Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Πώς επιδρά η νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας στο εργατικό εισόδημα

Ελίζα, Παπαδάκη

Κυριακάτικη Αυγή, 2006-04-09


Επί είκοσι χρόνια οι κατώτατες αμοιβές των εργαζομένων, όπως ορίζονται στις εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΕΓΣΣΕ), αυξάνονταν λιγότερο από άλλες κατηγορίες μισθών με αποτέλεσμα να ανοίγει συνεχώς η ψαλίδα με τις μέσες αποδοχές και να εντείνονται οι εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των μισθωτών. Ως προς το ετήσιο εισόδημα στο οποίο αντιστοιχούν, οι αυξήσεις στις κατώτατες αμοιβές που συμφώνησαν τη Δευτέρα για το 2006 και το 2007 η ΓΣΕΕ και οι εργοδοτικές οργανώσεις είναι οι μεγαλύτερες των πέντε τελευταίων διετών ΕΓΣΣΕ, οι μεγαλύτερες δηλαδή μετά το 1997. Μέχρι και το 1997 όμως είχαμε υψηλότερο πληθωρισμό και επομένως μεγαλύτερη διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών. Σε όρους πραγματικού εισοδήματος, αν δηλαδή το εισόδημα του 2006 που αντιστοιχεί στις νέες κατώτατες αμοιβές αποπληθωρισθεί με την προβλεπόμενη για το 2006 άνοδο του δείκτη τιμών καταναλωτή, η φετινή αύξηση είναι η μεγαλύτερη μετά το 1989.

Γύρω από το μέγεθος των νέων αυξήσεων επικρατεί σύγχυση, η οποία συνδέεται με τις διαφορετικές χρονικές στιγμές έναρξης της χορήγησής τους. Δύο τρόποι υπάρχουν για να υπολογισθεί η σωρευτική αύξηση που προκύπτει από τις επί μέρους αυξήσεις μέσα στη διετία: Ο τεχνικά απλούστερος, αυτός που χρησιμοποίησαν οι εργοδότες στις ανακοινώσεις τους, είναι να ληφθεί το επίπεδο των αμοιβών σε μιαν ημερομηνία, την 31/12/2005 που είναι η ημερομηνία λήξης της προηγούμενης ΕΓΣΣΕ, και να συγκριθεί με το επίπεδό τους την ίδια ημερομηνία δύο χρόνια αργότερα.

Το κατώτατο ημερομίσθιο του άγαμου ανειδίκευτου εργάτη, που ήταν 26,41 ευρώ στις 31/12/2005, αυξάνεται κατά 2,9% σε 27,17 ευρώ αναδρομικά από την 1/1/2006, κατόπιν κατά 2,9% σε 27,96 ευρώ από την 1/9/2006, και τέλος κατά 5,1% σε 29,39 ευρώ από την 1/5/2007. Οπότε την 31/12/2007, ημερομηνία που θα συμπληρωθεί η διετία της νέας ΕΓΣΣΕ, το κατώτατο ημερομίσθιο θα είναι αυξημένο κατά 11,3% σε σύγκριση με την 31/12/2005 (διαφορά των 29,39 ευρώ από τα 26,41 ευρώ).

