(Ομιλία στην εκδήλωση του Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης» με θέμα: Πού πάει η Ευρώπη;)
22/12/11
Η κατάσταση της Ένωσης.
Το πρωτότυπο ιστορικά και εξαιρετικά ενδιαφέρον σχέδιο ενοποίησης της ευρωπαϊκής ηπείρου εδώ και καιρό βρίσκεται πλέον όχι μόνο σε στασιμότητα, αλλά σε σοβαρή υποχώρηση και με αυξανόμενες τάσεις αποσύνθεσης. Σε ολόκληρη την Ευρώπη το πολιτικό τοπίο και η οπτική των πολιτών βαθμιαία επανεθνικοποιείται, παρά την όλο και περισσότερη εκχώρηση κυριαρχίας που προωθείται μέσα από συνθήκες και Συνόδους Κορυφής, με αποκορύφωμα την πρόσφατη στις 8/9-12-11. Η συντηρητική πλειοψηφία των κυβερνήσεων των χωρών μελών της ΕΕ με τις πολιτικές που ασκεί επιδιώκοντας τη συνοχή και την ενοποίηση κατευθύνει τα πράγματα προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, ενισχύει την απόκλιση που μπορεί να φτάσει μέχρι και την επανεθνικοποίηση της ευρωπαϊκής ηπείρου δηλαδή τη διάλυση του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου που με κόπο και υπομονή οικοδομείται επί 60 και πλέον χρόνια, με δραματικές φυσικά συνέπειες. Μια προφανής διάσταση προθέσεων και αποτελεσμάτων.
Και αυτό συμβαίνει γιατί από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και εξής με ευθύνη όχι μόνο των συντηρητικών αλλά και των σοσιαλδημοκρατών κατά τις δεκαετίες του 90 και 00, η ευρωπαϊκή ενοποίηση προωθείται όλο και περισσότερο μονομερώς με κέντρο βάρους, και σήμερα αποκλειστικά, τον δημοσιονομικό συντονισμό, τη λεγόμενη δημοσιονομική πειθαρχία, που η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής τον φτάνει στα άκρα αγνοώντας τις κοινωνικές παραμέτρους της εργασίας, της ανάπτυξης, της αλληλεγγύης και την ύψιστη πολιτική παράμετρο της δημοκρατίας.
Αποτελεί σχεδόν ιστορικό κανόνα πως όσο οι κρίσεις βαθαίνουν και οι συνταγές αποτυγχάνουν, ενισχύεται ο δογματισμός των εκπροσώπων τους. Το επιβεβαιώνουν η κα Μέρκελ και οι συντηρητικοί συνοδοιπόροι της για την περίπτωση της Ευρώπης και το ΚΚΕ στην περίπτωση της Ελλάδας. Ο δογματισμός, παλαιότερα ως «ενιαία σκέψη» και τώρα ως αποκλειστικώς δημοσιονομική πειθαρχία, οδηγεί αναπόδραστα την ΕΕ σε έναν οικονομικό φορμαλισμό σοβιετικού τύπου. Τα κεντρικά σχεδιασμένα πενταετή πλάνα παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών που μόνο οι εχθροί του λαού έβλεπαν την αποτυχία τους, έχουν εδώ αντικατασταθεί από τα ετήσια δημοσιονομικά πλάνα μέσω του ελέγχου των προϋπολογισμών. Και όλοι γνωρίζουμε που οδήγησε ο δογματισμός και ο οικονομικός φορμαλισμός τη Σοβιετική Ένωση.
Μα, θα μου πείτε το κοινό νόμισμα δεν προϋποθέτει κοινή δημοσιονομική πολιτική και κατά συνέπεια εναρμονισμένους προϋπολογισμούς ως προς το έλλειμμα και το χρέος, άρα περεταίρω εκχώρηση κυριαρχίας; Δεν αποτελεί αυτό ενοποιητικό βήμα; Ασφαλώς ναι. Και είναι το μόνο σημείο στο οποίο έχει δίκιο η κα Μέρκελ. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με την τυπική λογική και ανεξάρτητα από τη συγκυρία. Γιατί τότε η εφαρμογή του μπορεί να δρα όχι ενοποιητικά, αλλά διαλυτικά. Ο δημοσιονομικός συντονισμός είναι ασφαλώς επείγων και αναγκαίος, αλλά καθόλου επαρκής όρος για να συνεχίσει η Ευρώπη την πορεία της.
Η εκχώρηση κυριαρχίας, η κυριαρχία των αγορών και η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού και του εθνικισμού.
