Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ακυρα τα συμβόλαια της μονής

Μιχάλης, Σταθόπουλος

Αυγή της Κυριακής, 2008-10-05


Στην υπόθεση των κτηματικών συναλλαγών της Μονής Βατοπεδίου σε σχέση με τη λίμνη Βιστονίδα ανακύπτουν τα ερωτήματα (πέρα από τις τυχόν ποινικές ευθύνες), αν η μονή είχε ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη λίμνη και τις παραλίμνιες περιοχές και αν ήταν νόμιμες οι ανταλλαγές που έγιναν με ακίνητα του Δημοσίου.

1 Η μονή επικαλείται βυζαντινά χρυσόβουλα, που όμως δεν μπορεί να έχουν σήμερα καμιά ισχύ ως τίτλοι ιδιοκτησίας.

Αν αναγνωρίζονταν ως τέτοιοι στο βυζαντινό δίκαιο, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι την αναγνώριση αυτή αποδέχθηκε και η επόμενη κρατική κυριαρχία στην περιοχή (η οθωμανική) και, ιδίως, αν οι ιδιοκτησιακές σχέσεις έμειναν αδιατάρακτες υπό το νομοθετικό καθεστώς του νέου ελληνικού κράτους.

Η έρευνα του κύρους των βυζαντινών χρυσόβουλων στη νεότερη εποχή είναι, πάντως, περιττή, εφόσον η μονή δεν ασκούσε στην εποχή αυτή νομή στις αμφισβητούμενες εκτάσεις (πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν ανεχόταν τη νομή εκεί εγκατεστημένων προσφύγων). Η όψιμη διεκδίκηση των ακινήτων, που βρίσκεται σε αντίφαση με προηγηθείσα μακροχρόνια απραξία, συνεπάγεται (ανεξάρτητα από άλλους λόγους απώλειας της ιδιοκτησίας) κατά το αστικό μας δίκαιο πλήρη αποδυνάμωση του τυχόν προϋπάρχοντος δικαιώματος.

2 Γράφτηκε ότι η μονή, αν δεν δικαιωθεί ως προς το ιδιοκτησιακό στη Ελλάδα, θα μπορεί να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως είχαν προσφύγει μονές μετά το νόμο Τρίτση του 1987 και δικαιώθηκαν. Αποσιωπάται, όμως, ότι ο λόγος για τον οποίο δικαιώθηκαν τότε οι μονές ήταν μόνο το ότι ο νόμος Τρίτση δεν τους αναγνώριζε το δικαίωμα να αποδεικνύουν την ιδιοκτησία τους όχι μόνο βάσει τίτλων αλλά και βάσει πολυχρόνιας νομής, όπως ισχύει κατά τα λοιπά στην ελληνική έννομη τάξη. Αν η μονή ούτε ισχυρούς τίτλους ούτε μακροχρόνια νομή έχει υπέρ εαυτής, δεν την ωφελεί η επίκληση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

3 Τα παραπάνω ισχύουν για την παραλίμνια έκταση των 27.000 στρεμμάτων. Γιατί η ίδια η λίμνη και, άρα, οι όχθες της είναι κοινόχρηστο πράγμα και, επομένως, εκτός συναλλαγής. Δεν μπορούσε να μεταβιβασθεί.

Η μονή, όμως, μεταβίβαζε, παράνομα, τμηματικά κάθε φορά και ορισμένα χιλιοστά της κοινόχρηστης λίμνης!

Το συμπέρασμα είναι ότι τα συμβόλαια ανταλλαγής τμημάτων της λίμνης και της παραλίμνιας περιοχής με ακίνητα του Δημοσίου είναι αυτοδικαίως άκυρα στο μέτρο που η μονή προσέφερε ακίνητα που δεν της ανήκαν, αλλά και λόγω κοινοχρησίας (ως προς τη λίμνη).

Η ακυρότητα σημαίνει ότι η μονή δεν απέκτησε τα ακίνητα του Δημοσίου, αλλά ούτε και η υπεράκτια εταιρεία που αγόρασε ένα από τα ανταλλαγέντα από τη μονή αντί 41.000.000 ευρώ, αφού δεν μπορούσε να αποκτήσει ακίνητο από μη κύριο, ανεξάρτητα από την καλή ή κακή πίστη της.

4 Οι πράξεις της διοίκησης (υπουργικές αποφάσεις κ.λπ.), στο μέτρο που αναγνωρίζουν ανύπαρκτη κυριότητα της μονής είναι (πέρα από τις τυχόν ποινικές ευθύνες) παράνομες και πρέπει να ανακληθούν.

