Arcelor,Η Ευρώπη πρέπει να πει όχι
Μισέλ, Ροκάρ
Libération, ppol.gr, 2006-02-08
H ασύμφορη δημόσια προσφορά της «μιτάλ» για εξαγορά της «αρσελόρ» έχει τη λογική της.
Είναι επικίνδυνη, δεν θα ’πρεπε όμως να μας ξαφνιάζει.
Στη διαμάχη που ξεκινά για την τύχη της «αρσελόρ», το πιθανότερο είναι να ηττηθεί η Ευρώπη.
Ή μάλλον να ηττηθεί η «αρσελόρ», αφού κι η «μιτάλ», που εδρεύει στην Ολλανδία, είναι επίσης ευρωπαϊκή.
Και τι μας νοιάζει;
Δεν είναι ξεκάθαρο, εκ πρώτης όψεως.
Το ατσάλι δεν είναι πια συμβολικό προϊόν.
Κανείς δεν είναι συναισθηματικά δεμένος μαζί του, όπως ας πούμε είναι οι Γάλλοι με τα κρασιά τους, την υψηλή τους ραπτική ή το «αιρ μπας» ή οι Γερμανοί με τη «μερτσέντες».
Αποδεχτήκαμε -ακόμα ακριβέστερα: επιλέξαμε- πως η Ευρώπη θα χτιζόταν γύρω από την «κοινή αγορά», που συνεπάγεται την καλύτερη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των επενδύσεων, ανεξάρτητα από εξω-οικονομικά συναισθήματα, όπως είναι π.χ. η ικανοποίηση του ιδιοκτήτη.
Εκτός τούτου, οι διακηρύξεις περί «οικονομικού πατριωτισμού», που πετιούνται από εδώ κι από εκεί, είναι άσχετες.
Πρώτον, διότι η «αρσελόρ» έχει πάψει να είναι γαλλική εδώ και τρία χρόνια κι έγινε λουξεμβουργιανή, παραμένοντας πάντως ευρωπαϊκή.
Δεύτερον, διότι θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε: είτε σεβόμαστε κι αποδεχόμαστε τους κανόνες του παιχνιδιού, είτε δεν τους δεχόμαστε -και δεν τους αποδεχόμαστε.
Κι οι επιθετικές εξαγορές προβλέπονται από τους κανόνες του παιχνιδιού.
Ο «οικονομικός πατριωτισμός» -ακόμα κι αν αναφέρεται στον ευρωπαϊκό «πατριωτισμό»- είναι μία έννοια τρομακτικά θολή, που κανείς δεν γνωρίζει εκ των προτέρων πού μπορεί να εφαρμοστεί και που κανένας πολιτικός θεσμός με κάποιο κύρος δεν ενδιαφέρεται στα σοβαρά να αποσαφηνίσει.
Κανείς δεν θα μπορούσε να εργαστεί και καμιά οικονομία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει, ακολουθώντας μία παρόμοια έννοια.
Η επιθετική εξαγορά είναι θεμιτή· ας επιτελέσει η αγορά το έργο της.
Το μόνο που μας μένει είναι να παρακαλούμε τη θεία χάρη να μας προσφέρει μια λύση που θα ικανοποιεί τα συναισθήματα και θα καθησυχάζει τις φοβίες μας.
Υπάρχει όμως κι άλλος τρόπος να αναλύσεις το πρόβλημα.
Εδώ και τριάντα χρόνια, ο καπιταλισμός μεταλλάχτηκε εκ βάθρων.
’Αλλαξε δραματικά.
Ας θυμηθούμε: 1950-1975, ταχεία και διαρκής ανάπτυξη στην Ευρώπη, τη βόρειο Αμερική και την Ιαπωνία.
Πλήρης εργασία, σχεδόν παντού.
Πλήρης σχεδόν εξαφάνιση της μαζικής φτώχειας στα πλούσια κράτη.
