Οι φωτιές, η εξέγερση, ο λαϊκισμός

Ανταίος, Χρυσοστομίδης

Αυγή της Κυριακής, 2008-12-14


Και να θέλει κανείς, δεν μπορεί να μην αναφερθεί στα γεγονότα που μας συγκλόνισαν την εβδομάδα που μας πέρασε. Κι ήταν τα γεγονότα αυτά τόσο ιδιαίτερα, που όσα κι αν ακούσαμε, όσα κι αν διαβάσαμε, μένει πάντα χώρος για κάποιους επιπλέον προβληματισμούς. Να επιχειρήσουμε εδώ μια κωδικοποίηση των προβλημάτων που, κατά τη γνώμη μου, αναδύθηκαν και αναδείχθηκαν περισσότερο από τη στιγμή εκείνη που, στα καλά καθούμενα, ένας «ράμπο» αστυνομικός ύψωσε το όπλο του αναίτια και σκότωσε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί. Ό,τι ακολούθησε είναι ήδη ιστορία, μια ιστορία για την οποία κανείς μας δεν μπορεί να είναι υπερήφανος, σε όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκει, σε όποια πολιτική παράταξη κι αν αναγνωρίζεται - αν αναγνωρίζεται σε κάποια παράταξη.

Η αστυνομία. Η ελληνική αστυνομία δεν υπήρξε ποτέ φιλική προς τους Έλληνες πολίτες. Δεν ένιωσε ποτέ να είναι στην υπηρεσία τους, δεν συμμορφώθηκε ποτέ με τις απαιτήσεις τους, δεν προσαρμόστηκε ποτέ με τις ανάγκες τους. Δεν ξέρω πότε ακριβώς ξεκίνησε το κακό (ήδη στη δεκαετία του ’30 η βαναυσότητά της, σε σύγκριση με τις αστυνομίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ήταν παροιμιώδης), σίγουρα όμως η μετεμφυλιακή της λειτουργία την έκανε να είναι περισσότερο όργανο πολιτικής (και κομματικής) καταστολής παρά υπηρεσία κοινής ωφέλειας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι αστυνομικοί (συνήθως φτωχοί άνθρωποι, από την περιφέρεια, με το όνειρο μιας σταθερής δημοσιοϋπαλληλικής θέσης) να «τρομπάρονται» και να αποκτούν το ύφος του τσαμπουκά, του ξεχωριστού, του άρχοντα που έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου στους υποτελείς του. Η χούντα χειροτέρεψε τα πράγματα, οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις διόρθωσαν κάπως το κλίμα, αλλά η ουσία δεν άλλαξε: η ελληνική αστυνομία δεν αγαπάει τους Έλληνες και οι Έλληνες δεν αγαπούν την ελληνική αστυνομία.

Οι κουκουλοφόροι. Συμβιώνουμε μαζί τους εδώ κι αρκετά χρόνια. Σύμφωνα με το λεξιλόγιο των κομμάτων της αριστεράς, οι κουκουλοφόροι υπήρξαν κατά σειρά προβοκάτορες, πράκτορες της αστυνομίας, μικρή απομονωμένη ομάδα αναρχικών ταραξιών, επαναστατημένα παιδιά που βρίσκονται μπροστά σε κοινωνικά και προσωπικά αδιέξοδα. Όπως όμως κατά καιρούς και να τους ονομάζουμε, οι κουκουλοφόροι εξακολουθούν να είναι ένα (πολιτικό) μυστήριο. Μια χούφτα άνθρωποι, τους οποίους αποκλείεται να μην ξέρει η αστυνομία, και οι οποίοι κάθε φορά δρουν ανενόχλητοι, με τη φανερή ανοχή της. Δεν είναι η πρώτη φορά που καίνε την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη (δείχνοντας ιδιαίτερη αδυναμία όχι μόνο στις τράπεζες και στα μαγαζιά αλλά και στις βιβλιοθήκες) και, αν συνεχιστεί το ίδιο βιολί, δεν θα είναι η τελευταία. Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός τους αυξάνεται, αφού η ακραία τους τοποθέτηση και δράση μαγεύει και προσηλυτίζει κάποιους νεαρούς που νιώθουν να πνίγονται από το σύστημα. Στα γεγονότα που ζήσαμε αυτές τις μέρες οι κουκουλοφόροι που έκαιγαν και έσπαζαν τα πάντα στο πέρασμά τους δεν ήταν μόνο οι κλασικοί αντιεξουσιαστές των Εξαρχείων αλλά και καλόπαιδα από το Ψυχικό και το Κολωνάκι, όπως και δεκαπεντάχρονοι μαθητές από πιο λαϊκές γειτονιές της Αθήνας, γόνοι μικροαστικών οικογενειών που εκπλήσσονται με όσα βλέπουν στις τηλεοράσεις. Τι σημαίνει αυτό; Πως καταφέραμε να κάνουμε στο μυαλό τους την κουκούλα επαναστατικό σύμβολο, όπως ήταν κάποτε το σφυροδρέπανο. Και το κάψιμο του μαγαζιού του πατέρα και του θείου τους, μεγάλη επαναστατική πράξη.