Επειδή ο μισθός δεν έχει πολύ νόημα ως στιγμιαίο ή ημερήσιο μέγεθος, ενδιαφέρει ως εισόδημα σε μεγαλύτερες διάρκειες, προσφορότερη μέθοδος είναι να συγκρίνουμε ετήσια μεγέθη. Αυτό σημαίνει να πάρουμε το κατώτατο ημερομίσθιο για ολόκληρο το 2005 (25,56 ευρώ από την 1/1 επί 25 μέρες για κάθε μήνα επί 9 για τους οκτώ μήνες έως τις 31 Αυγούστου μαζί με το δώρο Πάσχα και το επίδομα άδειας, συν 26,41 ευρώ από την 1/9 επί 25 επί 5 για τους υπόλοιπους τέσσερες μήνες μαζί με το δώρο Χριστουγέννων) και να το συγκρίνουμε με το κατώτατο ημερομίσθιο για ολόκληρο το 2006 (27,17 ευρώ επί 25 επί 9, συν 27,96 ευρώ επί 25 επί 5) και για ολόκληρο το 2007 (27,96 ευρώ επί 25 επί 4,5 για τους τέσσερις μήνες έως τις 30/4 μαζί με το δώρο Πάσχα, συν 29,39 ευρώ από την 1/5 επί 25 επί 9,5 για τους υπόλοιπους οκτώ μήνες μαζί με το επίδομα άδειας και το δώρο Χριστουγέννων).

Προκύπτει έτσι το ετήσιο εισόδημα που αντιστοιχεί στο κατώτατο ημερομίσθιο και είναι 9.052,25 ευρώ το 2005, 9.608,25 ευρώ το 2006 και 10.125,63 ευρώ το 2007. Διαιρώντας αυτά τα ετήσια εισοδήματα διά 14 έχουμε το μέσο μηνιαίο εισόδημα που αντιστοιχεί στο κατώτατο ημερομίσθιο για κάθε έτος: 646,59 ευρώ το 2005, 686,3 ευρώ το 2006, 723,26 ευρώ το 2007. Διαιρώντας ξανά διά 25 έχουμε το μέσο κατώτατο ημερομίσθιο κάθε έτους: 25,86 ευρώ το 2005, 27,45 ευρώ το 2006, 28,9 ευρώ το 2007.

Αν τώρα συγκρίνουμε είτε το ετήσιο, είτε το μέσο μηνιαίο, είτε το μέσο κατώτατο ημερομίσθιο κάθε έτους, προκύπτει ότι αυξάνεται κατά 6,2% το 2006 και κατά 5,4% το 2007, σωρευτικά κατά 11,8% τη διετία (με κάποιες διαφορές δεκάτου της μονάδας που οφείλονται σε στρογγυλοποιήσεις). Αν αποπληθωρίσουμε τη φετινή αύξηση 6,2% με την προβλεπόμενη από την Τράπεζα της Ελλάδος για φέτος μέση άνοδο του δείκτη τιμών καταναλωτή 3,3%, προκύπτει μια πραγματική αύξηση του μέσου κατώτατου ημερομισθίου κατά 2,8%. Υποθέτοντας τον ίδιο μέσο πληθωρισμό για το 2007 προκύπτει αντίστοιχα μια πραγματική αύξηση 2% το 2007, και σωρευτικά 4,9% τη διετία.

Λάθος

Αυτό που λογικά είναι λάθος, και οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα, είναι να συγκρίνουμε το επίπεδο του ημερομισθίου σε μιαν ημερομηνία, την 31/12, με το "μεσοσταθμικό" του επομένου έτους, στη διάρκεια του οποίου σε διαφορετικές ημερομηνίες χορηγούνται οι αυξήσεις, όπως συνέβαινε και το προηγούμενο έτος. Αγνοώντας τις μεταβολές στη διάρκεια του προηγουμένου έτους, αλλά προβάλλοντας τη μέση μεταβολή του επομένου έτους, οι αυξήσεις εμφανίζονται συστηματικά μικρότερες. (Εξ ίσου λάθος θα ήταν και το αντίστροφο, να συγκριθεί το μέσο επίπεδο του προηγουμένου έτους με την τελική ημερομηνία του επομένου έτους, που θα εμφάνιζε τις αυξήσεις συστηματικά μεγαλύτερες).

