Δικαιώματα των μειονοτήτων
Λες και δεν άλλαξε τίποτα σ’ αυτή τη χώρα...
Αλέξης, Ηρακλείδης
Τα Νέα, 2006-04-13
Στην πρόσφατη Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα μας διαπιστώνονται σοβαρές ελλείψεις στην εφαρμογή τους, ειδικότερα σε σχέση με τη θρησκευτική ελευθερία (λόγω μεταξικών νόμων που ακόμη ισχύουν και ευνοούν την παντοδυναμία της Εκκλησίας της Ελλάδας στην ίδρυση ευκτήριων οίκων, κ.ά.), στα δικαιώματα των μειονοτήτων, σε σχέση με τους Ρομά («Τσιγγάνους») και σε ό,τι αφορά την αυξανόμενη αστυνομική βία που μένει ατιμώρητη. Πρόκειται για τα ίδια ακριβώς θέματα για τα οποία η Ελλάδα κατηγορείται από διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΟΑΣΕ...) και διεθνείς μη κυβερνητικούς οργανώσεις εδώ και δύο ολόκληρες δεκαετίες. Λες και δεν αλλάζει τίποτε στη χώρα αυτή...
Για την αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών έχουν γίνει πλείστες όσες προσπάθειες τόσο σε επίπεδο υπηρεσιακό (ειδικά από το ΥΠΕΞ παλιότερα) όσο και από πλευράς κοινωνίας πολιτών, με πενιχρά όμως αποτελέσματα, με κύρια εξαίρεση την άρση των κατασταλτικών μέτρων εις βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης (από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τον Μάιο του 1991), την κατάργηση του ρατσιστικού άρθρου 19 περί ελληνικής ιθαγένειας [αφαίρεση υπηκοότητας σε «αλλογενείς» (sic) και μάλιστα αυθαίρετη] αν και δυστυχώς χωρίς αναδρομική ισχύ, ειδική ποσόστωση για την είσοδο των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας στα AEI (πρωτοβουλία του Γ. Παπανδρέου ως υπουργού Παιδείας) και ορισμένα άλλα.
Εδώ θα αναφερθούμε ειδικά στη μειονότητα της Θράκης, δραττόμενοι της ευκαιρίας και από ένα άρθρο του θεολόγου Χρήστου Γιανναρά στο οποίο φαίνεται να υποστηρίζει ανοικτά την «εθνοκάθαρση» εις βάρος των «Μουσουλμάνων» της ελληνικής Θράκης (βλέπε Καθημερινή, 19-3-2006).
Θα σταθώ σε ένα θέμα-κλειδί σε σχέση με τη μουσουλμανική μειονότητα, στον αυτοπροσδιορισμό. H Ελλάδα επιμένει μέχρι και σήμερα ότι η μειονότητα αυτή είναι θρησκευτική, βασισμένη στο γράμμα (και όχι στην ουσία) της Συvθήκης της Λωζάvvης. Επιμένει να μη δέχεται την τουρκική εθνοτική ταυτότητα όσων μελών της μειονότητας αυτής θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως «Τούρκοι». Στο θέμα αυτό όσο εμμένουμε στις αγκυλώσεις μας θα το βρίσκουμε μπροστά μας και θα μας αμαυρώνει ως χώρα σύγχρονη και δημοκρατική. H αρνητική θέση μας στο θέμα αυτό δεν στοιχειοθετείται. Ας δούμε γιατί.
Πρώτον, η μη αποδοχή αντιβαίνει προς τη βασική αρχή της ελευθερίας της έκφρασης και επιπλέον πλήττει την αρχή του αυτοπροσδιορισμού (που νομικά λογίζεται ως ατομική αλλά έχει και προφανή συλλογική διάσταση).
Δεύτερον, το ζήτημα της ύπαρξης (ή μη) μίας εθνοτικής ή εθνικής μειονότητας δεν είναι θέμα νομικό, αλλά πραγματικό, όπως είχε γίνει αποδεκτό ήδη από τον Μεσοπόλεμο από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Τρίτον, δεν διδάσκεται μόνο το Ισλάμ στα μειονοτικά σχολεία, αλλά τα τουρκικά όχι μόνο στους τoυρκόφωvoυς αλλά και στoυς εθvoτικά Πoμάκoυς και στους μουσουλμάνους Ρομά.
Τέταρτον, η Ελλάδα εμφανίζεται ως ανακόλουθη, μια και από την πλευρά της αναφέρεται στους «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης» και όχι στους «Ορθοδόξους», ενώ η Συνθήκη τη Λωζάννης μιλάει για «μη μουσουλμανικές μειονότητες» στην Πόλη.
Πέμπτον, η επιλογή του θρησκεύματος ως κριτήριο στην υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών θεωρήθηκε στη Λωζάννη ότι αποτελεί ακριβέστερο προσδιορισμό της εθνότητας απ’ ό, τι η γλώσσα, με βάση την παράδοση των μιλέτ (θρησκευτικών κοινοτήτων) στον χώρο της τέως Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν εφαρμόστηκε όμως με αυστηρά θρησκευτικό κριτήριο το 1923 - 1924. Γι’ αυτό δεν συμπεριλήφθηκαν στην ανταλλαγή οι μουσουλμάνοι Αλβανοί της Θεσπρωτίας (Τσάμηδες), οι Γκαγκαούζοι (Τούρκοι χριστιανοί) ή οι αραβόφωνοι χριστιανοί.
Έκτον, το μόνο σχετικό επιχείρημά μας που έχει κάποια βάση είναι ότι δεν πρόκειται για μία συμπαγή «τουρκική μειονότητα», αλλά για μειovότητα που αποτελείται από τρεις «εθvoτικές oμάδες», τηv «τoυρκόφωvη» («τoυρκoγεvή» ή «τoυρκικής καταγωγής»), την πoμακική και τoυς μoυσoυλμάvoυς Aθίγγαvoυς. Ωστόσο η θέση αυτή έχει χάσει τελείως την όποια αξία θα μπορούσε να έχει για δύο βασικούς λόγους: (α) σχεδόν όλοι οι Πομάκοι δηλώνουν πια Τούρκοι (συνέπεια των κατασταλτικών μέτρων και της εκμάθηση της τουρκικής στα σχολεία) και (β) η αναγνώρισή τους ως Πομάκων, με δική τους γλώσσα (γλώσσα, σημειωτέον, που πλησιάζει τα σλαβομακεδονικά), προφανώς δεν αποτελεί επιλογή, για ευνόητους λόγους. Επιπλέον θα δυσχέραινε τις καλές σχέσεις μας με τη Βουλγαρία.
Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Εκτύπωση στις: 2024-12-03
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1107