Η εξέγερση. Μήπως όμως βρισκόμαστε πράγματι σε μια, δεν λέω προεπαναστατική, αλλά έστω σε εγκυμονούσα μεγάλες αλλαγές, κατάσταση και, εμείς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει; Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως όλοι μας, γέροι και νέοι, εργαζόμενοι και άνεργοι, αριστεροί και δεξιοί, είμαστε απογοητευμένοι πολίτες μιας απογοητευτικής χώρας. Απογοητευμένοι πολίτες σε μια χώρα όπου οι πραγματικές αξίες είναι το να είσαι λαμόγιο, να κλέβεις, να κοροϊδεύεις, να μην πληρώνεις την εφορία, να μη σέβεσαι τον διπλανό σου, να μη σέβεσαι το περιβάλλον. Απογοητευμένοι πολίτες με κυβερνήσεις που εδώ και χρόνια ζητάνε από τους Έλληνες μονάχα θυσίες, που κλέβουν ασύστολα, που υποκρίνονται πως κάνουν μεταρρυθμίσεις, που υποκρίνονται πως θέλουν να πατάξουν τη διαφθορά, κι όμως μόνο τη διαφθορά γιγαντώνουν χωρίς να έχουν την παραμικρή τσίπα. Κι αυτή την απογοήτευση τη νιώθουν περισσότερο οι νέοι. Που, βεβαίως, όπως συμβαίνει πάντα σε κάθε νέα γενιά, θα ήθελαν να τα αλλάξουν όλα, ίσως να τα σπάσουν όλα, να τα κάψουν όλα. Σύμφωνοι. Μόνο που η λαϊκή αυτή δυσαρέσκεια αρχίζει και γίνεται πρόβλημα, όταν κινείται χωρίς πολιτικούς στόχους, χωρίς καμιά καθοδήγηση, κανέναν έλεγχο. Αρχίζει και γίνεται πρόβλημα όταν σπάζει μαγαζιά για να κλέψει γυαλιά Πράντα και Αρμάνι -κι ύστερα να ρίξει την ευθύνη στους ξένους μετανάστες. Ποιος θα εξηγήσει σε αυτά τα παιδιά ότι το να κλέβουν Πράντα δεν σημαίνει πως παλεύουν εναντίον του συστήματος αλλά πως απλώς προετοιμάζουν τον εαυτό τους για να γίνουν οι καταπιεστές της αύριον, οι αυριανοί θεματοφύλακες του συστήματος που σήμερα βρίζουν; Ποιος;

