Η εναρκτήρια ομιλία του Φώτη Κουβέλη στο 4ο Συνέδριο της ΔΗΜΑΡ

800 σύνεδροι λαμβάνουν μέρος

2015-06-05


«Η χώρα βρίσκεται σε μια πραγματικά κρίσιμη καμπή. Αβεβαιότητες, κίνδυνοι αλλά και δυνατότητες για μια διαφορετική πορεία εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου.

Λένε από το χώρο της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ: Να γιατί δεν χρειάζονταν οι εκλογές.

Διαφωνούμε κατηγορηματικά.

Η πολιτική της προηγούμενης δικομματικής κυβέρνησης αποδείχθηκε αναποτελεσματική για την έξοδο από την κρίση. Και αυτό συνέβη διότι δεν διεκδίκησε αλλαγές στο πρόγραμμα προσαρμογής και υπηρέτησε την εφαρμογή κλασσικών συντηρητικών πολιτικών, όπως:

• τη συμπίεση της μισθωτής εργασίας,

• τη μεγέθυνση των ανισοτήτων,

• την υπερφορολόγηση των μεσαίων και κατώτερων οικονομικά στρωμάτων,

• την αποδόμηση των κοινωνικών υπηρεσιών.

• Αυτή η πολιτική δεν μπορούσε να έχει τη συναίνεσή μας.

Δεν ψηφίσαμε την πρόταση της τότε κυβέρνησης για εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας και συμβάλλαμε στο να δημιουργηθεί η δυνατότητα για κυβερνητική αλλαγή.

Το κάναμε χωρίς να εμπλακούμε σε οποιαδήποτε διαδικασία για την απόσπαση κομματικού ή προσωπικού οφέλους. Το κάναμε γιατί έπρεπε να γίνουν εκλογές.

• Η χώρα έπρεπε να αλλάξει πολιτική και να επαναδιαπραγματευθεί με τους εταίρους. Η προηγούμενη κυβέρνηση δεν μπορούσε και δεν ήθελε να κάνει ούτε την επαναδιαπραγμάτευση, ούτε μια νέα συμφωνία. Η χώρα για να πετύχει καλύτερους όρους με την επαναδιαπραγμάτευση χρειάζονταν νέους πολιτικούς συσχετισμούς που θα έδιναν την ευκαιρία επανατοποθέτησης του ελληνικού προβλήματος. Σε τέτοιες περιόδους, που η χώρα αντιμετωπίζει βασικά διλήμματα, η έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας είναι απαραίτητη.

Καμιά πολιτική δεν μπορεί να προχωρήσει για το λαό χωρίς το λαό. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εξαλειφτεί το φαινόμενο της μεγάλης απόκλισης μεταξύ των πολιτικών επαγγελιών και των πραγματικών δυνατοτήτων της πολιτικής.

• Σε αυτό το διάστημα πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου, εμείς δεν παρασυρθήκαμε στα εύκολα και μεγάλα λόγια.

Όταν οι μεν «έσχιζαν» το μνημόνιο και οι δε κατασκεύαζαν μια εικονική έξοδο από αυτό, εμείς ταχθήκαμε σταθερά υπέρ μιας νέας συμφωνίας με τους εταίρους, που θα συνοδευόταν από ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων.

Για αυτό εξάλλου είχαμε απευθύνει πρόσκληση διαλόγου για το περιεχόμενο μιας νέας προοδευτικής διακυβέρνησης.

Στόχος μας ήταν το διαφαινόμενο άνοιγμα του δρόμου για τις εκλογές να συνδυαστεί με την κατάλληλη προγραμματική σύγκλιση ενός ευρέος μετώπου δυνάμεων για την προοδευτική αλλαγή.

Το ΠΑΣΟΚ τοποθετήθηκε υπέρ της συνέχισης της ίδιας πολιτικής της τότε δικομματικής κυβέρνησης. Το ΠΟΤΑΜΙ αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συζήτηση. Οι «Οικολόγοι Πράσινοι» προτίμησαν την αυτοτελή δική τους συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπαναχώρησε από τη διαδικασία προγραμματικής σύγκλισης και όρισε ως προϋπόθεση και όρο της όποιας συμφωνίας, το λεγόμενο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Μετά από αυτό δεν υπήρξε προγραμματική σύγκλιση.