Ίσως ορισμένες χρεοκοπίες εδώ κι εκεί, ποτέ όμως διαρθρωτικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις που να απειλούν ταυτόχρονα καμιά ντουζίνα κράτη
Και, βέβαια, ένα ανθηρό και αποτελεσματικό «κράτος ευζωίας» (που αποκαλούσαμε τότε λανθασμένα- «κράτος πρόνοιας»)
1990-2005: η ανάπτυξη επιβραδύνεται παντού, αν και άνισα.
Στις πλούσιες χώρες επανεμφανίζεται η μαζική φτώχεια.
Σχεδόν το ένα πέμπτο του πληθυσμού πλήττεται από την ανεργία, την προσωρινότητα της εργασίας, τις μικροδουλειές, τις αμοιβές που σε κρατούν κάτω από το όριο της φτώχειας (μην εκπληρώνοντας ως εκ τούτου ούτε καν το ρόλο τους της τόνωσης της κατανάλωσης), σε βαθμό ασφαλώς που εξαρτάται από την περιοχή και τις τοπικές παραδόσεις.
Οι εισοδηματικές ανισότητες αυξάνουν βίαια, όπως το κάνουν κι οι ανισότητες μεταξύ χωρών.
Οι διαρθρωτικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις πολλαπλασιάζονται (μέσα σε δεκαπέντε χρόνια γνωρίζουμε πέντε από δαύτες) έστω κι αν παραμένουν περιορισμένες (αλλά για πόσο ακόμα;) εντός των ορίων συγκεκριμένων περιφερειακών ενοτήτων.
Οι μακροοικονομικές και εμπορικές ανισορροπίες φθάνουν σε πρωτοφανή -κι άκρως επικίνδυνα- μεγέθη. Το χειρότερο είναι πως αυξάνουν διαρκώς, χωρίς να υπάρχει κάποιος εξισορροπητικός μηχανισμός που να αποκαθιστά την τάξη.
Προσθέστε (στις αναπτυγμένες και πάλι χώρες) σ’ όλα αυτά την αισθητή μείωση της παρουσίας των δημοσίων υπηρεσιών και του αναδιανεμητικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι, η αποσταθεροποίηση της εργασίας και η σχετική μείωση του μέσου μισθού -σε σχέση με το ΑΕΠ- έχουν πολύ χειρότερα κοινωνικά αποτελέσματα και ανακουφίζονται πολύ δυσκολότερα, σε σχέση με το παρελθόν.
Όλοι σχεδόν οι εθνικοί προϋπολογισμοί είναι ελλειμματικοί και τα φορολογικά έσοδα των κρατών μοιάζει να ακολουθούν την πορεία των μισθών μάλλον, παρά του ΑΕΠ.
Αυτός είναι ο σημερινός καπιταλισμός, που γεννά απόρριψη, οργή και πολιτική απάθεια.
Έτσι ερμηνεύονται τα «όχι» στα δημοψηφίσματα.
Οι οικονομολόγοι δεν συμφωνούν για τα αίτια της τόσο βαθιάς -κι επικίνδυνης- εξέλιξης του συστήματος.
Μερικοί τονίζουν την ελεύθερη διακύμανση του συναλλάγματος -όταν ο Νίξον (Nixon) διαχώρισε, το 1971, την τιμή του δολαρίου από εκείνη του χρυσού- ή την ένταση που έλαβε η υποκατάσταση του κεφαλαίου που συνδέεται με την εργασία ή την ασταμάτητη αύξηση του κόστους της ενέργειας.
Προφανώς όλα αυτά συνέτειναν στο πρόβλημα, κανένα όμως από τα παραπάνω δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικό, με πειστικό τρόπο.
Το πιο εξόφθαλμο σύμπτωμα της νέας φάσης του καπιταλισμού είναι η εμφανέστατη μείωση του ύψους των μισθών, σε σχέση με το ΑΕΠ.
Είναι ένα μέγεθος που δύσκολα μετριέται κι ακόμα πιο δύσκολα προσφέρεται για διεθνείς συγκρίσεις.
Αλλά, στο επίπεδο της γενικότητας που μας αρκεί εδώ, λίγοι διαφωνούν πως μεταξύ 1980 και 2005 μειώθηκε στις ΗΠΑ κατά 6-10% -κι άλλο τόσο στη Γαλλία.
