Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Επαρση ή περισυλλογή για την ελληνική οικονομία;

Δημήτρης Α., Σακκάς

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2023-04-24


Ενα φάντασμα πλανάται πάνω από την Ελλάδα, το φάντασμα του ελλείμματος εμπορικών συναλλαγών με το εξωτερικό (εμπορικό έλλειμμα).

Ενόψει της επιταχυνόμενης από την κυβέρνηση εφαρμογής της κοινωνικά παραπλανητικής θεωρίας του Πολιτικού Συγκυριακού Κύκλου (βλέπε σχετικά «Εφ.Συν.» 2/1/2023), είναι σκόπιμο να γίνει συνοπτική αναφορά στον καταλυτικό ρόλο της πάγιας ελλειμματικής σχέσης εξαγωγών - εισαγωγών για τη μελλοντική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας.

Με την επιβολή στις αρχές της δεκαετίας του 1950 μιας αναπτυξιακής στρατηγικής που απέκλειε τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας και υποστήριζε την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα και της ελαφριάς βιομηχανίας καταναλωτικών κυρίως αγαθών, τέθηκε επιτακτικά το πρόβλημα της χρηματοδότησης του συνεχώς αυξανόμενου εμπορικού ελλείμματος.

Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις πριν από την πλήρη ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. αντιμετώπιζαν αυτό το πρόβλημα με όλα τα διαθέσιμα τότε μέσα (δασμοί, υποτιμήσεις της δραχμής, έλεγχοι συναλλάγματος, εργατικά εμβάσματα κ.λπ.). Με τη χρήση αυτών των μέσων καλυπτόταν μεν το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα, παρέμενε όμως ουσιαστικά άθικτη η δομική προέλευση αυτού του ελλείμματος.

Οι κυβερνήσεις που άσκησαν την εξουσία μετά την είσοδο της χώρας ως πλήρους μέλους στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη είχαν να αντιμετωπίσουν τόσο τον ενδοευρωπαϊκό ανταγωνισμό όσο και τον ανταγωνισμό τρίτων χωρών που ευνοούνταν από το κοινό ευρωπαϊκό δασμολόγιο.

Η Ελλάδα, με μια μεταποιητική βιομηχανία κλαδικά αποδιαρθρωμένη και τεχνικά εξαρτημένη, έναν μη ανταγωνιστικό γενικά αγροτικό τομέα και στερούμενη μέσων εθνικής νομισματικής και δασμολογικής πολιτικής, αδυνατούσε να εξασφαλίσει δι’ ιδίων μέσων τη χρηματοδότηση των αυξανόμενων εμπορικών ελλειμμάτων.

Οι δυνατότητες κάλυψής τους περιορίζονταν στις μεταβιβάσεις των κοινοτικών ταμείων, στις τουριστικές εισπράξεις και στον εύκολο δημόσιο δανεισμό. Εξαιτίας της αύξησης του δημόσιου χρέους κατά περίπου 190 δισ. ευρώ κατά τη δεκαετία του 2000 και της συνακόλουθης αδυναμίας χρηματοδοτικής κάλυψης του μεγάλου δημοσιονομικού ελλείμματος (2009-2010), οδηγήθηκε αναπόφευκτα η χώρα σε κατάσταση ουσιαστικής πτώχευσης το 2010.

Μετά την έκρηξη της κρίσης έγινε παραδεκτό ότι το εφαρμοζόμενο από τα κυβερνητικά κόμματα πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης έχρηζε ριζικής αναθεώρησης. Δεν έχει όμως ακόμη διευκρινιστεί το περιεχόμενο του υποτιθέμενου νέου προτύπου. Αν και έχουν παρέλθει 12 έτη από την έναρξη της κρίσης και 4 από την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, εξακολουθεί να λειτουργεί αναλλοίωτο το νεοφιλελεύθερο αναπτυξιακό πρότυπο και να εφαρμόζονται οι αντίστοιχες ουσιαστικά πολιτικές.

