Η Ευρωβουλή αποδοκίμασε την Κεντρική Τράπεζα
Ελίζα, Παπαδάκη
Αυγή της Κυριακής, 2005-07-10
Τα επιτόκιά της διατήρησε αμετάβλητα την Πέμπτη, για εικοστό πέμπτο συνεχόμενο μήνα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρά τις δυσμενείς προοπτικές που διαγράφονται για τη μεγέθυνση και την απασχόληση στην Ευρωζώνη. Η Τράπεζα δεν αγνόησε έτσι μόνο τις ολοένα εντονότερες συστάσεις από πολλές πλευρές να τα μειώσει, αλλά και την καταψήφιση της πολιτικής που ακολουθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Με ψήφους 296 έναντι 287 (και 41 αποχές) οι ευρωβουλευτές απέρριψαν την περασμένη Τρίτη έκθεση του εισηγητή της επιτροπής οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων του Κοινοβουλίου, Γερμανού χριστιανοδημοκράτη Κουρτ Γιόαχιμ Λάουκ, η οποία επικροτούσε πλήρως τις θέσεις της ΕΚΤ. Η απόρριψη της έκθεσης Λάουκ δεν έχει νομικές συνέπειες, καταδεικνύει όμως πολύ συγκεκριμένα τη διάσταση ανάμεσα στους εκλεγμένους αντιπροσώπους των λαών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την κατοχυρωμένα από τις συνθήκες ανεξάρτητη, και μη υπόλογη σε δημοκρατικό έλεγχο για την πολιτική της, Κεντρική Τράπεζα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν υπερψήφισε πάντως τροπολογίες που καλούσαν ρητά την ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια για να ενισχύσει τη μεγέθυνση.
Συνοψίζοντας την άποψη που επικράτησε, ο Ολλανδός σοσιαλιστής Ιεκε βαν ντεν Μπουργκ υπογράμμισε το σαφές μήνυμα που στέλνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας: ότι οι ευθύνες της Τράπεζας είναι πολύ ευρύτερες παρόσο φαίνεται να πιστεύει ο κ. Τρισέ. Είπαμε στην ΕΚΤ, πρόσθεσε, ότι επικεντρώνεται υπερβολικά στενά στη σταθερότητα και αγνοεί την ανάγκη για μεγέθυνση.
Στην ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο κ. Τρισέ είχε δεχθεί ότι η μεγέθυνση παρέμεινε "ασθενής" στην Ευρωζώνη το πρώτο εξάμηνο φέτος, και ότι ο πληθωρισμός διατηρούνταν στο 2,1%, καθώς οι ανοδικές πιέσεις από τις ανερχόμενες τιμές της ενέργειας αντισταθμίζονταν από τις συγκρατημένες αυξήσεις των μισθών κυρίως. Επέμεινε όμως να τονίζει τον κίνδυνο να φύγει προς τα πάνω ο πληθωρισμός λόγω του πετρελαίου και των επιπτώσεων που θα μπορούσαν να φέρουν οι συνεχείς ανατιμήσεις του στους μισθούς και στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, και την ανάγκη "επαγρύπνησης" της ΕΚΤ. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε άλλωστε στις "διόλου ικανοποιητικές" δημοσιονομικές εξελίξεις, μη διακρίνοντας πρόοδο στις χώρες με "ανισορροπίες" και προβλέποντας ότι δεν θα βελτιωθεί φέτος ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη συνολικά (2,7%), ενώ ο λόγος χρέος/ΑΕΠ θα επιδεινωθεί. Εκτιμώντας από την άλλη πλευρά υπαρκτό τον κίνδυνο η αύξηση του ΑΕΠ φέτος στην Ευρωζώνη να είναι χαμηλότερη από τη δημοσιευμένη πρόβλεψη της Τράπεζας (μεταξύ 1,1% και 1,7%, κάτω από το περυσινό 1,8%), ο κ. Τρισέ υποστήριξε τέλος ότι τη μεγέθυνση θα βελτιώσουν οι "διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις" για "ευέλικτες αγορές προϊόντων και εργασίας".
