Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η ταυτότητα της «Μεγάλης Δεξιάς»

Δημήτρης, Γιατζόγλου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2019-11-26


Τα «Αποσπάσματα του Ακροδεξιού Λόγου», που εκφωνούν οι Γεωργιάδης, Βορίδης, Μπογδάνος και τα διάφορα πουλέν της Δεξιάς διακυβέρνησης, δεν συνιστούν υπερβολές, στρεβλώσεις, περιθωριακές γραφικότητες του δημόσιου λόγου της Ν.Δ. Ανήκουν οργανικά στον σκληρό του πυρήνα. Διεκδικούν, βήμα βήμα, μια διακριτική ηγεμονία, σε μια διελκυστίνδα με τα κατάλοιπα ενός δυσδιάκριτου πια πολιτικού φιλελευθερισμού. Η επικέντρωση στο πολιτισμικό υπόβαθρο και στα μορφωτικά κενά των εκφωνητών αποτελεί γελοιογραφική υποτίμηση ενός προβληματικού στοιχείου της πολιτικής εξέλιξης.

Η ελληνική Δεξιά κατασκευάζει, για λογαριασμό του άρχοντος κοινωνικοπολιτικού συγκροτήματος, μια υβριδική ιδεολογία, με τη συνάρθρωση επιλογών ενός καπιταλιστικού «εκσυγχρονισμού» και ακροδεξιών προταγμάτων. Το εγχείρημα μοιάζει, εκ πρώτης όψεως, αντιφατικό αλλά δεν είναι.

Η παθητικότητα ή η συναίνεση των υποτελών στη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία έχει ανάγκη και το καρότο της «προόδου» και το μαστίγιο της καταστολής και τη μοιραιοκρατία της παγκοσμιοποίησης και την παραμυθία της «φυλής». Ο Χατζηδάκης και ο Γεωργιάδης είναι εξίσου χρήσιμοι. Οι κονδυλοφόροι του ιστορικού αναθεωρητισμού και η ανεξέλεγκτη αστυνομική βία συμβάλλουν ομού στην αναμόρφωση των εθνομηδενιστών.

Πριν από κάποια χρόνια είχε διατυπωθεί η άποψη ότι είναι προτιμότερο να κρατά η Ν.Δ. την Ακροδεξιά ενσωματωμένη στο εσωτερικό της, αποτρέποντας την πολιτική της αυτονόμηση, ώστε να την ελέγχει. Η άποψη έχει διαψευσθεί πανηγυρικά. Ο ισχυρισμός ότι η ενσωμάτωση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με όρους παθητικής προσχώρησης και «ελέγχου» αποδείχθηκε διάτρητος. Αυτό που συνέβη και εξελίσσεται είναι ένας «ιστορικός συμβιβασμός» μεταξύ των ιδεών ενός παραδοσιακού συντηρητισμού και εκείνων της Ακροδεξιάς, με κοινό παρονομαστή την απόλυτη αποδοχή ενός ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Ενας συμβιβασμός που εκχώρησε ρόλο συνδιαμορφωτή σημαντικών στοιχείων της πολιτικής ατζέντας και της ταυτότητας του κυβερνώντος κόμματος σε μια Ακροδεξιά που δεν «φιλοξενείται» ως διακριτή συνιστώσα, αλλά διαχέεται μέσα στο κομματικό σώμα και, με αυξημένες δυνατότητες μαζικής απεύθυνσης, διαμορφώνει ισχυρούς δεσμούς με τμήματα του κοινωνικού ακροατηρίου, ευάλωτα στην απλουστευτική και αγοραία ρητορική της.

Οι «ιδέες» του διάχυτου μέσα στη Ν.Δ. ακροδεξιού εσμού είναι ακραίες και ταυτόχρονα «κοινότοπες». Αυτή η κοινοτοπία τις καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνες. Βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε μια «κοινή λογική» διαμορφωμένη από τα εύληπτα στερεότυπα: του έθνους υπό διαρκή απειλή της κατασταλτικής βίας που εγγυάται την «τάξη» έναντι αχρείαστων κοινωνικών κινητοποιήσεων και τη χωρίς όρια ελευθερία για τις business κάθε είδους, αφού αυτές «θα μας δώσουν ανάπτυξη και δουλειές». Νομιμοποιημένες ταυτόχρονα πολιτικά, ως έκφραση «πλουραλισμού» ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος εξουσίας, διαβρώνουν συστηματικά το δημοκρατικό φρόνημα και εξαχρειώνουν τα ήθη του πολιτικού ανταγωνισμού πολύ βαθύτερα απ’ όσο ο αυτονομημένος ακροδεξιός συμμοριτισμός της Χ.Α.

