πια, διεκδικεί την επιβεβαίωσή της: Ότι η κυβερνητική πορεία απαξίωσης δεν είναι αναστρέψιμη, ότι ξεπεράστηκε το tipping point, το σημείο μετά το οποίο δεν είναι εφικτή η αναστροφή πορείας, η ανάταξη. Ο κυβερνητικός ανασχηματισμός κι όσα τον ακολούθησαν και βρίσκονται σε εξέλιξη, επιβεβαιώνουν αυτήν την υπόθεση. Η χώρα πορεύεται με μια πολύ αδύναμη κυβέρνηση.
Αυτό θα έχει κόστος. Στο πεδίο της οικονομίας, είναι πολύ ευκρινές. Δαπανήθηκαν δεκάδες δισ. τα προηγούμενα χρόνια (πάνω από 60 δισ. με αφορμή την πανδημία και την ενεργειακή κρίση) χωρίς να αφήσουν το έντονο αναπτυξιακό αποτύπωμα που εύλογα θα αναμενόταν -ίσως το μοναδικό αποτύπωμά τους ήταν το «41%» στις εκλογές του 2023. Στη συνέχεια, δαπανώνται σε αμφισβητούμενους στόχους και συχνά με αμφιλεγόμενες διαδικασίες, τα 36 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης -πολλά εκ των οποίων πηγαίνουν σε κοινωνικές πολιτικές, που θα έπρεπε να είναι αντικείμενο του τακτικού προϋπολογισμού. Με ροές κεφαλαίων πρωτοφανούς ύψους και με μια δημοσιονομική ισορροπία που στηρίζεται βασικά σε πληθωριστικά έσοδα αφενός και αφετέρου στην υποχρηματοδότηση της υγείας και της παιδείας, φτάσαμε ως εδώ.
Πού; Το ΑΕΠ είναι στα επίπεδα που ήταν πριν 15 χρόνια. Το δημόσιο χρέος, απόλυτα όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι πολλαπλάσιο από εκείνο πριν 15 χρόνια -όταν συναντηθήκαμε με την κρίση. Δίπλα του διογκώνεται άλλο ένα χρέος, το ιδιωτικό –μαμούθ, συγκριτικά με εκείνο στο πρόσφατο παρελθόν. Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών διατηρείται υψηλό. Οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν χαμηλές και, εξ αυτών, εκείνες που αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, ακόμη χαμηλότερες. Και η οικονομία μας παράγει μαζικά νεόπτωχους -φτωχούς όχι επειδή είναι άνεργοι αλλά επειδή εργάζονται με μισθούς πείνας, σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Αυτή η κατάσταση δεν είναι βιώσιμη. Ούτε κοινωνικά αντέχεται, ούτε οικονομικά αντέχει.
Σε ένα περιβάλλον κοσμογονικών μεταβολών, η κοινή λογική θα επέβαλε να τρέξουμε για να την αλλάξουμε -αν μη τι άλλο, να προλάβουμε μια απότομη επιδείνωση, οικονομικά ή/και πολιτικά. Αλλά, ίσως λόγω ανυπαρξίας μιας κρίσιμης κοινωνικής μάζας και της εμφανούς αδυναμίας του πολιτικού συστήματος, η χώρα αρκείται να καίει χρόνο.
Εκτύπωση στις: 2025-05-01
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?export=html&tid=13724