Γιατί είναι τόσο χαμηλοί οι μισθοί, γιατί είμαστε στην τελευταία θέση των 27, κάτω και από τη Βουλγαρία, με κριτήριο το μέσο ωρομίσθιο σε όρους αγοραστικής δύναμης; Μα, γιατί περάσαμε μια υπερδεκαετή οικονομική κρίση που μας πήγε πολύ πίσω, είναι η κυβερνητική -και όχι μόνο- απάντηση. Δοκιμάστε να βάλετε στη θέση της δυο άλλες ερωτήσεις: Γιατί είμαστε στην τελευταία θέση μεταξύ των 27 όσον αφορά τις τιμές κατοικίας και τα ενοίκια και τις αυξήσεις τους; Ή, μία άλλη: Γιατί είμαστε στην τελευταία θέση των 27 με κριτήριο το ύψος και την αύξηση των κερδών; Αν, πάλι, δυσκολεύεστε να φανταστείτε τέτοιες ερωτήσεις, δεν θα έχετε άδικο.
Αφενός, γιατί, σε αντίθεση με την πρώτη, αυτές οι ερωτήσεις δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Η οικονομική κρίση δεν εμπόδισε ούτε τις αξίες γης να αναπληρώσουν τις απώλειές τους ούτε τα επιχειρηματικά και άλλα κέρδη να καλύψουν γοργά την υστέρησή τους. Αντιθέτως, οι τιμές των ακινήτων μάλλον έχουν εκτοξευτεί ενώ τα κέρδη, ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια, σημειώνουν ιστορικά ρεκόρ. Αφετέρου, γιατί θα ήταν αδιανόητο να είναι οι τιμές ακινήτων, τα νοίκια και τα κέρδη καθ’ ημάς συγκριτικά πιο μικρά από εκείνα της Βουλγαρίας. Η υπερδεκαετής κρίση δεν θα ήταν πειστική εξήγηση για να μην έχει πέσει (να μην έχουν ρίξει…) την οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Βεβαίως, οι διαφορετικές τροχιές της αξίας της εργασίας και των αξιών ακινήτων κι επιχειρήσεων, καταρχήν πυροδοτούνται από το ίδιο το σύστημα της αγοράς. Η αγορά δεν έχει ως αποστολή να κατανέμει δίκαια τους πόρους, αλλά να αποδίδει όσο γίνεται περισσότερους σε όσους έχουν ιδιοκτησίες με αξία και, μάλιστα, ανάλογα με την αξία που η ίδια τους προσδίδει, γιατί η αγορά μία και μόνη κατηγορία δικαιωμάτων αναγνωρίζει: Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Η αλήθεια είναι ότι δεν τα κατάφερε μόνη. Της στάθηκε η κυβέρνηση. Ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός κερδών και η παγίδευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ήταν δύο κεντρικοί πυλώνες αυτής της βοήθειας.
Τα περί πληθωρισμού κερδών είναι γνωστά –η αγορά, άλλωστε, δεν αφήνει να ξεχαστούν. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, πάλι, είναι κλινικά νεκρές. Για να αναβιώσουν, θα έπρεπε να είχε κόστος όποια επιχείρηση αρνιόταν να έρθει σε διαπραγμάτευση (ενδεχομένως με τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία), να διευρυνόταν η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων και να έπαυε ο κατώτατος μισθός να είναι φιλανθρωπικού χαρακτήρα παραχώρηση της κυβέρνησης και να επέστρεφε στο πεδίο της κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Η ΕΕ ορίζει ότι συλλογικές συμβάσεις πρέπει να καλύπτουν το 80% των μισθωτών. Καθ΄ ημάς καλύπτουν το 15%. Ουραγοί κι εδώ…
Αποτέλεσμα είναι ότι το ένα τρίτο των μισθωτών έχουν μισθό κάτω από 800 ευρώ μικτά και το 53% έχουν μικτό μισθό έως 1.000 ευρώ, κι απ’ ό,τι μένει αφαιρείται 24% ΦΠΑ προς τιμήν της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Ενώ τα κέρδη, από 40,70% του ΑΕΠ το 2019 ανέβηκαν στο 45,10% το 2023. Υπηρετείται έτσι η ανάπτυξη; Μάλλον όχι. Η γενικευμένη, ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία παρεμποδίζει την αλλαγή οικονομικού μοντέλου, καθώς διαχέει τα κέρδη σε κάθε «ατσίδα» ενώ η αλλαγή μοντέλου προϋποθέτει κάποιας μορφής προνομιακή ενίσχυση της κερδοφορίας τομέων υψηλής παραγωγικότητας και σύγχρονης τεχνολογίας. Και διώχνει εκτός συνόρων μεγάλο μέρος της μορφωμένης μισθωτής εργασίας, που δεν αντέχει να συνεχίσει να μένει εδώ.
Γιατί βαδίζουμε έτσι; Ίσως είναι θέμα συσχετισμών δύναμης. Η μισθωτή εργασία (δυστυχώς, όχι μόνο στην Ελλάδα…) έχει περιέλθει σε δεινή θέση, τόσο σε συνδικαλιστικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Τα συνδικάτα είναι αποδεκατισμένα και δεν φοβίζουν κανέναν, η προνομιακή στήριξη των συμφερόντων της δεν εγγράφεται στο κομματικό σύστημα της χώρας -που, άλλωστε, κι αυτό τελεί υπό ρευστοποίηση. Προς επίρρωση, λες, της εκτίμησης ότι τις συναινέσεις τις οικοδομεί η ανάγκη, τις επιβάλλουν οι συσχετισμοί, και ότι επιτυγχάνονται όταν το κόστος για όλους φαίνεται εξαιρετικά δυσβάστακτο αν δεν επιτευχθούν, η αδυναμία του κόσμου της μισθωτής εργασίας έχει αντίκρυ της το χάος: Τις εκρηκτικές ανισότητες.
Η αντιμετώπισή τους είναι το κεντρικό στοίχημα για οποιοδήποτε άξιο λόγου πολιτικό εγχείρημα, πλέον. Οι ικανότητες κι οι αντοχές του θα δοκιμαστούν σε μεγάλες, δύσκολες συγκρούσεις.
Εκτύπωση στις: 2024-12-06
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=13625