Αδιέξοδα στις «αποθήκες» της Νέας Τάξης
Και στις ελληνικές φυλακές
Νίκος, Παρασκευόπουλος
Ελευθεροτυπία, 2006-07-12
Πριν από αρκετά χρόνια είχα επισκεφθεί φυλακές στο Δουβλίνο. Θαύμασα τις ωραίες υποδομές και ιδίως τους χώρους για καταρτίσεις και ψυχαγωγία, που κάλυπταν τις ανάγκες του συνόλου των κρατουμένων. Οι Ιρλανδοί είναι λαός που κρατά τις τέχνες, τις οικογενειακές αξίες, το ουΐσκι και την προσφυγή στη βία σε κοντινή απόσταση. Η εγκληματικότητα αποτελεί γι’ αυτούς σημαντικό πρόβλημα. Ρώτησα πώς έχουν καταφέρει από οικονομική άποψη να αναπτύξουν μια τόσο σημαντική υποδομή για το σωφρονιστικό τους σύστημα. Οι αρμόδιοι απάντησαν ομόφωνα: «Ο κόσμος εδώ έχει ένα έντονο ενδιαφέρον για την καλή λειτουργία της φυλακής. Οι πολιτικοί κατάλαβαν ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες και οι μετεκλογικές εκπληρώσεις μέτρων για βελτιώσεις στις φυλακές αποδίδουν ψήφους. Γι’ αυτό δεν διστάζουν και τις επιχορηγούν με τον δημόσιο προϋπολογισμό».
Θυμήθηκα τα παραπάνω καθώς διάβαζα στην «Ε» (7-7-2006) την τεκμηριωμένη συνέντευξη του προέδρου του ΔΣΑ Δημ. Παξινού. Ο Δημ. Παξινός περιγράφει τη φυλακή σαν χώρο απόρριψης και μηχανισμό ώθησης στο κέντρο του κοινωνικού αποκλεισμού, όχι μόνον όσων εκτίουν ποινές, αλλά και εκείνων που έχουν αποφυλακιστεί. Επισημαίνει ότι ενδημούν εκεί συνθήκες που προσκρούουν στο ελληνικό Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η ελληνική κοινωνία έχει συνειδητοποιήσει ότι η κατάσταση στις φυλακές βρίσκεται «στο απροχώρητο». Το πρόβλημα όμως -και η διαφορά από την Ιρλανδία- είναι ότι εδώ το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης είναι πια μειωμένο. Στο άκουσμα διαφόρων κακών ειδήσεων συγκινούνται μόνον όσοι είναι σχετικοί. Οι περισσότεροι απλώς γυρίζουν σελίδα. Το «απροχώρητο» τούς φαίνεται νορμάλ.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Στην πρώτη περίοδο μετά τη δικτατορία και στη δεκαετία του ’80, το ενδιαφέρον για τους κρατούμενους ήταν ακόμη ζωηρό και αφθονούσαν οι πρόθυμοι να στηρίξουν μεταρρυθμίσεις. Ετσι, υπουργοί όπως ο Γ.Α. Μαγκάκης, ο Αθ. Κανελλόπουλος και λίγο αργότερα ο Γ. Κουβελάκης κατόρθωσαν να προωθήσουν σημαντικά μέτρα. Από τότε τα πράγματα άλλαξαν πολύ. Δεν είναι ότι δεν έγιναν έκτοτε προσπάθειες από κάποιους υπουργούς: έλειψε η κοινωνική στήριξη κι έτσι γιγαντώθηκε ένα περιβάλλον σύστημα, που μοιάζει να καταπνίγει σαν φύκι-τέρας κάθε υγιή οργανισμό του σωφρονισμού.
Υπάρχουν εξηγήσεις για τη στροφή. Οι ελληνικές φυλακές γέμισαν εν τω μεταξύ από ξένους με ονόματα περίεργα, που νομίζουμε ότι δεν αφορούν τον πολιτισμό μας και που δεν κινητοποιούν τα προστατευτικά μας ανακλαστικά. Ακόμη και οι συμπατριώτες έγκλειστοι δεν μας απασχολούν όσο οι πολιτικοί κρατούμενοι στο παρελθόν. Σήμερα κανείς δεν θα πριμοδοτούσε εδώ το κυβερνητικό κόμμα που θα αφαιρούσε κονδύλια από άλλους τομείς για να επιχορηγήσει το σωφρονιστικό σύστημα.
Ετσι, η σύγχρονη ελληνική φυλακή παράγει τραγωδίες χωρίς κάθαρση. Οι κρίσεις της, πάντως, ταξινομούνται σε δύο άνισης βαρύτητας κατηγορίες: στην πρώτη συναντούμε τα προβλήματα ασφάλειας (π.χ. αποδράσεις), στη δεύτερη τις κάκιστες συνθήκες κράτησης.
Ερωτήματα π.χ. για την ασφάλεια έθεσε η εντυπωσιακή απόδραση Παλαιοκώστα. Κόντρα στο ρεύμα, πρέπει να δεχθούμε ότι δεν πρόκειται για το σημαντικότερο ζήτημα. Δεν δείχνει απαραίτητα ότι χωλαίνουν οι βασικές δομές του συστήματος. Πολλοί κρατούμενοι, παντού και πάντα, επιχειρούν να αποδράσουν. Ενας μικρός αλλά μάλλον σταθερός αριθμός το κατορθώνει. Αν διαγνωστούν ευθύνες, ποινικές ή πειθαρχικές, των φυλάκων, αυτοί τιμωρούνται. Είναι προτιμότερο όμως για ένα σωφρονιστικό σύστημα να βαρύνεται με λίγες αποδράσεις, παρά να εντείνει τα μέτρα φύλαξης σε βαθμό συντριπτικό. Αν η προσωπικότητα του κρατουμένου συντριβεί, θα πληρώσουμε το λάθος αυτό κατά την τελική αποφυλάκισή του, όταν θα του έχει απομείνει πια ως μοναδική διέξοδος η ένταξη στον κόσμο της παρανομίας.