Η σημερινή κυβέρνηση θεωρεί, ως φαίνεται, την πτώχευση του 2010 ως ένα στιγμιαίο συγκυριακό ατύχημα, τις δε νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζει ως επιβεβλημένες. Αντί να συντάξει και εφαρμόσει ένα έκτακτο σχέδιο σταδιακής ανασυγκρότησης του αναποτελεσματικού εθνικού συστήματος παραγωγής με επακόλουθο τη βαθμιαία μείωση του επικίνδυνα αυξανόμενου εμπορικού ελλείμματος, επαίρεται προβάλλοντας τα «επιτεύγματά» της στον οικονομικό τομέα και συγκεκριμένα την αύξηση των εξαγωγών, των επενδύσεων και των τουριστικών εισπράξεων.

Μένει όμως ανεξήγητο και αναπάντητο πώς είναι δυνατόν, παρά τις πραγματικές αυξήσεις των τριών αυτών μεγεθών, να αυξάνεται συγχρόνως κατά μεγαλύτερο ποσοστό και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αγγίζοντας πρωτόγνωρα ποσοστά του ΑΕΠ.

Η απάντηση στο εύλογο αυτό ερώτημα βρίσκεται στο κλαδικά αποδιαρθρωμένο και τεχνικά εξαρτημένο παραγωγικό μας σύστημα και την υπερβολική περιεκτικότητα του μηχανισμού εθνικής παραγωγής σε εισαγωγές. Κάθε αύξηση της εγχώριας παραγωγής προϋποθέτει δυσανάλογη αύξηση των αναγκαίων για την πραγματοποίησή της εισαγωγών.

Εκτός των επενδυτικών αγαθών και πρώτων υλών, με εισαγόμενα προϊόντα καλύπτεται και σημαντικό τμήμα της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης. Λόγω ανυπαρξίας εθνικής παραγωγής το Δημόσιο αναγκάζεται να εισάγει από το εξωτερικό, μεταξύ άλλων, πανάκριβο στρατιωτικό εξοπλισμό, οι δε πολίτες σύγχρονα καταναλωτικά αγαθά, ακόμη και αγροτικά προϊόντα.

Το πάγιο και αυξανόμενο πλέον έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καλύπτεται όλο και περισσότερο από τον δανεισμό που οδηγεί σε περαιτέρω διόγκωση του ήδη υπέρογκου χρέους. Η σημερινή κυβέρνηση έχει αυξήσει σε ανησυχητικό βαθμό το ύψος του δημόσιου χρέους από 330 δισ. που παρέλαβε σε πάνω από 400 δισ. ευρώ σήμερα.

Δεδομένου ότι επίκειται η διακοπή έκτακτων χρηματικών μεταβιβάσεων από τα ευρωπαϊκά ταμεία τύπου Ταμείου Ανάκαμψης, της δυνατότητας χρήσης της ρήτρας διαφυγής και των ευκολιών σύναψης χαμηλότοκου δημόσιου δανεισμού, γι’ αυτό αποτελεί επιτακτική ανάγκη η ριζική ανασυγκρότηση του αναποτελεσματικού εθνικού παραγωγικού συστήματος προς ανάσχεση της αυξητικής τάσης του χρέους και τιθάσευση της ροπής προς δανεισμό για κάλυψη καταναλωτικών αναγκών.

Εάν, παρ’ όλα αυτά, συνεχιστεί να εφαρμόζεται το σημερινό νεοφιλελεύθερο αναπτυξιακό πρότυπο, τότε είναι αναπόφευκτη η περαιτέρω φτωχοποίηση της πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών και της ιδιαίτερα κατατρεγμένης νέας γενιάς. Παράλληλα υπάρχει ο κίνδυνος -αν δεν παρέμβουν πυροσβεστικά τα ευρωπαϊκά ταμεία- να επιπέσει εκ νέου η δαμόκλειος σπάθη της κοινωνικοοικονομικής κρίσης επί των κεφαλών των, ως συνήθως, ανυποψίαστων μισθωτών, συνταξιούχων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

* Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών


Εκτύπωση στις: 2024-04-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=13222