Δεν είμαι ειδικός στις διεθνείς σχέσεις, πολύ περισσότερο στα ελληνοτουρκικά. Αλλά με την ιδιότητα του ιστορικού, πάντοτε μου έκανε εντύπωση η μεγάλη στροφή που παρατηρείται στην ελληνική εξωτερική πολιτική με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Και οι εντυπώσεις αυτές μου έρχονται στο μυαλό κάθε φορά που ακούω σχόλια για τις επιλογές της κυβέρνησης, αλλά και τις αντιδράσεις της τελευταίας σε αυτές τις τοποθετήσεις.
Με δύο λόγια, η αντίληψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τα ελληνοτουρκικά στα αμέσως μεταπολιτευτικά χρόνια πατούσε σε έναν ρεαλισμό, ο οποίος εξαϋλώθηκε μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι απόψεις του τελευταίου, που διαμόρφωσαν συνειδήσεις αλλά και τις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής κατά τα επόμενα χρόνια, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Νέας Δημοκρατίας, δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την αντίληψη που θα «δικαίωνε πλήρως» την ελληνική πλευρά. Είναι χαρακτηριστικό της απόστασης που χώριζε τον Καραμανλή από τον Παπανδρέου ότι ο μεν πρώτος διαχειριζόταν τις ελληνικές σχέσεις έχοντας ως πρόταγμα τη ρεαλιστική άποψη ότι το Αιγαίο δεν είναι μόνο ελληνικό, ενώ ο δεύτερος κατευθυνόταν με βάση τον αφορισμό «δεν διεκδικούμε τίποτα, δεν εκχωρούμε».
Το αρχειακό υλικό που έχουμε στη διάθεσή μας είναι σαφές ως προς αυτό το σημείο. Πιο ειδικά, απευθυνόμενος στον Μπουλέντ Ετσεβίτ το 1978, ο Καραμανλής έλεγε: «Συμφωνώ πλήρως με όσα είπατε σχετικά με το ότι για να καταλάβει κανείς την άποψη του συνομιλητή του, πρέπει να μπει στη θέση του. Θέλω να σας πω ότι έναντι της Τουρκίας υιοθέτησα τέτοια στάση. Πιθανώς δεν διαβάσατε τις δηλώσεις που έκανα στη Βουλή μας. Οταν η αντιπολίτευση πήρε μια ακραία στάση για τα προβλήματα που επηρεάζουν τις σχέσεις μας, τους είπα στη Βουλή ότι το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη. Είπα επίσης ότι στο Αιγαίο υπάρχουν χωρικά ύδατα και ενόψει αυτής της καταστάσεως η Τουρκία έχει ορισμένα δικαιώματα στο Αιγαίο. Πάνω στην ίδια γραμμή, επέδειξα επίσης ότι η Τουρκία έχει ορισμένα δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου».
Είναι σαφές ότι η αντίληψη του Α. Παπανδρέου δεν άφηνε κανένα περιθώριο για διαπραγματεύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, σε αντίθεση με τον Καραμανλή που ξεκινούσε έχοντας απόλυτη συνείδηση της πραγματικότητας των διεθνών σχέσεων, αλλά και του συσχετισμού δυνάμεων στην περιοχή. Δεν μπορώ παρά να μεταφέρω τα όσα ανέφερε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε ομιλία του στη Βουλή στις 16 Μαρτίου 1978: «Αλλά, κύριοι βουλευταί, την διένεξη, κάθε διένεξη μπορεί να τη δημιουργήσει οποιοσδήποτε διαφωνών μαζί σας, αμφισβητών το δίκιο σας και επιθυμών να σας αδικήσει. Από τη στιγμή αυτή δημιουργείται πρόβλημα, το οποίο δεν μπορείτε να αγνοήσετε. Είστε υποχρεωμένος να το αντιμετωπίσετε… Αλλο θέμα είναι με ποιο τρόπο θα το αντιμετωπίσετε. Αλλά δεν δύνασθε να αγνοήσετε την ύπαρξη του προβλήματος… Είναι λοιπόν αβάσιμο το επιχείρημα του κ. Παπανδρέου ότι, επειδή πιστεύουμε ότι έχει άδικο η Τουρκία, δεν έχουμε λόγους να ασχολούμεθα μαζί της».
