Χωρίς σχέδιο η οικονομική πολιτική
Ελίζα, Παπαδάκη
Αυγή της Κυριακής, 2005-04-10
Η έκδηλη ανακούφιση του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Αλογοσκούφη για την έγκριση του ελληνικού προγράμματος σταθερότητας στις Βρυξέλλες δεν θα αντέξει για πολύ. Η θετική εισήγηση της Επιτροπής προδικάζει μιαν ανάλογη απόφαση στο Συμβούλιο Ecofin μεθαύριο, δίνοντας στην κυβέρνηση μιαν ανάσα έξι μηνών μέχρι τον επόμενο έλεγχο. Το πρόβλημα είναι όμως η έλλειψη σχεδίου για να αξιοποιηθεί αυτή η, τελευταία, προθεσμία. Διότι τον Οκτώβριο δεν θα αξιολογηθούν πια οι κυβερνητικές δηλώσεις προθέσεων, όπως έως τώρα, αλλά τα πρώτα αποτελέσματα.
Η τελική έγκριση του προγράμματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρά την επισήμανση πλήθους επιφυλάξεων για τις προβλέψεις του, όπως και τα "συγχαρητήρια" του αρμοδίου επιτρόπου Χοακίν Αλμούνια, που τόσο χαροποίησαν τον κ. Αλογοσκούφη, μόνο πολιτικά ερμηνεύονται. Απαίτησαν, στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην υποβολή του προγράμματος (21.3) και την αξιολόγησή του (6.4), να επιβληθούν τα πρόσθετα μέτρα για την αύξηση του ΦΠΑ κ.λπ., που δεν είχαν περιληφθεί στο πρόγραμμα, και επιπλέον να υπάρξουν και άλλα το 2006, για τα οποία επίσης δεν γίνεται μνεία στο πρόγραμμα. Χωρίς αυτά, η πρόβλεψη της Επιτροπής, όπως δημοσιεύθηκε στην εαρινή της έκθεση στις 4 Απριλίου, ανεβάζει το ελληνικό δημόσιο έλλειμμα στο 4,4% του ΑΕΠ το 2006, πολύ πάνω από το όριο του 3%, και, αν ίσχυε, θα συνεπαγόταν κυρώσεις εις βάρος της χώρας.
Είπε ο κ. Αλμούνια: Πρέπει να επαινέσουμε την ελληνική κυβέρνηση, όχι μόνο για την εφαρμογή του προϋπολογισμού του 2005 με αυστηρότητα (άραγε πώς το ξέρει ήδη από τις αρχές Απριλίου;) αλλά και για την ανακοίνωση πρόσθετων μέτρων για φέτος. Και προεξοφλώντας ότι "τα χειρότερα έρχονται", όπως γράφαμε την προηγούμενη Κυριακή, καλωσόρισε τη δέσμευση της κυβέρνησης να παρουσιάσει το 2006 έναν προϋπολογισμό όπου το έλλειμμα θα περιορισθεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ.
Η Επιτροπή δέχθηκε τους κυβερνητικούς υπολογισμούς ότι τα μέτρα της 29ης Μαρτίου μπορεί να μειώσουν το έλλειμμα κατά άλλο 0,5% του ΑΕΠ φέτος και κατά 0,9% του ΑΕΠ το 2006. Διατηρεί πάντως επιφυλάξεις τόσο για την προβλεπόμενη αύξηση των εσόδων, όσο και για τη συγκράτηση των κρατικών καταναλωτικών δαπανών, αμφισβητώντας ιδίως τη μείωσή τους κατά 16% σε σύγκριση με πέρυσι που προβλέπει ο φετινός προϋπολογισμός. Διότι επηρεάζουν τους μισθούς και τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, αναφέρει, "που πάντοτε επιδείκνυαν ισχυρές αντιστάσεις σε μέτρα ελέγχου των δαπανών". Υπογραμμίζει έτσι το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να αναγκασθεί να εφαρμόσει πρόσθετα μέτρα το 2006, επιπλέον όσων έχει ήδη ανακοινώσει, προκειμένου να ρίξει το έλλειμμα κάτω από το 3%.
Προπάντων όμως η Επιτροπή τονίζει τον σοβαρό κίνδυνο για τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών από το πολύ σημαντικό μελλοντικό κόστος που συνεπάγεται η γήρανση του πληθυσμού. Η αναμενόμενη μεγάλη αύξηση των σχετικών δαπανών δείχνει ότι απαιτούνται πρόσθετα μέτρα για να ελεγχθεί η δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις, επισήμανε, πράγμα που εξηγεί την ανακίνηση του συνταξιοδοτικού την περασμένη εβδομάδα από τον κ. Κ. Μητσοτάκη και τους αόριστους υπαινιγμούς του κ. Αλογοσκούφη στη Βουλή για επερχόμενες πολιτικές που θα απαιτούσαν "ευρύτερη συναίνεση". Ακόμα και αν η σχεδιαζόμενη σταθεροποίηση του προϋπολογισμού υλοποιούνταν στην περίοδο του προγράμματος, γράφει χαρακτηριστικά στην αξιολόγησή της η Επιτροπή, προκύπτει ένα μεγάλο άνοιγμα που δείχνει την ανάγκη μιας πολύ ευρύτερης προσέγγισης για να διασφαλισθεί η διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών.
