Περί μεταρρυθμίσεων

Eίναι ανεφάρμοστες χωρίς τη στήριξη των ενδιαφερομένων

Ελίζα, Παπαδάκη

Τα Νέα, 2006-06-22


H μετωπική σύγκρουση με τους φοιτητές, τους πανεπιστημιακούς, εντέλει με τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, που προκάλεσαν οι πρωτοβουλίες του υπουργείου Παιδείας, ήρθε να υπενθυμίσει μια στοιχειώδη πολιτική αρχή: Καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να προχωρήσει, αν δεν υποστηριχθεί ενεργά από εκείνους που καλούνται να την υλοποιήσουν.

Απελπισμένος με την τροπή της σύγκρουσης, ο επικεφαλής των καθηγητών που με κυβερνητική εντολή μόχθησαν, όσο καλύτερα ήξεραν και μπορούσαν, να επεξεργασθούν προτάσεις για τη βελτίωση της ελληνικής πανεπιστημιακής παιδείας, πρόβαλε τελευταία το επιχείρημα ότι οι αντιδράσεις προέρχονται από μειοψηφίες, ότι πρωτοστατούν σ’ αυτές στοιχεία ξένα προς τους φοιτητές που ενδιαφέρονται να σπουδάσουν. H μαζικότητα του κινήματος των καταλήψεων δεν καθιστά διόλου πειστική μια τέτοια άποψη (πολύ γνώριμη άλλωστε από ανάλογες αναμετρήσεις παντού στον κόσμο: «Είμαστε μια μικρή ριζοσπαστική μειοψηφία» κραύγαζαν ειρωνικά στα τέλη της δεκαετίας του ’60 εν χορώ 200.000 Γερμανοί φοιτητές, διαδηλώνοντας στη Βόννη κατά των αναγκαστικών νόμων που προωθούνταν τότε εναντίον τους). Ακόμα όμως και αν υποτεθεί ότι είχε δίκιο, πού βρίσκονται οι φοιτητές και οι διδάσκοντες που θα ήσαν πρόθυμοι να στηρίξουν με τη δράση τους μιαν αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των AEI σαν αυτήν που εισηγείται; Αν εξαιρέσουμε κάποιες, μετρημένες στα δάκτυλα, ατομικές τοποθετήσεις, πουθενά δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Αλλά η «σιωπηλή πλειοψηφία», την οποία μοιάζουν να επικαλούνται οι σύμβουλοι του υπουργείου Παιδείας, απαρτίζεται εξ ορισμού από άτομα διατεθειμένα να ανεχθούν καταστάσεις που τους επιβάλλονται, όχι να στρατευθούν για να αλλάξουν κοινωνικές πρακτικές δεκαετιών στην εκπαίδευση.

Μεταρρυθμίσεις αποκαλούνται συχνά και μέτρα που δεν προϋποθέτουν τόσο ενεργό υποστήριξη από τους άμεσα ενδιαφερομένους, θα αρκούσε για την εφαρμογή τους να συναντήσουν μιαν ευρύτερη, παθητική έστω, αποδοχή ή και ανοχή. Παράδειγμα, η αλλαγή του ωραρίου των καταστημάτων. Όταν βέβαια προσκρούουν σε μαχητικές, μαζικές κοινωνικές αντιδράσεις, αναγκαστικά αποσύρονται, όπως πρόσφατα η σύμβαση πρώτης πρόσληψης στη Γαλλία, ή η πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας απόπειρα να αλλάξουν παράμετροι του ασφαλιστικού συστήματος το 2001 στην Ελλάδα. Αλλά και χωρίς να προβληθούν συλλογικές μορφές αντίστασης, πλήθος νόμοι καίριας σημασίας μένουν ανεφάρμοστοι, καθώς απορρίπτονται μαζικά σε ατομικό επίπεδο: από τα χωροταξικά και πολεοδομικά σχέδια, που απέτυχαν να εξαλείψουν την κυριαρχία της αυθαίρετης δόμησης, μέχρι τις αλλεπάλληλες φορολογικές μεταρρυθμίσεις που με τις αυτόματες «περαιώσεις» επιβραβεύουν, για να αφήσουν πάντα αλώβητη την πρακτική της φοροδιαφυγής, επομένως και την αίσθηση της κοινωνικής αδικίας στο σύνολο των φορολογουμένων, η οποία την ανατροφοδοτεί.

