H πολιτική, οι αξίες και η «λαϊκή ψυχή»
Ο κόσμος ξέρει ότι οι εστίες των σκανδάλων ανήκουν παραδοσιακά στη Δεξιά.
Γιάννης, Βούλγαρης
Τα Νέα, 2005-02-12
H «ηθική - θεσμική κρίση» που ξέσπασε στην Eκκλησία και τη Δικαιοσύνη ενεργοποίησε για άλλη μια φορά τη διχοστασία του Nεοέλληνα προς τις εξουσίες. Ο πηγαίος λαϊκός αντικληρικαλισμός στο φόρτε του, υποσκέλισε προσωρινά τη χρησιμοθηρική, φολκλορική ή αυθεντική θρησκευτικότητα .
H αντιεξουσιαστική περιφρονητική θυμοσοφία τού «όλοι τα πιάνουν» δικαιώθηκε, επίσης προσωρινά, έναντι της υποταγής στους ισχυρούς. Σαφέστερο προς το παρόν το ποιοι χάνουν απ’ όλα αυτά: Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και η Ιεραρχία, που εισέβαλαν εδώ και οκτώ χρόνια στον πολιτικό στίβο διεκδικώντας τον ρόλο του κριτή της ηθικής και της εθνικοφροσύνης μας. Οι δικαστές εκείνοι που εζήλωσαν τον ρόλο του «κοινωνικού αναμορφωτή» και άρχισαν να επεμβαίνουν με μεγάλη ευκολία όπου λάχει. Ο συντηρητισμός, που πολύ θα ήθελε να γίνουν οι μη αντιπροσωπευτικοί θεσμοί το ιδεολογικό αποκούμπι του κοσμάκη. Ο νεοσυντηρητισμός, που σκόπευε να εξαπολύσει «καθαρτήριες εκστρατείες». Ο κόσμος έχει γίνει περισσότερο καχύποπτος και ξέρει ότι οι εστίες που ξέσπασαν τα σκάνδαλα ανήκουν παραδοσιακά στη Δεξιά και όχι στο ΠΑΣΟΚ.
H κρίση ξέσπασε σε μια περίοδο όπου διεθνώς και στην Ελλάδα γίνεται πολύς λόγος για τη σημασία των ηθικών αξιών στην πολιτική. Το επίμαχο μάλιστα ερώτημα είναι κατά πόσον η Δεξιά είναι σήμερα ικανότερη να κινητοποιεί το εκλογικό της σώμα στη βάση των ηθικών αξιών απ’ ό,τι η Αριστερά που στο παρελθόν είχε τη σαφή υπεροχή. H όλη συζήτηση περιέχει μια υπερβολή: ούτε η Δεξιά έγινε λαμπαδηφόρος των ηθικών αξιών ούτε η Αριστερά στυγνή τεχνοκρατία. Άλλωστε παντού η διαφορά των δύο παρατάξεων αυξομειώνεται χωρίς δραματικές ανατροπές. Εντούτοις, το ζήτημα ακουμπάει πραγματικές δυσκολίες των προοδευτικών δυνάμεων. Στην Ευρώπη η σχετική συζήτηση εντάθηκε όταν προ καιρού ακροδεξιά κόμματα άρχισαν να κερδίζουν εκλογικά ασκώντας κριτική στο «κατεστημένο» και προβάλλοντας μια λαϊκίστικη ιδεολογία που ήθελε να υπερασπίσει τις «εθνικές αξίες» και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής από την εισβολή της παγκοσμιοποίησης (στην ουσία των μεταναστών). H συζήτηση αναθερμάνθηκε με τη νίκη του Μπους στις ΗΠΑ δεδομένου ότι οι Ρεπουμπλικανοί αποδείχτηκαν ικανότεροι να κινητοποιήσουν τους εκλογείς κάνοντας έκκληση στο θρησκευτικό αίσθημα και στις παραδοσιακές ηθικές αξίες της χώρας. Το γεγονός έχει τροφοδοτήσει την αυτοκριτική διάθεση και την πολιτική αναζήτηση στον χώρο της ευρωπαϊκής Αριστεράς και των Αμερικανών Δημοκρατικών, καθώς χρεώνονται την κατηγορία ότι παρουσιάζονται όλο και περισσότερο ως φορείς του «κατεστημένου», αντιπρόσωποι της κουλτούρας των μεσαίων τάξεων της πόλης, γεγονός που αποξενώνει κάποια λαϊκά στρώματα, διαχειριστές μιας οικονομίστικης προσαρμογής στην παγκοσμιοποίηση που δεν καλύπτει τις πολιτισμικές - «ταυτοτικές» ανάγκες τις οποίες εξακολουθεί να έχει η πολιτική.
