Πανδημία λαϊκισμού
Ανδρέας, Πανταζόπουλος
Το Βήμα, Νέες Εποχές, 2009-05-03
Φαίνεται πως τίποτα δεν μπορεί να ταράξει τον χρόνιο εθισμό της μικρής μας κοινότητας στα ανακυκλούμενα και αλληλο-ενισχυόμενα εμφυλιοπολεμικά πάθη της. Εναγκαλισμένοι με τις αντιμαχίες μας, προσηλωμένοι δηλαδή στις εσωτερικές μας μικροέριδες, που τους προσδίδουμε χαρακτήρα μείζονος διακυβεύματος, οδεύουμε μακαρίως προς τον επίγειο παράδεισό μας, που δεν είναι παρά η άλλη όψη της κόλασης του αντιπάλου μας. Η καταγγελία αυτού του αντιπάλου, ακόμη περισσότερο η καταδίκη του, σε κάθε περίπτωση ο ηθικός στιγματισμός του μοιάζει να αποτελούν το διαβατήριο της δικής μας επιτυχίας. Εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι μοιάζουν να μην μπορούν να υπάρξουν έξω από τον μύθο του σκανδάλου ως κινητήριου μοχλού της ίδιας της ιστορίας, σε κάθε περίπτωση της δικής τους ιστορίας. Αέναη επιστροφή στο ίδιο. Το βασικό ερώτημα όμως είναι τούτο: πώς μπορεί κανείς να αποδράσει από τον πνιγηρό ενάρετο κύκλο του ηθικού στιγματισμού, της ιερής συκοφαντίας του άλλου, της αποκαρδιωτικής αποκαλυψιακής συνθήκης που συνομολογούν καθημερινά τα τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, δέσμια σε μεγάλο βαθμό σκληρών κομματικών στρατηγικών, χωρίς ταυτόχρονα να παραγνωρίζεται το μείζον θεσμικό έλλειμμα που παράγει σκάνδαλα, και πάνω από όλα σκανδαλολογία;
Υπάρχει ένα στοιχείο συνέχειας και ένα άλλο στοιχείο τομής στην ελληνική πολιτική κουλτούρα που αφορά τη σημερινή λιτανική καταγγελία του «σκανδάλου», και που του προσδίδουν μια εκρηκτική ισχύ. Το στοιχείο της συνέχειας είναι, θα έλεγε κανείς, θρησκευτικού τύπου: η ηθική εξόντωση του πολιτικού αντιπάλου, η ατιμωτική ήττα του. Η λύτρωση των νικητών πρέπει να πατήσει πάνω στην ατίμωση των ηττημένων. Η ήττα πρέπει να είναι προϊόν της ατίμωσης, για να το ευχαριστηθούμε. Ηττημένοι καθ’ ότι ατιμασμένοι. Η μνησικακία στο φόρτε της. Το στοιχείο της τομής συνίσταται στην επίκληση της υπερνεωτερικής επιταγής της «διαφάνειας» που πρέπει να διέπει τις λειτουργίες των ταγών που υποχρεωτικά οφείλουν να κατοικούν στο κρυστάλλινο παλάτι τους, ορατοί και διαρκώς ελεγχόμενοι από τον λαό δικαστή. Εδώ, η ριζοσπαστική καθολίκευση της αρχής της διαφάνειας παίρνει ένα άρωμα ιδεολογίας και, έτσι, υποκαθιστά την παλιότερη, φιλελεύθερη στην προέλευσή της, αρχή του κοινού συμφέροντος. Και εδώ, με τον τρόπο του, το θρησκευτικό στοιχείο είναι παρόν: οι στομφώδεις ηθικολογικές διακηρύξεις, η αξιολόγηση των ηθικών δεξιοτήτων περνούν σε πρώτο πλάνο σε βάρος των καθαυτό πολιτικών στόχων.