Τα τελευταία δύο παραδείγματα παραπέμπουν στον χώρο όπου περισσότερο χρειάζεται μια ριζική μεταρρύθμιση, και όπου κατ’ εξοχήν θα απαιτούνταν η ενεργός συμμετοχή εκείνων που θα την υλοποιούσαν: τη δημόσια διοίκηση. Επί μέρους αλλαγές, θετικές πολλές φορές, έχουν γίνει εδώ ανά τις δεκαετίες, ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση όμως ουδέποτε επιχειρήθηκε, ακριβώς επειδή δεν αποτολμήθηκε να ανοίξουν διαδικασίες ώστε να στηριχθεί έμπρακτα από τους ίδιους τους δημοσίους υπαλλήλους, από κοινού με τους πολίτες που καθημερινά συναλλάσσονται μαζί τους. (H διεισδυτική έκθεση του ΟΟΣΑ για τη «ρυθμιστική μεταρρύθμιση» στην Ελλάδα συνέδεε τη διαφθορά και την υστέρηση στην παραγωγικότητα με τη μακροχρόνια συμπίεση των αμοιβών και με το σύστημα των προαγωγών, όπως διαμορφώθηκε μεταπολεμικά και αναπαράγεται από το πελατειακό καθεστώς. Σε ποιο συρτάρι να κοιμάται άραγε;).

Στην αντιπαράθεση για τα Πανεπιστήμια, οι αντίπαλοι του κινήματος που είδαμε τις τελευταίες εβδομάδες να αναπτύσσεται, κάνουν ολοένα περισσότερο λόγο για «συμφέροντα» που εμποδίζουν τις αναγκαίες αλλαγές. Επιμέρους συμφέροντα προφανώς και υπάρχουν, έτσι είναι οργανωμένες οι κοινωνίες και όλοι οι κοινωνικοί χώροι. Και επειδή κάθε μεταρρύθμιση θίγει συμφέροντα και τα αναδιατάσσει, γι’ αυτό και προϋποθέτει μια συνολική ανοικτή διαπραγμάτευση μεταξύ των επί μέρους συμφερόντων, και πρωτοβουλίες που θα αποσκοπούν σε μια προωθητική σύνθεσή τους. H τακτική της αφοριστικής καταγγελίας απλώς τα συνενώνει προσωρινά στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή που είναι η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης.

Μόνο που η υφιστάμενη κατάσταση στα Πανεπιστήμια δεν είναι βιώσιμη. «Στα ερείπια κάθε αποτυχημένης μεταρρύθμισης», έγραφε το Σάββατο εδώ στα «NEA» ο Παύλος Τσίμας, «κρύβεται ο κίνδυνος ό,τι δεν καταφέρνει να αλλάξει η πολιτική, με σχέδιο, δημοκρατικό έλεγχο και κοινωνική συναίνεση, να το αλλάξει βιαίως και χωρίς αντιστάσεις η αγορά». Αν την πρώτη ευθύνη, από τη θέση της, έχει η κυβέρνηση, ουσιαστική ευθύνη για την αποτροπή αυτού του κινδύνου έχει όλη η κοινότητα των φοιτητών και διδασκόντων. Πόσο αλήθεια αξιοποιήθηκαν οι καταλήψεις για να ασκήσει το Πανεπιστήμιο κριτική στον εαυτό του, για να συζητηθούν οι όροι που θα το κάνουν καλύτερο, ικανότερο να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας;

Εκτύπωση στις: 2024-04-30
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1237&export=print