Στην Ελλάδα η σχετική συζήτηση είχε ως επίκεντρο την εμπειρία του εκσυγχρονισμού επί πρωθυπουργίας Σημίτη. Κατά μία άποψη, την οποία έχει διατυπώσει και ο γράφων («H πρόκληση της ηγεμονίας», Πόλις 2003), ο πρόσφατος εκσυγχρονισμός, ταυτόχρονα με τα μεγάλα επιτεύγματα τα οποία κάθε σοβαρή κυβέρνηση θα προσπαθούσε να τα εκμεταλλευτεί και όχι να τα καταστρέψει, εμφάνισε ανάλογες αδυναμίες με εκείνες των ευρωπαϊκών κυβερνητικών σοσιαλιστικών κομμάτων. Στράφηκε με αποφασιστικότητα στην επίτευξη των εθνικών στόχων, τη δικαιολόγησε όμως επικαλούμενος υπερβολικά τον αναγκαστικό χαρακτήρα της προσαρμογής, απέφυγε να πολιτικοποιήσει βαθύτερα τον εκσυγχρονισμό και να τον φορτίσει ιδεολογικά - ηθικά με το πρόταγμα μιας ελεύθερης και δίκαιης κοινωνίας. Νομίζω ότι αυτή η προσέγγιση τοποθετεί, μεταξύ άλλων, σωστά τη συζήτηση περί των ηθικών αξιών από τη σκοπιά της Αριστεράς γιατί δεν αποκόβει την ηθική - συναισθηματική διάσταση της πολιτικής από τη στρατηγική, το πρόγραμμα και τους υπαρκτούς αντικειμενικούς περιορισμούς. Διαφορετικά, η επίκληση των ηθικών αξιών γίνεται είτε ηθικολογία με ημερομηνία λήξης πάντα, όπως φάνηκε για άλλη μια φορά με την περίπτωση Χριστόδουλου, είτε συντηρητικός λαϊκισμός και σχιζοειδής ταυτότητα.
Νομίζω ότι αυτόν τον τελευταίο κίνδυνο διατρέχει μια άλλη κριτική στον εκσυγχρονισμό και την κυβερνητική εμπειρία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, η οποία δίνει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στη συναισθηματική - ηθική διάσταση της πολιτικής εστιάζοντας κυρίως στην «απώλεια λαϊκότητας», στην απόσταση που δημιουργήθηκε με τη «λαϊκή ψυχή». H επίκληση της «λαϊκής ψυχής» δεν μπορεί εύκολα να ορθώσει μέτωπο στον λαϊκισμό και τον συντηρητισμό. H «ψυχή του λαού», όπως κάθε ψυχή, περιλαμβάνει πολλά πράγματα. Ειδικά δε σε αυτή την πολιτική φάση, περικλείει μεγάλες δόσεις μη ανεκτικότητας, ξενοφοβίας, κλειστοφοβίας και ηθικού συντηρητισμού που απάδουν στις αξίες της προόδου και της Αριστεράς. Οι προοδευτικές δυνάμεις θα πρέπει να κατανοήσουν τις συνθήκες που παράγουν το φαινόμενο, όχι όμως να υποκύψουν στις συνέπειες. Γιατί διαφορετικά θα οδηγηθούν σε έναν ηθικό - ιδεολογικό σχετικισμό που θα θολώσει ακόμα περισσότερο την ταυτότητά τους. H Αριστερά και η προοδευτική παράταξη κατέκτησαν μια ηθική - αξιακή υπεροχή όταν εκπροσωπούσαν την αλλαγή, την ανατροπή των κατεστημένων νοοτροπιών, παρ’ ότι ξεκινούσαν από δυσμενείς συσχετισμούς. H αλλαγή δεν είναι αντίθετη της «λαϊκότητας», αρκεί ο «παιδαγωγός» να είναι ταυτόχρονα οργανωτής, συμπαραστάτης, συμπάσχων των λαϊκών στρωμάτων. Ο λαϊκισμός ήταν πάντα ένας από τους κώδικες επικοινωνίας της Αριστεράς και της προοδευτικής παράταξης, αλλά δεν ήταν η ουσία της.