Όντως, η Ευρώπη πορεύτηκε και πορεύεται μέσα από μεταβιβάσεις κυριαρχίας. Το 1957, με τη Συνθήκη της Ρώμης, τα κράτη απεκδύθηκαν τον προστατευτισμό της εθνικής τελωνειακής πολιτικής θέτοντας τις βάσεις της ενιαίας αγοράς. Το 1992, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αποδέχτηκαν την κατάργηση των εθνικών τους νομισμάτων, σύμβολα εξίσου σημαντικά με τις σημαίες τους, θεμελιώνοντας τη νομισματική ένωση. Τώρα, το 2011, εκχωρούν τη δημοσιονομική πολιτική τους, δηλαδή την ψυχή του εθνικού κράτους. Και αυτό δεν μπορεί να γίνεται χωρίς αντισταθμιστικά οφέλη που να πείθουν τους πολίτες για την αξία του εγχειρήματος.
Γιατί στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις (Ρώμη και Μάαστριχτ), η συγκυρία ήταν ευνοϊκή, ο οικονομικός κύκλος εν γένει ανοδικός, η αναδιανομή μέσω μεταβιβάσεων από τα διαρθρωτικά ταμεία υπαρκτή και η προσδοκία για προς τα άνω σύγκλιση και βελτίωση του επιπέδου ζωής ζωντανή. Μια εποχή αισιοδοξίας. Σήμερα, με κυρίαρχη τη χρηματοπιστωτική μορφή του καπιταλισμού, τα μόνα αντισταθμιστικά προβαλλόμενα οφέλη είναι να ηρεμήσουν οι αγορές, να μας εμπιστευθούν οι αγορές, να μην είναι νευρικές οι αγορές και άλλα ψυχιατρικά παρόμοια που δεν συγκινούν καθόλου τους πολίτες. Μια εποχή απαισιοδοξίας.
Μόνο που το πρόβλημα δεν είναι οι αγορές, αλλά οι συντηρητικές πολιτικές. Οι αγορές κάνουν τη δουλειά τους. Παράγουν κέρδος αξιοποιώντας την απεριόριστη ελευθερία που τους έδωσαν οι κυβερνήσεις. Όμως η διαρκής πολιτική κατευνασμού τους, με συνεχή μεταφορά δημόσιων και ιδιωτικών πόρων, μια διαδικασία αντίστροφης πλέον αναδιανομής και προς τα κάτω σύγκλισης, διαλύει τις κοινωνίες και απομακρύνει τους πολίτες από το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Η συντηρητική πορεία ολοκλήρωσης επικεντρωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία ευνοεί τη φυγή προς το παρελθόν, την αναζήτηση προστασίας στο εθνικό καταφύγιο. Η ενιαία δημοσιονομική πολιτική, με τα κράτη σχεδόν μοναχικούς αγωνιστές σε όλα τα άλλα - ανάπτυξη, πρωτογενή πλεονάσματα, ανταγωνιστικότητα – δεν αρκεί, δεν προωθεί την Ευρώπη της αλληλεγγύης και γι` αυτό δεν πείθει και ενισχύει τις κεντρόφυγες τάσεις. Πρόκειται ακριβώς για τις πολιτικές που ενισχύουν την ξενοφοβία, τον εθνικισμό και τις τάσεις επανεθνικοποίησης.
Και για να μην υπάρχουν παρερμηνείες, σε καμιά περίπτωση δεν υποστηρίζω πως η Ελλάδα δεν πρέπει να συμμαζέψει τα δημόσια οικονομικά της, να αντιμετωπίσει τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της και να αποκαταστήσει τη χαμένη αξιοπιστία της διεθνώς και απέναντι στους εταίρους της. Και αυτό ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αλλαγή πολιτικής σε επίπεδο Ε.Ε και διευκόλυνση στη ροή χρήματος. Αλλιώς, θα επανέρχεται στον ίδιο παρονομαστή ελλείμματος και χρέους. Όμως, σήμερα, εδώ, η συζήτηση δεν αφορά τις ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Με αυτές τις συνθήκες στην Ένωση, βλέπουμε πολιτικές δυνάμεις αλλά και αυξανόμενο μέρος των πολιτών στις χώρες – μέλη, να αδιαφορούν πλέον για το κοινό συμφέρον και θέτουν όλο και πιο συχνά το ερώτημα, σε τι χρησιμεύει η Ένωση και αν αξίζει τον κόπο. Στη χώρα μας, δυστυχώς, εκπέμπεται και από δυνάμεις της Αριστεράς.
