Διακηρυγμένος στόχος ήταν, αρχικά, η Ευρώπη να ανταποκριθεί στις αμυντικές ανάγκες της χωρίς να εξαρτάται από τις ΗΠΑ. Εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια, με τις γνωστές δηλώσεις αφοσίωσης στον «daddy» και την αποδοχή –πλην Σάντσεθ– της εντολής του να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Υποτίθεται, πάλι, ότι όλα γίνονται για τη συλλογική άμυνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλά κοινή άμυνα χωρίς κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική δεν υπάρχει. Τι υπάρχει;
Η Krauss Maffei και η Rheinmetall είναι οι δύο γίγαντες της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας. Η πρώτη θα αυξήσει την παραγωγή της από 24 Leopard ετησίως σε 200, για να παραδώσει 1.000 στον γερμανικό στρατό. Ενα από τα εργοστάσια της Volkswagen θα περάσει στη Rheinmetall, που θα μετατρέψει τις γραμμές παραγωγής αυτοκινήτων σε γραμμές παραγωγής αρμάτων μάχης. Αφού δεν μπορούν να πουλήσουν τα αυτοκίνητά τους –σχολιάστηκε– θα πουλάνε τανκς. Αυτό που επιχειρείται, πανευρωπαϊκά, είναι η αναζωογόνηση μιας κουρασμένης βιομηχανικής βάσης, με μετακίνηση κεφαλαίων προς την πολεμική βιομηχανία και επιδότηση της κερδοφορίας της – με κρατικές επιχορηγήσεις.
Ενα μεγάλο μέρος των δαπανών, βεβαίως, θα πάει σε αγορές από τις ΗΠΑ – εξ ου το ενδιαφέρον Τραμπ. Κατά τα λοιπά, ακολουθείται ένα μοντέλο στρατιωτικού κεϊνσιανισμού, ήτοι ενίσχυσης της συνολικής ζήτησης με επενδύσεις στην πολεμική βιομηχανία. Δεν είναι ο πιο αποδοτικός τρόπος: υπολογίζεται ότι η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών θα δημιουργήσει 500.000 θέσεις εργασίας στις ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ, αριθμός ασήμαντος συγκριτικά με τα 30 εκατ. που ήδη εργάζονται στη μεταποίηση. Κρύβει και δύο κινδύνους: Ενας, η διεύρυνση των ανισοτήτων πλούσιων και φτωχότερων χωρών της Ε.Ε. Δεύτερος: Για να αναπτύσσεται η πολεμική βιομηχανία θα πρέπει ο κόσμος να βρίσκεται σε διαρκή, επικίνδυνη ένταση είτε, πάλι, η παραγωγή της κάπου να καταναλώνεται..
Ο στρατιωτικός κεϊνσιανισμός είναι ένα μοντέλο λιγότερο αποδοτικό και κρύβει κινδύνους.
Γεγονός είναι ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ, με εξαίρεση την Ισπανία, κήρυξαν την έναρξη της κούρσας στη Χάγη. Οι κίνδυνοι των ελλειμμάτων, του πληθωρισμού, το σκιάχτρο της Βαϊμάρης, τα φρένα χρέους, όλα παραμερίστηκαν, προστέθηκε μάλιστα με υπερηφάνεια η ρήτρα διαφυγής: βλάπτει να δανείζεσαι για σχολεία, είναι καλό να δανείζεσαι για όπλα. Κανείς δεν είχε το θάρρος να προτείνει –αν, όντως, το θέμα ήταν η ανταπόκριση σε μια συλλογική ανάγκη ασφάλειας– το μοντέλο της πανδημίας: κοινός δανεισμός και κατανομή του προϊόντος του στα κράτη-μέλη, με επιχορηγήσεις. Γιατί όλοι είχαν κατά νου να κάνουν αυτό που απέρριψε ο Π. Σάντσεθ: για να δώσουν 5% του ΑΕΠ σε εξοπλισμούς, θα κόψουν δαπάνες από την Υγεία και την Παιδεία. Είναι, όμως, αυτό αναγκαίο;
Οχι απαραίτητα. Το μέρισμα της ειρήνης από τη μείωση των εξοπλισμών μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης εν μέρει πήγε σε δαπάνες για συντάξεις και πρόνοια, στο μεγάλο μέρος του ωστόσο πήγε σε μειώσεις φόρων του μεγάλου πλούτου. Αν, λοιπόν, το μέρισμα ειρήνης τροφοδότησε κυρίως τον πλούτο, οι ανάγκες άμυνας λογικό θα ήταν να χρηματοδοτηθούν κυρίως από αυτόν, με αύξηση της φορολογίας του. Αν γίνει αυτό, ίσως κατακάτσει κι ο μεγάλος ενθουσιασμός υπέρ της πολεμικής βιομηχανίας.
Εκτύπωση στις: 2025-07-21
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?export=html&tid=13774