Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Σε δημοσιονομική κρίση χωρίς πολιτική διεξόδου

Ελίζα, Παπαδάκη

Αυγή της Κυριακής, 2005-07-03


Σε δημοσιονομική κρίση βυθίζεται η Ελλάδα χωρίς να διαφαίνεται αυτήν την ώρα καμμία προοπτική διεξόδου. Οι φετεινοί στόχοι για τη συγκράτηση του ελλείμματος έχει πλέον αποκλεισθεί να προσεγγισθούν, ενώ πολύ δυσχερέστερη διαγράφεται η διαχείριση το 2006. Σχέδιο για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης δεν υφίσταται, ούτε καν στο στάδιο της προεργασίας, καθώς η κυβέρνηση εμμένει στην τακτική του "βλέποντας και κάνοντας". Αλλά ως το τέλος Σεπτεμβρίου το αργότερο θα πρέπει να κάνει οδυνηρές επιλογές για τον επόμενο προϋπολογισμό - πρόσθετους φόρους, συμπίεση δαπανών - για τις οποίες δεν έχει γίνει καμμία πολιτική προετοιμασία.

Τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική επιδείνωση ανέδειξαν δύο νέες πληροφορίες που έγιναν γνωστές προχθές. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε στην Eurostat έλλειμμα για το 2004 ακόμα μεγαλύτερο από εκείνο που παραδεχόταν πριν τρεις μήνες, όταν υποβαλλόταν το πρόγραμμα σταθερότητας: 6,7% αντί 6,1% του ΑΕΠ. Η διαφορά, που αντιστοιχεί σε ένα δισεκατομμύριο ευρώ, αποδόθηκε στα ακριβέστερα στοιχεία που είχε ζητήσει η Eurostat για τις ολυμπιακές δαπάνες, τα χρέη των νοσοκομείων και τις κοινοτικές εισροές, και μένει ακόμα να πιστοποιηθεί στις Βρυξέλλες το Σεπτέμβριο.

Και το Μάιο διατηρήθηκε πολύ χαμηλή η αύξηση των δημοσίων εσόδων: μόλις 4,1% έφθασε έτσι στο πεντάμηνο σε σύγκριση με πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, από 11,4% που θα απαιτούνταν για να συγκρατηθεί το έλλειμμα στα όρια του προϋπολογισμού. Αρμόδια στελέχη υπολογίζουν ότι, ακόμα και αν επιτυγχανόταν από τον Ιούνιο τα έσοδα να αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 7%, και πάλι θα σημειωνόταν, λόγω των εσόδων, υπέρβαση του ελλείμματος κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ.

Το υψηλότερο έλλειμμα του 2004 ως αφετηρία, σε συνδυασμό με την παρατεινόμενη σοβαρή υστέρηση των εσόδων, καθιστούν ανέφικτη τη μείωση του ελλείμματος στο 3,7% του ΑΕΠ, που προβλέπει για φέτος το πρόγραμμα σταθερότητας, κατά τρεις ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Υπεραισιόδοξη φαίνεται πλέον και η πρόβλεψη 4,5% της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του περασμένου Μαρτίου, μολονότι δεν είχε λάβει υπόψη την αύξηση που επιβλήθηκε από τον Απρίλιο στον ΦΠΑ. Το φετεινό έλλειμμα πιθανολογείται τώρα ίσως και να ξεπεράσει το 5% του ΑΕΠ.