Σύγκριση με προηγούμενες ΕΓΣΣΕ

Η ΕΓΣΣΕ για τη διετία 2004-2005 είχε αυξήσει το κατώτατο ημερομίσθιο κατά 4% από την 1/1/2004, κατά 3,3% από την 1/9/2004, κατά 2,2% από την 1/1/2005 και κατά 3,3% από την 1/9/2005. Μετά τις αυξήσεις αυτές, το κατώτατο ημερομίσθιο στις 31/12/2005 ήταν κατά 13,3% αυξημένο έναντι της 31/12/2003.

Οι προηγούμενες δύο ΕΓΣΣΕ είχαν διορθωτικές ρήτρες για την περίπτωση που ο πληθωρισμός θα ήταν μεγαλύτερος παρόσο προβλεπόταν κατά την υπογραφή τους. Τη διετία 2002-2003 το κατώτατο ημερομίσθιο αυξήθηκε κατά 3,6% από την 1/1/2002 (1,1% διορθωτικό και 2,5% αύξηση), κατά 1,8% από την 1/7/2002, και κατά 4,2% (ρήτρα) από την 1/1/2003. Από τις 31/12 2001 ως τις 31/12/2003 η αύξηση ήταν έτσι 9,9%. Τις διετίες 2000-2001 και 1998-1999 υπήρχαν επίσης τιμαριθμικές ρήτρες, οι αυξήσεις δίνονταν την 1/1 και την 1/7 κάθε έτους, ήσαν μικρές, και η αύξηση κάθε διετίας μετρούμενη την 31/12 ήταν 7,7% και 8,8% αντίστοιχα.

Η διαφορετική κατανομή των αυξήσεων μέσα στο δωδεκάμηνο από έτος σε έτος μεταβάλλει την επίπτωσή τους στο ετήσιο εισόδημα. Η προσφορότερη μέθοδος της σύγκρισης του ετήσιου εισοδήματος που προκύπτει κάθε χρόνο από τις αυξήσεις επιτρέπει και τον αποπληθωρισμό του, ώστε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του πραγματικού κατώτατου ημερομισθίου.

Οι αυξήσεις των τεσσάρων τελευταίων ΕΓΣΣΕ στο ετήσιο εισόδημα που αντιστοιχεί στο κατώτατο ημερομίσθιο καταγράφονται στον πίνακα. Τη διετία 1998-99 η ονομαστική αύξηση ήταν έτσι 9% και η πραγματική 1,5%, τη διετία 2000-2001 αντίστοιχα 7,6% και 0,9%, τη διετία 2002-03 ήταν 10,8% και 3,2%. Τη διετία 2004-05 σημειώθηκε η μεγαλύτερη ονομαστική αύξηση μετά το 1997: 11%, αλλά και πραγματική: 4,3%. Για τη διετία 2006-07 η ονομαστική αύξηση θα είναι 11,9% και η πραγματική διαγράφεται κατά μισή ποσοστιαία μονάδα μεγαλύτερη από το 2004-05, υπό την αίρεση βέβαια της εξέλιξης του πληθωρισμού.

Ανισότητες μεταξύ μισθωτών

Στον ίδιο πίνακα παρατίθεται η εξέλιξη των μέσων αποδοχών των εργαζομένων σε όλη την οικονομία που δείχνει το άνοιγμα της ψαλίδας: Από το 1995 έως το 2005 σε πραγματικούς όρους το κατώτατο ημερομίσθιο αυξήθηκε κατά 12,5%, οι μέσες αποδοχές κατά 31,9%.

Οι αυξήσεις της νέας ΕΓΣΣΕ, αν και μεγαλύτερες από τις προηγούμενες, δεν αντιστρέφουν αυτήν την τάση. Κανένας κλάδος εργαζομένων άλλωστε δεν φαίνεται διατεθειμένος να δεχθεί μικρότερες αυξήσεις ούτε έχουν υποστηριχθεί διεκδικητικές στρατηγικές για το κλείσμο της ψαλίδας από συνδικαλιστικές ή πολιτικές δυνάμεις.

Εκτύπωση στις: 2024-12-06
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1103