Η χρησιμοθηρική λογική Μητσοτάκη για την αξιοποίησή τους στη συγκρότηση της «Μεγάλης Δεξιάς» συνιστά πραγματιστικό κυνισμό. Η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου δόγματος της «λελογισμένης δημοκρατίας» (που σε κάποια στιγμή θα μπορούσε να οδηγήσει και στην υλοποίηση της ονείρωξης Βορίδη για τον θεσμοποιημένο αποκλεισμό των «ελαττωματικών ιδεών» της Αριστεράς) υπονομεύει άμεσα το πολιτικό σύστημα που εδράζεται στον ιδεολογικό ανταγωνισμό των κομμάτων.

Η καταφυγή στην ωμότητα και τη βιαιότητα του ακροδεξιού λόγου είναι μια εύκολη πρακτική, όπως και η ανάθεση του αιτήματος της προόδου στην κινητήρια δύναμη των ανισοτήτων. Αυτό που απαιτεί διανοητικό μόχθο και ηθική ακεραιότητα είναι η επινόηση ενός μέλλοντος που οικοδομείται στη βάση των αξιών της αλληλεγγύης και της ολόπλευρης δημοκρατίας.

Από την άποψη αυτήν, κανένας κοινός τόπος δεν μπορεί να υπάρξει με τη νέα ταυτότητα της Δεξιάς. Αν ο όρος «προγραμματική αντιπολίτευση» (πέρα από το αυτονόητο ότι κάθε αντιπολίτευση έχει ως αφετηριακή βάση ένα πολιτικό Πρόγραμμα) υπονοεί τη δυνατότητα συναινέσεων με αυτή την ταυτότητα, τότε η χρήση του όρου συνιστά σοβαρό λάθος.

Η Αριστερά οφείλει να διαβάσει σωστά το μήνυμα που εκπέμπει η επιλογή Μητσοτάκη: Η ισχυροποίηση της ριζοσπαστικής της ταυτότητας, η πολιτική της αυτονομία και η διαρκής προσπάθεια να κατευθύνει τον μεταρρυθμισμό της στη δημοκρατική αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος είναι μονόδρομος.

Το πολιτικό σύστημα της χώρας βρίσκεται και πάλι σε περίοδο κινητικότητας και οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί σε κατάσταση ασταθούς ισορροπίας. Παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις, ότι το ονομαστικό τέλος των μνημονίων και η συνακόλουθη «επενδυτική άνοιξη» θα οδηγήσουν σε σταθερή οικονομική ανάκαμψη, ο ορίζοντας μπροστά μας είναι αυτός μιας χρόνιας έρπουσας κρίσης, ακόμα κι αν δεν επαληθευτούν οι δυσοίωνες προβλέψεις για μια νέα όξυνση της κρίσης του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Το πολιτικό διακύβευμα θα εξακολουθήσει να είναι: Ποια κόμματα και με ποιες κοινωνικές προτεραιότητες θα διαχειριστούν την κρίση.

Η ταξικότητα παραμένει, λοιπόν, το αφετηριακό κριτήριο για τους επιχειρούμενους μετασχηματισμούς των κομματικών ταυτοτήτων. Η Δεξιά το ξέρει, το εφαρμόζει με αδιάλλακτη σταθερότητα και κινείται εγκαίρως. Πίσω από τη ρητορική του «εθνικού συμφέροντος» οι σκληρές ταξικές της επιλογές είναι απολύτως ευδιάκριτες. Οι εκφωνητές του ακροδεξιού λόγου φροντίζουν γι’ αυτό, χωρίς να τηρούν τα προσχήματα.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ και την εξαγγελθείσα ολοπαγή του ανασυγκρότηση, το ζήτημα μιας ισχυρής αντίπαλης ταυτότητας δεν έχει ακόμα απαντηθεί. Ιδωμεν.


Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=10800