Με το ίδιο πνεύμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της «απόδρασης» (μη επιστροφής) ενός μικρού ποσοστού των αδειούχων κρατουμένων. Η άδεια επιτρέπει τη διατήρηση μιας επαφής με την οικογένεια και προετοιμάζει σταδιακά την επανένταξη. Χωρίς αυτήν, το κοινωνικό κόστος της πλήρους αποκοπής είναι η υποτροπή. Σε όλες τις χώρες σημειώνεται ένα μικρό ποσοστό «απωλειών» εξαιτίας των αδειών και εκτιμάται ως χαμηλό κόστος σε σχέση με το όφελος της προετοιμασίας μιας επανένταξης. Από τη συγκεκριμένη άποψη, οι (τελείως ασυνήθιστοι για την εφημερίδα αυτή, βλ. ρεπορτάζ «Κ. Ελευθεροτυπίας» 2/7/2006) δραματικοί τίτλοι και τόνοι δεν δικαιολογούνται: οι 400 «αδειούχοι» που καταζητούνται σε έναν απολογισμό πολλών ετών δεν υπερβαίνουν το 2,5% ετησίως (σημειώνεται άλλωστε παρακάτω)· εξάλλου, το γεγονός ότι οι υπεύθυνοι των φυλακών δεν ζητούν τη γνώμη της Αστυνομίας για τη χορήγηση των αδειών, δεν συνιστά σκάνδαλο, αλλά ορθή εφαρμογή ορθού νόμου. Η Αστυνομία ούτε μπορεί ούτε οφείλει να αξιολογεί συμπεριφορές μέσα στη φυλακή.
Αυτό που προσδιορίζει το σύγχρονο αδιέξοδο στις ελληνικές φυλακές δεν είναι τα προβλήματα ασφάλειας, αλλά οι συνθήκες κράτησης και η αναποτελεσματικότητα της πολιτικής τής επανένταξης. Μια πρόχειρη σύγκριση του υψηλού ποσοστού του προσωπικού φύλαξης, σε σχέση με το αντίστοιχο ελάχιστο του επιστημονικού προσωπικού (κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων κ.λπ), επιβεβαιώνει τον συλλογισμό.
Οι αφόρητες -μέχρι και ο χαρακτηρισμός «απάνθρωπες» κάποτε ταιριάζει- συνθήκες κράτησης αναπτύσσονται σε ένα σημείο σύγκλισης: εκεί όπου συναντώνται οι ελληνικές καθηλώσεις (αδιαφορία για τον διαφορετικό, διαπλοκές) και οι διεθνείς τάσεις για τη μετατροπή της φυλακής σε «αποθήκη» αποκλεισμένων.
Στον οριστικό κοινωνικό αποκλεισμό οδηγούν φαινόμενα όπως ο συνωστισμός κρατουμένων σε φυλακές με πολύ μικρότερη χωρητικότητα, η εγκατάλειψή τους σε μια αέναη αργία, ικανή να εκφυλίζει σώματα και ψυχές, η έλλειψη δηλαδή ευκαιριών για δραστηριότητες (σχολείο, καταρτίσεις) και η αδράνεια των μηχανισμών επανένταξης και κοινωνικής υποστήριξης των αποφυλακιζόμενων. Οι συνθήκες αυτές παράγουν αντιδραστικά πολύ περισσότερη εγκληματικότητα και υποτροπή, από αυτήν που θα προκύψει με μεμονωμένες αποδράσεις ή καταχρήσεις της άδειας.
Δεν είναι όλοι οι κρατούμενοι επικίνδυνοι, όπως αντίστροφα δεν είναι όλοι τους θύματα του συστήματος. Το μίγμα όμως είναι εκρηκτικό, ιδίως λόγω του περιβάλλοντος: της σκοτεινής πλευράς της γραφειοκρατίας, του εκτός των τειχών οργανωμένου εγκλήματος, που προσπαθεί να διατηρήσει τις επαφές του, του απαλού δικαστικού ελέγχου των «οικείων» παρανομιών, της μερίδας εκείνης των δικηγόρων που συμμαχούν με κατεστημένα για να διευκολύνονται, των κομματικών διεισδύσεων σε ακάλυπτους τόπους και κατ’ εξοχήν της παρακρατικής συμπλοκής. Αναφέρομαι με τον βαρύ όρο στο παλιό, αλλά και εκμοντερνιζόμενο σύστημα της αναζήτησης πληροφοριοδοτών ακόμα και με κόστος ανοχής εγκληματικότητας.
Παρά τη γνωστή ελληνική παροιμία, για το ψάρι και το κεφάλι του, στην περίπτωση ειδικά του σωφρονιστικού συστήματος μόνον τύποις μπορεί να χαρακτηριστεί κύριος υπεύθυνος ο εκάστοτε υπουργός. Κύριοι, εξίσου ο καθένας, και δυναμικοί υπεύθυνοι είναι όλοι όσοι προαναφέρθηκαν, έστω κι αν ο ένας δείχνει με το δάχτυλο τον άλλον. Για να αλλάξει η σημερινή κατάσταση χρειάζονται ρήξεις, οι ρήξεις προϋποθέτουν κοινωνική στήριξη και εδώ αναγνωρίζουμε τις δικές μας ευθύνες.
* Καθηγητής Νομικής στο ΑΠΘ
Εκτύπωση στις: 2024-12-03
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1266