Το κύμα του ευρωσκεπτικισμού ενισχύεται από τον κάθε είδους λαϊκισμό τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Ένα κλίμα που ευνοεί εν τέλει την άνοδο της άκρας δεξιάς που στοχοποιεί τους μετανάστες και αξιοποιεί στο έπακρο το αίσθημα ανασφάλειας των ευρωπαίων πολιτών. Ο εθνικισμός κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία του. Στη Σουηδία η άκρα δεξιά βρέθηκε ενισχυμένη στο σουηδικό κοινοβούλιο. Να υπενθυμίσουμε ότι, το 2010, το ακροδεξιό ξενοφοβικό κόμμα στην Ουγγαρία κατέλαβε 47 έδρες, ενώ κατείχε μόλις μία το 2006. Στην παραδοσιακά ανεκτική Ολλανδία το ακροδεξιό «Κόμμα της Ελευθερίας» έλαβε το 15% των ψήφων και μόλις επτά έδρες λιγότερες από το πρώτο κόμμα της χώρας. Στην καρδιά της Ευρώπης, στο Βέλγιο, οι εθνικιστικές εντάσεις ανάμεσα στους ολλανδόφωνους Φλαμανδούς και τους γαλλόφωνους Βαλλόνους δεν επέτρεπαν, από τον προπερασμένο Ιούλιο, το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης. Η Βρετανία γυρίζει την πλάτη της στην Ευρώπη και κάποια ακόμα κράτη – μέλη αρνούνται να φορέσουν το γερμανικό κουστούμι. Οι κεντρόφυγες τάσεις ενισχύονται.
Η εναλλακτική πρόταση των προοδευτικών μεταρρυθμιστικών δυνάμεων και η ενεργοποίηση των πολιτών.
Αυτές οι πολιτικές και αυτό το κλίμα πρέπει να αλλάξουν. Οι ίδιες οι αγορές δεν πείθονται από τη γερμανική συνταγή λιτότητας και πλέον το υποδεικνύουν. Η υποβάθμιση κρατών και τραπεζών συνεχίζεται, με τις γερμανικές τράπεζες να χρειάζονται και αυτές διάσωση. Λίγες μόλις μέρες μετά τη Σύνοδο Κορυφής, ο ίδιος ο οίκος Fitch χαρακτήρισε «ανέφικτο από πολιτική και τεχνική άποψη» το αποτέλεσμα της Συνόδου, που αδυνατεί να διασφαλίσει την έξοδο από την κρίση στη ζώνη του ευρώ, ενώ θεωρεί πως «η ΕΚΤ πρέπει να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στις προσπάθειες αντιμετώπισης της κρίσης χρέους». (Τα Νέα, 18/12/11)
Ήδη, υπάρχει ένας κοινός τόπος από προτάσεις και μέτρα που έχουν κατατεθεί δημόσια στην Ελλάδα από τη Δημοκρατική Αριστερά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στη Γαλλία και στη Γερμανία από τις εκεί σοσιαλιστικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις αλλά και από δυνάμεις της Αριστεράς, συγκροτώντας μια επαρκή εναλλακτική πρόταση που οφείλει να συνοδεύει τον αναγκαίο δημοσιονομικό συντονισμό για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, την ανάκαμψη από τη συνεχιζόμενη ύφεση με τόνωση της εργασίας και την αναδιάταξη της σχέσης κρατών/κυβερνήσεων και αγορών. Η λελογισμένη ποσοτική χαλάρωση στη ροή χρήματος, η ενίσχυση με τα αναγκαία κεφάλαια του προσωρινού και του μόνιμου μηχανισμού στήριξης, η κοινή διαχείριση μέρους ή και του συνολικού χρέους των κρατών – μελών από την ΕΚΤ με την έκδοση ευρωομολόγου, η ενεργοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και η θέσπιση αναπτυξιακού ευρωομολόγου, ένα ρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία των αγορών και των οίκων αξιολόγησης, η φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, κ.α, περιλαμβάνονται σε αυτή τη δέσμη μέτρων.
Η ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής ατζέντας των ευρωπαίων σοσιαλιστών, η επαναχάραξη της γραμμής αριστεράς – δεξιάς, προόδου – συντήρησης στο σύνολο της Ευρώπης, η επικείμενη επικράτηση των σοσιαλιστικών μεταρρυθμιστικών και οικολογικών δυνάμεων στις επικείμενες εκλογές στη Γαλλία τον Απρίλιο του 12 και στη Γερμανία το 2013, διατηρούν την ελπίδα και την αισιοδοξία για βαθμιαία ανάκαμψη σε ευρωπαϊκή κλίμακα και έξοδο από την ύφεση.