Αλλά ένα τόσο υψηλό έλλειμμα φέτος θα απαιτήσει τεράστια προσπάθεια για να μειωθεί πάνω από δύο μονάδες του ΑΕΠ του χρόνου, ώστε να τηρηθεί η δέσμευση που έχει αναλάβει η κυβέρνηση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το έλλειμμα να έχει πέσει κάτω από το όριο του 3% στο τέλος του 2006. Ευκολία ανάλογη με τις "μη επαναλαμβανόμενες" ολυμπιακές δαπάνες του 2004, που αυτόματα περιόρισαν το φετεινό έλλειμμα κατά 1% του ΑΕΠ και πλέον, δεν υφίσταται τώρα. Αντίθετα, με την ελληνική οικονομία μπαίνει σε φάση επιβράδυνσης, όπως προδιαγράφει η υποχώρηση του επιχειρηματικού κλίματος και των επενδυτικών προβλέψεων στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και η μεγάλη μείωση των δημοσίων επενδύσεων, ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ αυτόματα μεγαλώνει. Επιπλέον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενδέχεται κάποια στιγμή να αυξήσει τα επιτόκια από το ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 2% όπου διατηρούνται τα δύο τελευταία χρόνια, όταν σημειωθεί κάποια ανάκαμψη στην Ευρωζώνη - την περασμένη εβδομάδα η αμερικανική Fed αύξησε το δικό της επιτόκιο στο 3,25%. Οπότε θα κινδυνεύσουν να αυξηθούν οι δαπάνες για τους τόκους του υπέρογκου δημοσίου χρέους, οι οποίες με το ισχύον χαμηλό επιτόκιο έχει προβλεφθεί φέτος να απορροφήσουν το 5,6% του ΑΕΠ, όσο δηλαδή το σύνολο των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού για την υγεία και την παιδεία μαζί. (Περιστασιακή πάντως θεωρείται η ετήσια αύξηση 13,5% που καταγράφηκε στις δαπάνες για τόκους το πεντάμηνο Ιανουαρίου-Μαϊου, τρομάζοντας αρκετές εφημερίδες, καθώς αναμένεται να εξουδετερωθεί ως το τέλος του έτους.)

Μέτρα "μονιμότερου χαρακτήρα"

Στις αρχές Οκτωβρίου η κυβέρνηση θα πρέπει να παρουσιάσει το προσχέδιο για τον προϋπολογισμό του 2006. Και τον ίδιο μήνα είναι υποχρεωμένη να υποβάλει στις Βρυξέλλες έκθεση για την πρόοδο στον περιορισμό του ελλείμματος, εξηγώντας τα "μέτρα μονιμότερου χαρακτήρα" που θα ακολουθήσει.

Στο σκέλος των εσόδων τα περιθώρια βελτίωσης που αντιμετωπίζει είναι περιορισμένα. Ηδη το Μάρτιο, όταν ακόμα η εικόνα των δημοσίων οικονομικών φαινόταν κάπως λιγότερο ζοφερή, ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών \Γιώργος Αλογοσκούφης\ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα προχωρούσε το φθινόπωρο στην εξίσωση της φορολογίας των καυσίμων θέρμανσης και κίνησης, στο όνομα της πάταξης του λαθρεμπορίου. Προφανής επιδίωξη ήταν, βέβαια, να πετύχει σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων, καθώς η ιδέα μιας εκ των υστέρων επιστροφής αυτού του πρόσθετου φόρου στα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα έχει παραμείνει εντελώς αδιευκρίνιστη.

Με τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου να κυμαίνονται όμως σήμερα στα 60 δολάρια το βαρέλι, η αυξημένη φορολογία στο πετρέλαιο θέρμανσης θα είναι εξαιρετικά επαχθής, ενώ θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τον πληθωρισμό. Ακυρώνονται άλλωστε οι όποιες σκέψεις να αυξανόταν τώρα γενικότερα η φορολογία στα καύσιμα, η οποία είναι στην Ελλάδα η χαμηλότερη επιτρεπόμενη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και θα επιβαλλόταν από τις υποχρεώσεις της χώρας στα πλαίσια του πρωτοκόλου του Κυότο.