Κριτικές φωνές
Τη λογική αυτή απέκρουσαν πολλοί ευρωβουλευτές, του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος κυρίως. Ενδεικτικά, ο Πορτογάλος Μ.Α. ντος Σάντος τόνισε ότι η πολιτική κρίση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη δεν είναι τόσο θεσμική, όσο κρίση των πολιτικών που ακολουθούνται και που αδυνατούν να προάγουν την ανάπτυξη και την ποιοτική απασχόληση. Η Γαλλίδα Περβάνς Μπερέ, πρόεδρος της επιτροπής οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων, επέκρινε την ΕΚΤ για μονομανία με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και αδυναμία να αντιληφθεί ότι αυτές δεν μπορούν να γίνουν όταν δεν υπάρχει ανάπτυξη. Υπέδειξε έτσι ότι θα ήταν σκόπιμο να αναθεωρηθεί ο στόχος της Τράπεζας για τον πληθωρισμό. Και ο Αυστριακός Χ. Ετλ επισήμανε ότι η σταθερότητα των τιμών δεν αρκεί για να έχουν οι άνθρωποι εμπιστοσύνη όταν δεν βρίσκουν δουλειά ούτε έχουν κοινωνική προστασία. Στη συζήτηση τοποθετήθηκαν, βέβαια, και "γεράκια" της πολιτικής αυστηρότητας, Γερμανοί χριστιανοδημοκράτες ιδίως, όπως ο Οτμαρ Κάρας που κάλεσε τον πρόεδρο της ΕΚΤ να τιμωρήσει τις χώρες με υψηλά ελλείμματα, αυξάνοντας εν ανάγκη τα επιτόκια!
Στην καθιερωμένη συνέντευξή του την Πέμπτη ο κ. Τρισέ απάντησε έμμεσα στη δυσφορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: επέμεινε στο ρόλο του "φρουρού" του νομίσματος, που έχει ανατεθεί στην Τράπεζα από τις συνθήκες, για να υποστηρίξει ότι με τη διατήρηση των προσδοκιών για σταθερότητα των τιμών που επιτυγχάνει, όπως επιβεβαιώνεται από τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια των δεκαετών ομολόγων, δημιουργεί καλό χρηματοοικονομικό περιβάλλον για τη μεγέθυνση και τη δημιουργία απασχόλησης. Απέκρουσε έτσι κατηγορηματικά κάθε ιδέα για αναθεώρηση του στόχου για τον πληθωρισμό.
Οσον αφορά την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ να αφήσει αμετάβλητα τα επιτόκια διότι το σημερινό τους ύψος είναι το "ενδεικνυόμενο", διευκρίνισε ότι αυτή είναι η αξιολόγηση της παρούσας στιγμής, και ότι η Τράπεζα τηρεί τη στάση "βλέποντας και κάνοντας". Εσπευσε όμως να τονίσει ότι με τη δήλωσή του αυτή δεν προαναγγέλλει ούτε μείωση, ούτε αύξηση των επιτοκίων προσεχώς. Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου συνιστούν κίνδυνο συμπίεσης της μεγέθυνσης, αλλά και πληθωρισμού, ξαναείπε.
"Παθολογική μονομανία με τα δημοσιονομικά"
Στο δόγμα Τρισέ δεν αντιτίθενται μόνο σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί. Χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, δηλαδή μείωση των επιτοκίων του ευρώ, έχουν υποδείξει από το περασμένο φθινόπωρο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην ανοιξιάτικη έκθεσή του ο ΟΟΣΑ. Και καθώς το τελευταίο διάστημα διαγράφονται ολοένα δυσμενέστερες οι προοπτικές για τη μεγέθυνση και την απασχόληση στην Ευρωζώνη, οξεία κριτική διατυπώνουν γνωστοί νεοφιλελεύθεροι σχολιαστές, εκτιμώντας ότι πέρα από τις επιβαλλόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα το σοβαρό μακροοικονομικό πρόβλημα που υπάρχει.