Η κυβέρνηση. Η ανταπόκριση -νομίζω του BBC- τα έλεγε όλα: «Οι Έλληνες αγκιστρώνονται στην εξουσία, καμιά κυβέρνηση δεν παραιτείται, όσο απελπιστική κι αν είναι η κατάσταση». Η Αθήνα να καίγεται τέσσερις μέρες, η κυβέρνηση να είναι ουσιαστικά άφαντη, εγκλωβισμένη στο δίλημμα «ένας πιθανός νεκρός ακόμα ή φωτιές;», λες και δεν υπήρχε μέσος δρόμος. Τρομοκρατημένη περισσότερο κι από τους ίδιους τους πολίτες, η κυβέρνηση Καραμανλή έδειξε για μια ακόμα φορά ότι δεν έχει ιδέες, δεν έχει σχέδιο, δεν έχει ικανούς ανθρώπους να διευθύνουν. Την Ελλάδα ως ακυβέρνητο καράβι είχαμε ξαναδεί στη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή. Το καλοκαίρι όμως, με τις φωτιές, η κυβέρνηση κατάφερε τελικώς να ορθοποδήσει, παρά τις τρομακτικές ελλείψεις που παρουσίασε και παρά τις γελοίες εκείνες θεωρίες ότι τις φωτιές τις έβαζαν οι αναρχικοί. Τώρα που τις φωτιές έβαλαν πράγματι οι αναρχικοί, η κυβέρνηση δεν βρήκε τίποτα, μα τίποτα, να πει ή να κάνει. Βλέπετε, δεν πετυχαίνει πάντα η ίδια συνταγή, ιδιαίτερα αν ο μάγειρας την πρώτη φορά ήταν απλώς τυχερός.

Οι αντιφάσεις. Σε πρώτο πλάνο πάλι οι τηλεοράσεις. Καταλογίζουν στην αστυνομία ότι δεν κάνει τίποτα, ταυτόχρονα διαμαρτύρονται όταν ένας αστυνομικός πετάξει μια πέτρα. Κλαίνε και οδύρονται για τις χαμένες περιουσίες και για το πόσοι άνθρωποι θα μείνουν χωρίς δουλειά και ταυτόχρονα κάνουν στις κουτσομπολίστικες εκπομπές εύκολες αναλύσεις για το δίκιο των διαδηλωτών. Βρίζουν (και ορθώς) τον συνήγορο του αστυνομικού που πυροβόλησε, και τη λογική που τον διακατέχει, ξεχνώντας ότι αυτές οι ίδιες τον έκαναν βεντέτα, αυτές οι ίδιες τον χειροτόνησαν εκφραστή της κοινωνικής αισθητικής μας. Θέλουν τα σχολεία ανοιχτά και να λειτουργούν, και ταυτόχρονα πλέκουν με εύκολους λυρισμούς το εγκώμιο των μαθητών που προχωράνε σε απεργιακές κινητοποιήσεις και καταλήψεις. Τι είπα; Οι τηλεοράσεις; Λάθος. Είναι η ελληνική οικογένεια αυτή που είναι σε κρίση, που δεν ξέρει τι θέλει, που δεν ξέρει πώς να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά της, που δεν μπορεί να θέσει στόχους, όρια, προοπτικές. Που κινείται με την ίδια ευκολία ανάμεσα στον πιο συντηρητικό και πουριτανικό συντηρητισμό και την πιο εύκολη επαναστατοφλυαρία. Είναι η ελληνική οικογένεια που κινεί τη λογική της ιδιωτικής τηλεόρασης, αυτή που καθρεφτίζεται στις αντιφάσεις της.

Η καταδίκη. Τα κόμματα, όλα, καταδίκασαν τη βία. Ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν. Όμως δεν αρκεί. Μένει, τώρα, να κοιτάξουν λίγο βαθύτερα και να βρουν τι είναι αυτό που τη γεννάει. Μένει να ψάξουν να δουν τις συνέπειες της πολιτικής που ασκούν. Αυτό, όμως, σημαίνει άμεση εγκατάλειψη του λαϊκισμού που -όλοι το ξέρουμε αλλά και όλοι το ξεχνάμε- είναι το σήμα κατατεθέν της ελληνικής πολιτικής ζωής.

Το κουφάρι. Στην οδό Μπενάκη, το κουφάρι ενός καμένου αυτοκινήτου μένει αναποδογυρισμένο στη μέση του δρόμου. Κανείς από τον δήμο δεν έρχεται να το σηκώσει για έξι ολόκληρες μέρες. Ο κόσμος περνάει, το χαζεύει, συνοφρυώνεται, χαμογελάει, κουνάει το κεφάλι του, βγάζει φωτογραφίες. Σκέφτομαι ότι αφού έμεινε εκεί τόσες μέρες, θα μπορούσε να μείνει για πάντα. Ως μνημείο αυτού που είμαστε.

Εκτύπωση στις: 2024-04-30
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3053&export=html