Η ανάκληση, λόγω της πολιτικής βαρύτητας του θέματος, θα μπορούσε να προβλεφθεί και με νόμο. Αν η υπουργική έγκριση είναι προϋπόθεση του κύρους της ανταλλαγής και όχι μόνο εσωτερική διαδικασία που ενδεχομένως δημιουργεί πειθαρχική ή ποινική ή αστική (προς αποζημίωση) ευθύνη (ζήτημα που δεν μπορεί να εξεταστεί εδώ), η ανάκλησή της θα είναι πρόσθετος λόγος ακυρότητας της ανταλλαγής.

5 Υπάρχει, όμως, και άλλος, αυτοτελής λόγος ακυρότητας της ανταλλαγής: Η υπέρμετρη δυσαναλογία της αξίας των ανταλλαγέντων ακινήτων εις βάρος του Δημοσίου (όχι σε βάρος ιδιώτη, όπου δικαιολογείται μεγαλύτερη ανοχή στη δυσαναλογία). Το Δημόσιο εκπροσωπεί το γενικό συμφέρον και δεν δικαιούται να χαρίζει τη δημόσια περιουσία. Συμβάσεις όπου υπάρχει έντονο το δημόσιο συμφέρον πρέπει να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη αυστηρότητα.

Ανταλλαγή που επιφέρει στο Δημόσιο πολλαπλάσιες απώλειες από το όφελος που αποκομίζει είναι αντικειμενικά καταπλεονεκτική και δεν γίνεται ανεκτή από τις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και δημόσιας τάξης, από αυτό δηλαδή που ο αστικός μας κώδικας ονομάζει χρηστά ήθη. Είναι μια από τις περιπτώσεις όπου η ηθική εισέρχεται στο δίκαιο. Συνέπεια της αντίθεσης μιας σύμβασης στα χρηστά ήθη είναι η αυτοδίκαιη ακυρότητά της.

6 Υστερα από τα παραπάνω, αυτό που η πολιτεία μπορεί και, κατά τη γνώμη μου, οφείλει να πράξει, είναι:

*Να ασκήσει αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας των ανταλλαγών από το δικαστήριο, θεσπίζοντας ενδεχομένως με νόμο (γι’ αυτήν την περίπτωση και για άλλες όμοιες περιπτώσεις εξαιρετικής φύσης, με έντονο το δημόσιο συμφέρον) επιτάχυνση της σχετικής διαδικασίας, π.χ. εκδίκαση κατά προτεραιότητα, ίσως απευθείας από το εφετείο, όπως αντίστοιχα προβλέπεται ήδη και για ποινικές δίκες.

*Ευκταίο, φυσικά, θα ήταν (ιδίως γι’ αυτούς που αγαπούν το Αγιο Ορος και κήδονται του κύρους του) να δεχθεί η μονή την οικειοθελή και χωρίς δίκες σύμπραξή της με το Δημόσιο στην ανάκληση των ανταλλαγών με νέα συμβολαιογραφική πράξη και να επιστρέψει στους τρίτους αγοραστές τα εισπραχθέντα τιμήματα. Ετσι θα επανερχόμασταν στην αφετηρία, δηλαδή στο αν και ποια δικαιώματα έχει η μονή στη Βιστονίδα.

*Να ανακαλέσει (η Πολιτεία) τις διοικητικές πράξεις αναγνώρισης της ιδιοκτησίας της μονής σε όσες περιπτώσεις πράγματι δεν υπάρχει ή είναι αμφίβολη η ιδιοκτησία της, ανάκληση που θα μπορούσε, όπως ειπώθηκε, να προβλεφθεί και με νόμο. Θα είναι, τότε, θέμα της μονής να προσφύγει ενδεχομένως στα δικαστήρια, αν νομίζει ότι έχει ιδιοκτησιακά δικαιώματα περισσότερα από όσα δέχεται το Δημόσιο.

7 Μια τελευταία παρατήρηση ειδικά για την ποινική πλευρά του ζητήματος: Η διεξαγόμενη δικαστική διερεύνηση για αναζήτηση ποινικών ευθυνών μπορεί και πρέπει, νομίζω, να συμπεριλάβει και εξέταση ως μαρτύρων των υπουργών και υφυπουργών που αποδέχθηκαν εισηγήσεις των εμπλεκόμενων στην υπόθεση Συμβουλίων.

Το Σύνταγμα απαγορεύει την εξέτασή τους ως υπόπτων και όχι ως μαρτύρων που μπορεί να διαλευκάνουν την υπόθεση. Αν από τη μαρτυρική κατάθεσή τους προκύψουν ενδείξεις ευθύνης τους, τότε και μόνο τότε οι δικαστικές αρχές οφείλουν να διαβιβάσουν το σχετικό φάκελο στη Βουλή.

* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εκτύπωση στις: 2024-12-03
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=2863