
Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε της 18ης Δεκεμβρίου να προσφύγει στην έκδοση κοινού χρέους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να χορηγήσει στην Ουκρανία χρηματοδοτική βοήθεια ύψους 90 δισ. ευρώ, με εγγύηση τον κοινοτικό προϋπολογισμό, αξίζει θετικής αποτίμησης.
Πρόκειται για θεμελιώδες μέτρο, ώστε η Ουκρανία να διατηρήσει τη λειτουργία του κράτους και να συνεχίσει την αμυντική προσπάθεια απέναντι στην απρόκλητη επίθεση του Βλαντίμιρ Πούτιν, η οποία απειλεί όχι μόνο την ουκρανική κυριαρχία αλλά και την ασφάλεια του συνόλου της Ευρώπης. Με τα χρήματα αυτά, το Κίεβο μπορεί να χρηματοδοτείται για τουλάχιστον δύο ακόμη χρόνια. Επιπλέον, το σχέδιο περιορίζει τη δυνατότητα ο Τραμπ να εξαναγκάσει την Ουκρανία να αποδεχθεί απαράδεκτους όρους για την υπογραφή ειρήνης με τη Ρωσία.
Δεδομένου ότι η Ουκρανία υποχρεούται να αποπληρώσει το δάνειο μόνο στην περίπτωση που η Ρωσία καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις, θα πρέπει να είναι σαφές ότι πρόκειται ουσιαστικά για επιχορήγηση, η οποία θα καλυφθεί είτε από το μη χρησιμοποιηθέν περιθώριο του προϋπολογισμού της ΕΕ είτε -πιο περίπλοκα λόγω της σθεναρής βελγικής αντίθεσης- από τα δεσμευμένα ρωσικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.
Η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Τσεχία αποστασιοποιούνται επιφανειακά από το σχέδιο, καθώς, παρότι δεν παρέχουν εγγυήσεις για την έκδοση του χρέους, αυτό εκδίδεται από την ΕΕ και επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της. Μόνο σε περίπτωση που αυτός αποδειχθεί ανεπαρκής θα ενεργοποιούνταν οι εγγυήσεις, κάτι που δεν αναμένεται να συμβεί, καθώς το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021–2027 διαθέτει δυνατότητα δαπανών ύψους περίπου 400 δισ. ευρώ.
Πέραν της άμεσης διάστασής της, η απόφαση αυτή συνιστά επίσης ένα νέο, σημαντικό βήμα -μετά την έκδοση ευρωομολόγων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης / NextGenerationEU - προς την οικοδόμηση μιας πραγματικής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής ικανότητας. Επιβεβαιώνει, για ακόμη μία φορά, ότι σε στιγμές υπαρξιακής κρίσης η Ένωση είναι σε θέση να δράσει πέρα από τα στενά όρια της διακυβερνητικής ορθοδοξίας.
Η έκδοση κοινού χρέους παύει να αποτελεί εξαίρεση και μετατρέπεται, de facto, σε επαναλαμβανόμενο εργαλείο όταν διακυβεύονται θεμελιώδη στρατηγικά συμφέροντα. Ωστόσο, αυτό θα είναι βιώσιμο μόνο εφόσον η ΕΕ μπορέσει να αντλεί “ίδιους” (δικούς της, δηλαδή) πόρους και να μην εξαρτάται από τις εθνικές συνεισφορές.
Παρά ταύτα, η πρόοδος αυτή σκιάζεται από μια σοβαρή πολιτική ανεπάρκεια. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν κατόρθωσε, προς το παρόν, να συμφωνήσει στη χρήση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων του επιτιθέμενου κράτους για τη χρηματοδότηση της άμυνας και της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, αν και αναφέρεται ότι το ζήτημα θα συνεχίσει να εξετάζεται.
Η παράλειψη αυτή συνιστά διπλή χαμένη ευκαιρία: αφενός, για την ελάφρυνση του μακροπρόθεσμου χρηματοδοτικού βάρους που θα επωμιστούν οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι. Αφετέρου, για την αποστολή ενός σαφούς και αξιόπιστου πολιτικού μηνύματος τόσο προς το Κρεμλίνο όσο και προς όσους, εντός και εκτός Ευρώπης, αμφισβητούν την ευρωπαϊκή αποφασιστικότητα, συμπεριλαμβανομένης της σημερινής αμερικανικής διοίκησης του Ντόναλντ Τραμπ.
Τα συμπεράσματα της Συνόδου αναδεικνύουν, για ακόμη μία φορά, την πολιτική μη βιωσιμότητα της αρχής της ομοφωνίας, ιδίως όταν ορισμένοι εθνικοί ηγέτες λειτουργούν de facto ως σύμμαχοι της Μόσχας. Απέναντι σε στρατηγικές προκλήσεις τέτοιου μεγέθους, οι ad hoc ρυθμίσεις και οι λύσεις έκτακτης ανάγκης φθάνουν στα όριά τους. Η πραγματική ενότητα ευρωπαϊκής δράσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία.
Εκτύπωση στις: 2025-12-23
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?export=html&tid=13824