Όμως το ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν μπορεί να εμπνέει και να συνέχει τους λαούς της ευρωπαϊκής ηπείρου μόνο με λογιστικούς υπολογισμούς κόστους – όφελους και με δείκτες ευμάρειας. Η υπόθεση της Ευρώπης δεν περνάει από το στομάχι, αλλά κυρίως από τη συνείδηση. Έχουν περάσει εξήντα περίπου χρόνια από την εποχή που ο Ζαν Μονέ, ο Ρομπέρ Σουμάν και ο Κόντραντ Αντενάουερ εμπνεύστηκαν την ενοποίηση της ευρωπαϊκής ηπείρου ως σχέδιο υπέρβασης των εθνικισμών και εγκαθίδρυσης της ειρήνης και της ευημερίας, μετά από δύο αιματηρές πολεμικές περιπέτειες. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν αρκεί πλέον. Η Ευρώπη, παρά την κρίση, παραμένει μια από τις καλύτερες περιοχές του πλανήτη. Χρειάζεται ένα νέο προωθητικό όραμα, που θα εγγυάται την ειρήνη, την ευημερία και την ασφάλεια των ευρωπαίων πολιτών στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ο Όσβαλντ Σπέγκλερ και να είναι μοιραίο ως φυσικό γεγονός η παρακμή της Δύσης. Ούτε μπορεί να φταίει γι` αυτό ο απάνθρωπος επεκτατικός καπιταλισμός της κομμουνιστικής Κίνας ή τα φθηνά ινδικά, πακιστανικά ή άλλα εργατικά χέρια.
Δεν φτάνει η προοπτική της ανάκαμψης και ο έλεγχος των αγορών. Οι δυνάμεις του προοδευτικού μεταρρυθμισμού για να αποτρέψουν και να αντιστρέψουν τις φυγόκεντρες τάσεις επανεθνικοποίησης, χρειάζεται να ενεργοποιήσουν την κοινωνία των πολιτών, να ενισχύσουν το αίσθημα του ευρωπαίου πολίτη, το αίσθημα της ευρωπαϊκότητας, του συνανήκειν και της κοινής ταυτότητας, προβάλλοντας συστηματικά αυτά που ενώνουν ή μπορεί να ενώσουν τους ευρωπαίους πολίτες σε σχέση με αυτά που τους χωρίζουν και αυτά που έχουν να χάσουν σε περίπτωση διάλυσης της Ένωσης.
Στις τάσεις επανεθνικοποίησης να αντιτάξουμε τη δυναμική της επαναδημοκρατικοποίησης της Ένωσης. Γιατί να μην εκλέγεται, για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Κομισιόν άμεσα από το σύνολο των ευρωπαίων πολιτών την ίδια ημέρα; Κάτι που θα ενίσχυε ευθέως την αίσθηση της ευρωπαϊκότητας, του ευρωπαίου πολίτη. Ή γιατί να μην επαναφέρουμε στην ημερήσια διάταξη την αναγκαιότητα ενός νέου συνταγματικού χάρτη που θα καθιερώνει την Ευρωπαϊκή Δημοκρατική Ένωση (ΕΔΕ) που, όπως σημειώνει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, θα πρέπει να ενισχύει την πολιτική απέναντι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις αγορές, να εξασφαλίζει τον ενισχυμένο αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό έλεγχο στις αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων και να επαναθεμελιώνει το στόχο της αλληλεγγύης και της μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Μια νέα Magna Carta για την Ευρώπη με προτεραιότητα στη δημοκρατία και όχι στις αγορές. Μόνο έτσι μπορεί να επανακτήσει την αίγλη του το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και την πίστη τους στο ευρωπαϊκό όραμα οι πολίτες. Το δίλλημα επανεθνικοποίηση, με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται, ή δημοκρατική ενοποίηση είναι πλέον στην ευρωπαϊκή ημερήσια διάταξη. Μάλιστα στη χώρα μας, όσοι ανήκουμε στον προοδευτικό μεταρρυθμιστικό χώρο και έχουμε ως σημαία μας τον ευρωπαϊσμό, οφείλουμε να προσέχουμε διπλά, καθώς η κριτική στις κυρίαρχες ευρωπαϊκές συντηρητικές δυνάμεις εύκολα μπορεί να διολισθήσει, θελημένα ή αθέλητα, στον ευρωσκεπτικισμό ενισχύοντας τις καταστροφικές τάσεις επανεθνικοποίησης.
Εκτύπωση στις: 2024-12-03
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=6453