Αυτά που αυξήθηκαν σε αντιστάθμισμα ήταν το ύψος των εισοδημάτων από χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, οι τόκοι, τα ενοίκια και -πάνω απ’ όλα- τα επιχειρηματικά κέρδη, που όλα τους είναι πολύ πιο άνισα κατανεμημένα από τους μισθούς και -κυρίως- συνδέονται πολύ λιγότερο με την κατανάλωση.
Αν κατανέμαμε το εθνικό εισόδημα του 2005 με τον ίδιο τρόπο που ήταν κατανεμημένο το 1980, θα είχαμε 120-150 δις ευρώ περισσότερα σε μισθούς (ή αμοιβές για μισθωτές υπηρεσίες) πάει να πει πως θα είχαμε πολλές εκατοντάδες δις ευρώ περισσότερα για κατανάλωση, πράγμα που θα επηρέαζε άμεσα τη φορολογία και τις κοινωνικές πολιτικές.
Θα είχαμε περισσότερη ανάπτυξη, περισσότερες θέσεις εργασίας και λιγότερα κρατικά ή ασφαλιστικά ελλείμματα.
Μία πιο γενναιόδωρη εισοδηματική πολιτική θα ήταν τότε δυνατή, ενώ το χρέος θα αύξαινε λιγότερο, αυξάνοντας τη σταθερότητα του συστήματος.
Πιστεύω λοιπόν πως η καθοριστική αιτία της σημερινής καπιταλιστικής εξέλιξης είναι η μείωση της σημασίας των μισθών στην οικονομία.
Πώς φτάσαμε εδώ;
Κάτι πήγε στραβά στο παίγνιο μεταξύ των παραγόντων του συστήματος.
Κάθε επιχείρηση αναπτύσσεται σε ένα κλίμα διαρκούς διαπραγμάτευσης, μεταξύ των επιχειρηματιών, των προμηθευτών, των τραπεζών, των πελατών, των υπαλλήλων και των μετόχων.
Αυτό που άλλαξε καταλυτικά ήταν ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ των παραγόντων αυτών.
Στα χρόνια 1945-1975 (τη λεγόμενη «ένδοξη τριακονταετία»), ο μέτοχος ήταν ο μεγάλος ξεχασμένος της οικονομικής ζωής.
Δεν τον συμβουλευόμασταν παρά στις -σπάνιες- περιπτώσεις που διέθετε κάποια δύναμη.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, παρέμενε ακόμα φυσικό πρόσωπο, που το ένοιαζε η τύχη της επιχείρησης, οι ανάγκες της για έρευνα ή επενδύσεις και η κοινωνική της πολιτική.
Η κρίσιμη μεταλλαγή, ήταν πως εξαφανίστηκε ο μέτοχος-φυσικό πρόσωπο.
Μέσω των αποθεμάτων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων, ο μέτοχος έγινε συλλογικό υποκείμενο.
Δεκάδες εκατομμύρια άτομα, σιωπηλά μέχρι τότε, μπήκαν δυναμικά στο χώρο της επιχειρηματικής διαπραγμάτευσης, εντέλλοντας τους εκπροσώπους τους να υπερασπιστούν, ως συλλογικοί μέτοχοι, τα συμφέροντά τους.
Αυτές οι γραφειοκρατίες-μέτοχοι δεν έχουν παρά μία και μόνη εντολή: να αποκομίσουν, όσο γρηγορότερα γίνεται, όσο γίνεται μεγαλύτερα κέρδη.
Η μοίρα της επιχείρησης δεν ενδιέφερε κανέναν κι οι κερδοσκοπικές πιέσεις αυξήθηκαν, φθάνοντας κάποτε τα όρια της παραφροσύνης.
Θυμόμαστε πως ορισμένα συνταξιοδοτικά ταμεία καθόρισαν ως στόχο την απόδοση των κεφαλαίων τους κατά 15% το χρόνο.
Σε μία οικονομία που αυξάνει κατά 3, 4 ακόμα και 5%, για να φτάσει μια επιχείρηση να κερδίζει 15% πολλές άλλες θα πρέπει να κερδίσουν 0% -ή να πεθάνουν.