Αλλη πηγή για να αντληθούν πρόσθετα έσοδα είναι τα ακίνητα, με την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών και με την καθιέρωση του ΦΠΑ στις οικοδομές. Ως αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθήθηκε στο υπουργείο Οικονομικών αφότου ανέλαβε αυτή η κυβέρνηση όμως, αλλά και της εντεινόμενης δυσπραγίας σε αρκετές κατηγορίες επιχειρηματιών και επαγγελματιών, η φοροδιαφυγή έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, ενώ πολύ λιγότερο από τα προσδοκούμενα απέδωσαν οι "περαιώσεις" παλαιότερων χρήσεων, και καθόλου σχεδόν οι "επαναπατρισμοί" κεφαλαίων από το εξωτερικό, πρακτικές αμνήστευσης που ενισχύουν ακόμα περισσότερο την τάση για φοροδιαφυγή. Ούτε θα σώσουν την κατάσταση οι εμπειρογνώμονες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τους οποίους κάλεσε ο κ. Αλογοσκούφης να εισηγηθούν μέσα σε δύο εβδομάδες τρόπους για τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης (το πόρισμά τους αναμένεται στις 13/7).

Μένει η συμπίεση των δαπανών. Για να γίνει ορθολογικά θα χρειαζόταν ολοκληρωμένος και μακροχρόνιος σχεδιασμός. Το κόστος της δημόσιας διοίκησης ως προς το ΑΕΠ είναι στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πολύ υψηλό. Αλλά ενώ δεν μελετώνται τρόποι περιορισμού του, αναγγέλλεται ξαφνικά η πρόσληψη 9.500 αγροφυλάκων. Η κυβέρνηση κινδυνεύει να φθάσει έτσι στο Σεπτέμβριο χωρίς άλλες προτάσεις πέρα από το πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κάτω από τον πληθωρισμό και γενικές περικοπές στις επιχορηγήσεις.

Μέτρα αυτού του είδους δεν θα λύσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας ώστε να της λύσουν τα χέρια για μετά το 2007. Ομως θα την φέρουν σε σύγκρουση με πολύ ευρύτερες κατηγορίες εργαζομένων παρ’όσο μέχρι τώρα, στα μισά της θητείας της και σε έτος δημοτικών εκλογών, όταν θα είχε ανάγκη να επιβεβαιώσει τη λαϊκή της εντολή.

Πορτογαλικές ελπίδες - και διαφορές ουσίας

Μπροστά στα αδιέξοδα, στο υπουργείο Οικονομίας παρακολουθούν με ελπίδες την προσπάθεια της νέας πορτογαλικής κυβέρνησης (σοσιαλιστές), να διαπραγματευθεί με τις Βρυξέλλες προθεσμία ως το 2007 για να επαναφέρει το, επίσης πάνω από 6%, έλλειμμά της κάτω από το 3% του ΑΕΠ.

Αλλά η Πορτογαλία παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από την Ελλάδα: Μία νομική, που μπορεί να αποδειχθεί αποφασιστική, ότι η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος εις βάρος της εισάγεται μόλις τώρα, και αφορά το φετεινό έλλειμμα που προβλέπεται να φθάσει το 6,8% του ΑΕΠ (πέρυσι είχε εκτιμηθεί στο 3% και δεν έχει ακόμα αναθεωρηθεί επίσημα). Η διετία που προβλέπει το αναθεωρημένο σύμφωνο σταθερότητας μπορεί επομένως να θεωρηθεί ότι αρχίζει από το 2006, ενώ για μας η διαδικασία έχει ξεκινήσει από τον περασμένο Ιούνιο.

Και δύο πολύ ουσιαστικές οικονομικές διαφορές: τα τελευταία χρόνια η Πορτογαλία κινείται μεταξύ στασιμότητας και ύφεσης, ενώ το δημόσιο χρέος της δεν έχει ξεπεράσει το 66% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα, αντίθετα, με μεγέθυνση πάνω από 4% έως πέρυσι, ούτε φέτος προβλέπεται να πέσει κάτω από το 3%. Αλλά έχει χρέος 110% του ΑΕΠ, το διπλάσιο σχεδόν του επιτρεπόμενου 60%, και το υψηλότερο από τις 25 χώρες της Ε.Ε.

Εκτύπωση στις: 2024-12-03
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=700