Η όλη προοπτική γίνεται δυσχερέστερη με την προβλεπόμενη υποχώρηση των ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Ψυχρολουσία για τους συντάκτες του προγράμματος σταθερότητας ήταν η υιοθέτηση του τρίτου, "ακραία απαισιόδοξου" κατά τον κ. Αλογοσκούφη, σεναρίου με ρυθμό 2,9% για φέτος και 3% για το 2006, ως σεναρίου αναφοράς από την Επιτροπή, η οποία έστειλε το "βασικό" του 3,9%, αλλά και το "μέτρια απαισιόδοξο" του 3,3% στο καλάθι των αχρήστων (μαζί με τις απορίες των αναγνωστών του στις Βρυξέλλες, πώς γίνεται και τα τρία σενάρια να οδηγούν περίπου στον ίδιο πληθωρισμό και στα ίδια ελλείμματα).
Αλλά ακόμα και ρυθμοί μεγέθυνσης της τάξης του 3% οδηγούν, με βάση το πρόγραμμα, σε "κυκλικά προσαρμοσμένο έλλειμμα" 3,5% του ΑΕΠ το 2006, όπως το υπολογίζει η Επιτροπή. Για τον λόγο αυτόν υποδεικνύει τη μείωσή του τουλάχιστον κατά μισή μονάδα του ΑΕΠ τον χρόνο από το 2007, ώστε να αρχίσει να μειώνεται σταθερά το πολύ υψηλό χρέος. Αναιρεί έτσι την κυβερνητική αισιοδοξία ότι μετά τη "δύσκολη διετία 2005-2006" θα είναι εφικτό, ενόψει των εκλογών, να ακολουθηθεί μια γενναιόδωρη οικονομική πολιτική.
Η τεχνοκρατική γλώσσα των Βρυξελλών μπορεί να απωθεί πολιτικούς, συνδικαλιστές και διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην Ελλάδα, όπως, σε μικρότερη πάντως έκταση, και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Την ουσία των επαναλαμβανομένων επισημάνσεων όμως, ότι χωρίς εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, χωρίς την ισοσκέλιση χονδρικά των εσόδων και των δαπανών του κράτους, δεν θα κατορθώσουμε να εξοικονομήσουμε τους πόρους που θα χρειασθούμε για να αντιμετωπίσουμε τις αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες και να αποτρέψουμε μια βίαιη διεύρυνση των ανισοτήτων, δεν μπορούμε να την παρακάμψουμε. Ίσως αυτήν την ουσία να διαισθάνονται οι περισσότεροι πολίτες όταν, χωρίς σπουδαία συμβολή των μέσων ενημέρωσης, στις τελευταίες δημοσκοπήσεις εκτιμούν ότι μέτρα λιτότητας θα λαμβάνονταν, όποια κι αν ήταν η κυβέρνηση, και ότι θα συνεχισθούν.
Αλλά, για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα, χρειάζεται ένα σχέδιο που να πείθει για τον τρόπο που κατανέμει στην κοινωνία το κόστος της προσαρμογής και για τις προοπτικές ανάπτυξης που ανοίγει. Τέτοιο σχέδιο δεν συνιστά το πρόγραμμα σταθερότητας που, αφού μετά βίας πέτυχε να εγκριθεί στις Βρυξέλλες, φέρνει τώρα στη Βουλή η κυβέρνηση. Και αυτό άλλωστε άργησε έναν χρόνο να το φτιάξει και κανένα άλλο δεν κυοφορείται στα κυβερνητικά επιτελεία.
Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο γίνεται ωστόσο ακόμα πιο αναγκαίο, καθώς οι εξωτερικές συνθήκες διαγράφονται δυσμενέστερες για την ελληνική οικονομία. Τη Δευτέρα ανακοινώθηκαν οι εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής που αναθεώρησαν προς τα κάτω, από 2% σε 1,6%, τη φετινή μεγέθυνση στην Ευρωζώνη, ενώ την Πέμπτη το υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ ανέβασε κατά 6 δολάρια, στα 55 δολάρια το βαρέλι, την πρόβλεψή του για τη μέση τιμή του πετρελαίου το 2005 και το 2006.
Εκτύπωση στις: 2024-12-03
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=576