TI ΠΡΕΠΕΙ NA KANEI H ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Αλλάζει ο κώδικας επικοινωνίας, όχι το περιεχόμενο
Υπάρχει αναμφισβήτητα ένα πραγματικό πρόβλημα που κάνει επιτακτική και αγωνιώδη την προσπάθεια επανασύνδεσης της πολιτικής προοδευτικότητας με τη λαϊκότητα. H παγκοσμιοποίηση που διαπερνά τις κοινωνίες διεύρυνε την απόσταση μεταξύ των μεσαίων μορφωμένων, εξασφαλισμένων και κατά κανόνα προοδευτικών στρωμάτων, από τη μια, και των παραδοσιακών αδύναμων λαϊκών στρωμάτων, από την άλλη. Όχι μόνο στο οικονομικό - κοινωνικό επίπεδο, αλλά και στο ηθικό - αξιακό. Ο νεοσυντηρητισμός εισέδυσε σε αυτή τη ρωγμή, προσπαθώντας να διευρύνει το χάσμα στο όνομα των παραδοσιακών εθνικών αξιών, των δεδομένων ηθών και της πολεμικής κατά του υποτιθέμενου ελιτισμού του προοδευτικού «κατεστημένου». Όπως σε κάθε κρίσιμη πολιτική φάση, ο «αντιδιανοουμενισμός» έγινε σημαία του συντηρητισμού προκειμένου να απαξιώσει την προοδευτική πολιτική (ο Χριστόδουλος διέπρεψε στο άθλημα). H απάντηση όμως της προοδευτικής παράταξης και της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι η αποδοχή του πεδίου του νεοσυντηρητισμού. H ιστορική της καταβολή τής προσφέρει τη δυνατότητα να προτείνει το ίδιο ηθικό - αξιακό πλαίσιο στον εργάτη, στον ελεύθερο επαγγελματία, στον βαμβακοπαραγωγό, στον διανοούμενο, στον Αλβανό μετανάστη, στον μουσουλμάνο, στον άνδρα, στη γυναίκα, στον ομοφυλόφιλο. Αλλάζει ο κώδικας επικοινωνίας, τα μέσα και οι τόποι, όχι το περιεχόμενο. «Για να ηθικοποιήσουμε την πολιτική, θα πρέπει να εκπαιδεύουμε ακούραστα τους ανθρώπους στη δημοκρατία, προκειμένου να εισέλθουν σε έναν κόσμο κοινό για όλους» (Μιριάμ Ρεβό ντ’ Αλόν, «Πρέπει η πολιτική να γίνει ηθική;», Εστία 2004). H φυσιογνωμία της Αριστεράς εξακολουθεί να διαμορφώνεται από τον απελευθερωτικό αξιακό πυρήνα της νεωτερικότητας, από την επίγνωση των εσωτερικών αντινομιών αυτού του πυρήνα και την εμπιστοσύνη ότι η Πολιτική μπορεί να διαχειριστεί αυτές τις αντινομίες.
Εκτύπωση στις: 2024-12-03
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=441