Είναι αυτή η άρθρωση των δύο στοιχείων, ενός αρχαϊκού και ενός υπερμοντέρνου ή, αλλιώς, μια επικαιρική αναβίωση του αρχαϊκού ηθικολογικού προσανατολισμού που εκβάλλει τελικά σε απανωτά κύματα αποπολιτικοποίησης των διακυβευμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, τα πολιτικά κόμματα μετατρέπονται σε σύγχρονους συκοφάντες διαπαιδαγωγώντας με ομόλογο τρόπο πολλούς από εκείνους που τους ακολουθούν: πρόκειται για τις «αρνητικές μάζες», όπως τις έχει αποκαλέσει ο Ελίας Κανέττι, που δεν είναι άλλες παρά ένα αυτιστικό κοινωνικό σύνολο, εγγενώς ανίκανο να διαχειρισθεί πολιτικά την οποιαδήποτε δημοκρατική φιλοδοξία. Η λιτανική καταγγελία του «σκανδάλου» αποτελεί σήμερα την ψυχή του νέου υπερμοντέρνου λαϊκισμού, ένα είδος λαϊκιστικής πανδημίας που ενίοτε τρέπεται σε ακροδεξιές, αντιδημοκρατικές κατευθύνσεις.
Στην «προοδευτική» του εκδοχή, αυτός ο λαϊκισμός δαιμονοποιώντας την «εξουσία» (το σκάνδαλο είναι η «εξουσία») συμβάλλει αποφασιστικά σε ό,τι αυτός διαρκώς εξορκίζει: απομακρύνει ακόμη περισσότερο τους πολίτες από την πολιτική, κατασκευάζοντας, όπως πειστικά έχει υποστηριχθεί, το φάντασμα του λαού-δικαστή. Το αποτέλεσμα; Το πεδίο της πολιτικής μετατρέπεται σε μια απέραντη δικαστική σκηνή, με την προσήκουσα ανταλλαγή «επιχειρημάτων» και γνωμοδοτήσεων των «ειδικών», όπου η εξουσία γίνεται ταυτόσημη του εγκλήματος και η καταγγελτική λειτουργία απορροφά κάθε ικμάδα πολιτικού φρονήματος τρέποντάς το προς αντιθεσμική κατεύθυνση. Αν θα ήθελε κάποιος να επιθεωρήσει τις αιτίες υποκατάστασης της πολιτικής από τη νομική λειτουργία, και του πολιτικού από τον δικαστή, τη λεγόμενη αυτονόμηση της δικαστικής εξουσίας, θα έβρισκε εδώ, στον κυνισμό των κομματικών στρατηγικών, στη στρατηγική χρήση των σκανδάλων έναν πολύ σημαντικό παράγοντα της διάχυτης αποπολιτικοποίησης ή, αλλιώς, της «ποινικοποίησης» της πολιτικής.
Υπάρχει έξοδος; Οποια και αν είναι αυτή στις πρακτικές της συνεπαγωγές, δεν μπορεί να αποφύγει τον πυρήνα του προβλήματος. Που δεν είναι άλλο από αυτό της δημοκρατίας ως περιεχομένου και διαδικασίας ταυτόχρονα: της δημοκρατικής ανάδειξης και διαχείρισης των συγκρούσεων, βασισμένων σε διαφορετικά συλλογικά σχέδια, σε εναλλακτικές προοπτικές. Γιατί η ιδεολογία του σκανδάλου είναι, ακριβώς, το παραβάν που καλύπτει την απουσία προτάσεων, ανομολόγητες συγκλίσεις, τον ναρκισσιστικό αυτοεγκλωβισμό των ελίτ στην αντιπολιτική τους φούσκα. Και είναι αυτή η τελευταία που, τελικά, παράγει πραγματικά σκάνδαλα, προϊόντα της πέρα από ηθικοπολιτικές αρχές αυτοαναπαραγωγής της στην «εξουσία».
Εκτύπωση στις: 2024-11-04
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3498