Οι απόψεις του Καραμανλή στην πορεία του χρόνου εγκαταλείφθηκαν και το σύνολο του πολιτικού συστήματος προσανατολίστηκε προς τη μετατροπή των ελληνοτουρκικών σε εγχώριο πολιτικό πρόβλημα. Και βεβαίως στην πορεία του χρόνου η θέση της χώρας απέναντι στην Τουρκία αποδυναμώθηκε και τα ζητήματα που απασχολούσαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αυξήθηκαν.
Ακούγοντας τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης πρόσφατα στο θέμα της Κάσου, ομολογώ ότι για μία ακόμη φορά λυπήθηκα για τη μικρόνοια των πολιτικών μας ηγεσιών, από την άλλη συνειδητοποίησα ότι οι λύσεις στα ελληνοτουρκικά θα συνεχίσουν να απομακρύνονται με μεγάλο κόστος για τη χώρα μας. Και μου έρχεται ξανά στο μυαλό ο αφορισμός του Καραμανλή: «Προσβάλλει κάποιος χωρίς να έχει το δικαίωμα μια διαθήκη σε βάρος των πραγματικών κληρονόμων. Και καταφεύγει στα δικαστήρια. Είναι δυνατόν, διότι σεις πιστεύετε ότι βρίσκεται εν αδίκω, να αγνοήσετε το γεγονός ότι, αν δεν προσέλθετε στο δικαστήριο, ημπορεί να εκδοθεί απόφαση εις βάρος σας;».
Νομίζω ότι το κείμενο αυτό θα μπορούσε να κλείσει κατά τον καλύτερο τρόπο με τα λόγια ενός σπουδαίου Ελληνα διπλωμάτη, του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου, που θέτει το πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, κατά τη γνώμη μου, χωρίς περιστροφές. Να επισημάνω ότι πρόκειται για λόγια ειπωμένα το 2005: «α. Παρουσιάστηκαν ήδη και ίσως οξυνθούν νέες μορφές εξωτερικών απειλών, όπως η τρομοκρατία και η λαθρομετανάστευση, αλλά και άλλες, λιγότερο ορατές, όπως τα θέματα περιβάλλοντος και ενέργειας, που έχουν όλα το κοινό χαρακτηριστικό ότι ξεπερνούν τα παραδοσιακά τείχη του εδαφικού συνόρου και επιβάλλουν νέου είδους διεθνείς συνεργασίες για να αντιμετωπιστούν, β. Η μελλοντική πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι αβέβαιη, ακόμη θα έλεγε κανείς και προβληματική. Πρέπει να διαμορφώσουμε στη σκέψη μας εναλλακτικές διαδρομές, τακτικές και στρατηγικές για τις ενδεχόμενες εξελίξεις μέσα στην Ενωση, γ. Σε άμεσο συσχετισμό με την πορεία της Ε.Ε. βρίσκονται και τα ερωτηματικά σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξη τόσο μέσα στην Τουρκία όσο και στις σχέσεις με την Ενωση και με τη χώρα μας, δ. Και τέλος, να ξεκαθαρίσουμε με την κυπριακή πλευρά τι ειλικρινά επιθυμούν και επιδιώκουν σχετικά με το μέλλον του νησιού, γιατί το “Οχι” του δημοψηφίσματος αφήνει αμφιβολίες ως προς τις πραγματικές επιδιώξεις της κυπριακής ηγεσίας».
Ολα αυτά αποτελούν «τροφή για σκέψη», αλλά δύσκολα περιμένει κανείς να ξεφύγει η ελληνική εξωτερική πολιτική από την παγίδα στην οποία έχει πέσει εδώ και πολλά χρόνια.
Εκτύπωση στις: 2024-12-06
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=13618