Το σίγουρο είναι πως -εφόσον θέσουμε έναν παρόμοιο στόχο- το πρώτο που θα κάνουμε θα είναι να συνθλίψουμε τους μισθούς.
Αυτό ακριβώς κάνει το σύστημα εδώ και τριάντα χρόνια.
Ακόμα όμως κι αν το οικονομικό αυτό μέγεθος (το ύψος των μισθών ως προς το ΑΕΠ), υπολογίζεται τόσο δύσκολα και επιτρέπει ελάχιστες αναφορές, δεν παύει πως συνεχίζει να δρα, προς την κατεύθυνση που αναπτύξαμε.
Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τους στρατούς των μετόχων και πάντως όχι η αντίσταση των μισθωτών.
Εννοείται πως το σύστημα είναι παγκοσμιοποιημένο και η κερδοσκοπική πίεση μετατρέπεται σε επιθετικές εξαγορές.
Κάθε επιχείρηση που δεν προσφέρει τα ποσοστά κέρδους που απαιτούν οι μέτοχοι νέου τύπου, είναι προς πώληση.
Ακόμα κι οι δεσμεύσεις περί διατήρησης των θέσεων εργασίας και μη μετακίνησης των επιχειρήσεων (που συχνά συνοδεύουν τις εξαγορές) είναι ειλικρινείς -και μπορεί να είναι, καθώς συχνά οι εξαγορές γίνονται από αληθινούς κι έμπειρους επιχειρηματίες- δεν έχουν καμία τύχη μακροπρόθεσμα, απέναντι στην ορμή της πίεσης των μετόχων.
Η εξαγορά της «αρσελόρ» από τη «μιτάλ» εντάσσεται σε αυτήν την τάση (έστω κι αν εξυπηρετούνται επίσης άλλες, καθαρά επιχειρησιακές, στρατηγικές).
Μόνοι μας αποδεχτήκαμε πως παρόμοιες εξαγορές μπορεί να γίνονται αποδεκτές.
Κι αυτές τώρα οι εξαγορές μας βοηθούν να κατανοήσουμε εις βάθος τη λογική του συστήματος.
Κι η αλήθεια είναι πως αυτό το σύστημα οδεύει στο χαμό του.
Μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια, η αναδυόμενη Ασία θα είναι σε θέση να εξαγοράσει όλες τις επιχειρήσεις της Ευρώπης και της βορείου Αμερικής.
Με τις τιμές να έχουν εξομοιωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μισθολογικές διαφορές επιτρέπουν στους μετόχους των ασιατικών επιχειρήσεων να κερδοσκοπούν ασύγκριτα περισσότερο από εκείνους των επιχειρήσεων του αναπτυγμένου κόσμου.
Η Ιαπωνία θα είναι η πρώτη που θα σαρωθεί.
Δυστυχώς, η μόνη ρεαλιστική λύση που βλέπω είναι να σταματήσει η εξέλιξη αυτή εδώ και τώρα και μάλιστα δια νόμου!
Διότι τίποτα άλλο δεν μπορεί να τη σταματήσει.
Αν αφήσουμε να εξαγοραστεί η «αρσελόρ», θα ακολουθήσουν εκατοντάδες άλλες επιχειρήσεις.
Οι εξαγορές είναι αποδεκτές και χρήσιμες σε σύνολα που να είναι λίγο-πολύ ομοιογενή, που να να ελέγχουν την κοινωνική τους συνοχή και που να είναι σε θέση να διατηρούν κάποια ισορροπία μεταξύ κερδών, μισθών, δημοσίων υπηρεσιών και κοινωνικής προστασίας.
Μία ξενόφερτη μαζική αποσταθεροποίηση θα έχει σοβαρότατες κοινωνικές επιπτώσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να απαγορέψει να εξαγοράζονται ευρωπαϊκές επιχειρήσεις από κάθε όμιλο που δραστηριοποιείται εκτός Ευρώπης σε ποσοστό άνω του 20%.
Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου
Εκτύπωση στις: 2024-12-06
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1013