Για "παθολογική μονομανία με τη δημοσιονομική πολιτική" κατηγορούσε έτσι την ΕΚΤ ο αρθρογράφος των Financial Times Βόλφγκανγκ Μούνχαου (4/7). Και επίσης διότι θυσιάζει οικονομική μεγέθυνση για έναν ακραίο βαθμό σταθερότητας των τιμών. Ενας στόχος πληθωρισμού 2%, με περιθώριο σφάλματος προς τα πάνω και προς τα κάτω, θα ήταν πολύ λογικότερος από το "χαμηλότερα αλλά πλησίον του 2%" που επιδιώκει η Τράπεζα, υποστηρίζει. Θεωρεί άλλωστε υπερβολική την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, μεγαλύτερη από εκείνην της Τράπεζας της Αγγλίας και της αμερικανικής Fed. H Fed δεν έχει θέσει στόχο πληθωρισμού, έχοντας τη γνώμη ότι ο ορισμός ενός τέτοιου στόχου εναπόκειται στους πολιτικούς. Αλλά η ΕΚΤ δεν διανοήθηκε να συζητήσει με τους υπουργούς Οικονομικών αν χρειάζεται στόχος και σε ποιο ύψος, ενώ επιπλήττει δημόσια τις κυβερνήσεις για έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η Ευρώπη χρειάζεται την ιδέα της σταθερότητας των τιμών και την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, πρέπει όμως να τις κάνει να λειτουργήσουν υπέρ της οικονομίας, καταλήγει ο Μουνχάου.
Από την απέναντι όχθη του Ατλαντικού, επικίνδυνη πλέον για τη συνοχή της Ευρώπης θεωρεί την παρατεταμένη υψηλή ανεργία ο καθηγητής στο Μπέρκλεϊ (επί Κλίντον υπουργός αναπληρωτής Οικονομικών) Τζ. Μπράντφορντ ΝτεΛονγκ. Δίδυμοι φόβοι παραλύουν τους Ευρωπαίους διαμορφωτές πολιτικής, παρατηρεί. Οι κεντρικοί τραπεζίτες φοβούνται ότι οι πιέσεις για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και η υστέρηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για να απελευθερωθεί η προσφορά θα επαναφέρουν τον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970. Οι πολιτικοί φοβούνται το αντίθετο: Ακόμα και αφού προώθησαν μεταρρυθμίσεις που μειώνουν τα επιδόματα ανεργίας ώστε οι εργαζόμενοι να δέχονται θέσεις εργασίας, η σφιχτή νομισματική πολιτική δεν θα επιτρέψει επέκταση της παραγωγής και της απασχόλησης, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η φτώχεια.
Η ΕΚΤ πρέπει να αλλάξει στάση, υποστηρίζει ο ΝτεΛόνγκ. Η Ευρώπη χρειάζεται μια νομισματική πολιτική που θα δίνει μεγαλύτερο βάρος στην αύξηση της απασχόλησης στο βορρά παρά στην ηπειρωτική σταθερότητα των τιμών. Ο πληθωρισμός είναι αναγκαίος στη νότια και ανατολική Ευρώπη που αναπτύσσονται, ώστε να βελτιώσουν τους όρους εμπορίου τους. Η ΕΚΤ δεν πρέπει να να προσπαθεί να εξισορροπήσει τον πληθωρισμό νότια και ανατολικά με τον αποπληθωρισμό στο βορρά για να πιάσει τεχνητούς ηπειρωτικούς στόχους, τονίζει.
* Σε άμεση επικοινωνία ήταν την Πέμπτη ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ με τους ομολόγους του Μέρβιν Κινγκ της Τράπεζας της Αγγλίας και Αλαν Γκρίνσπαν της αμερικανικής Fed μετά τις φονικές τρομοκρατικές επιθέσεις στο Λονδίνο. Ησαν έτοιμοι να πάρουν όποια μέτρα θα απαιτούνταν για να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία των αγορών, είπε στους δημοσιογράφους ο κ. Τρισέ.
Μια μεγάλη παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών για την ενίσχυση της ρευστότητας είχε σταθεί απαραίτητη μετά τις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Αυτή τη φορά όμως, όπως και το Μάρτιο του 2004 μετά τις βόμβες στη Μαδρίτη, οι αντιδράσεις στις αγορές ήσαν σε πρώτη φάση μάλλον ήπιες.
Εκτύπωση στις: 2024-12-03
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=703