• Η Δημοκρατική Αριστερά υπερέβη τις απλουστεύσεις ότι κάθε τι που είναι ενάντια στο μνημόνιο είναι κακό ή το αντίστροφο. Κατέθεσε ρεαλιστικές εναλλακτικές προτάσεις για την έξοδο από την κρίση. Μαζί όμως με τα λάθη που κάναμε, προσκρούσαμε στην απλουστευτική κοινωνική και πολιτική πόλωση, που προώθησαν με επιτυχία οι άλλες πολιτικές δυνάμεις.

• Σήμερα η χώρα έχει νέα κυβέρνηση. Την κρίνουμε με βάση της πολιτική της. Δεν θα ακολουθήσουμε τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που καθορίζουν τη στάση τους έναντι της κυβέρνησης στη βάση της αγωνίας για πολιτική και κομματική δικαίωση.

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν κάνουμε κριτική στην κυβέρνηση. Την κρίνουμε στο πεδίο των πραγματικών γεγονότων και με κριτήριο όσα θέσαμε στο προηγούμενο μας συνέδριο ως τους αναγκαίους στόχους για τη χώρα: την ευρωπαϊκή επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος με διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας και την εφαρμογή μιας προοδευτικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής στο εσωτερικό της χώρας.

Υπό αυτό το πρίσμα κρίνουμε την κυβέρνηση, με κύριο και βασικό στοιχείο την ολοκλήρωση της επαναδιαπραγμάτευσης με έναν έντιμο συμβιβασμό και την προώθηση στο εσωτερικό της χώρας ενός προγράμματος αναγκαίων εκσυγχρονισμών, δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και δίκαιων αλλαγών.

• Πιστεύω ότι είναι λάθος να προκαταλάβουμε τις εξελίξεις. Χωρίς να υποβιβάζουμε την κριτική μας προς το ΣΥΡΙΖΑ για όσα θέματα έχουμε διαφωνίες, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι:

Πρώτον, η δική μας στάση πάντοτε έβαζε σε προτεραιότητα το συμφέρον της χώρας και της κοινωνίας και όχι την αποδόμηση της εκάστοτε κυβέρνησης. Η επιτυχία της κυβέρνησης θα είναι επιτυχία για την κοινωνία, για τον τόπο και τούτο ανεξάρτητα από την κριτική που μπορεί και πρέπει να ασκούμε και τις διαφωνίες μας.

Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκασμένος να κάνει την τελική επιλογή που θα επηρεάσει καθοριστικά τη διαμόρφωση της πολιτικής του. Αν συμφωνήσει με τους εταίρους δεν μπορεί παρά στη συνέχεια να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, γεγονός που αντικειμενικά θα ωθήσει σε σημαντικές αλλαγές. Αν επιλέξει τη ρήξη, η αντίθεση μας είναι δεδομένη, αφού η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη είναι ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής μας πρότασης. Εμείς, βεβαίως δεν κάνουμε απλώς ως παρατηρητές εκτιμήσεις για την κυβερνητική πολιτική. Είμαστε ενεργό πολιτικό υποκείμενο και διατυπώνουμε την πολιτική μας πρόταση για το που -κατά την άποψη μας -πρέπει να πάει η χώρα. Η βαρύτητα της θέσης μας στην κριτική ή την υποστήριξη προς την κυβέρνηση συναρτάται με την συγκυρία και τις εξελίξεις και γίνεται πάντα από την οπτική των θέσεων μας.

Αν παραβλέψουμε τον μεταβατικό χαρακτήρα της περιόδου που διανύουμε και κάνουμε γρήγορα οριστικές εκτιμήσεις, αυτές θα εκφράζουν μια στατική προσέγγιση και δεν θα λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι οι εξελίξεις είναι δυναμικές και περιλαμβάνουν τη δυνατότητα πολιτικών ανακατατάξεων.

• Η χώρα βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση καθώς η κυβέρνηση επαναδιαπραγματεύεται με τους εταίρους. Αυτή η διαδικασία δεν είναι “περίπατος”, παρά τις αυταπάτες, που είχαν καλλιεργηθεί προεκλογικά.

Εμείς είχαμε υποστηρίξει την ανάγκη σθεναρής διαπραγμάτευσης με στόχο μια νέα συμφωνία που θα περιλαμβάνει την ουσιαστική ελάφρυνση των βαρών του χρέους, τη σύνδεση της δημοσιονομικής προσαρμογής με την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία, την εφαρμογή μέτρων χρηματοοικονομικής υποβοήθησης για την ανάκαμψη της οικονομίας, με ταυτόχρονη δέσμευση της χώρας μας ότι θα καλύπτει τους στόχους που θα τεθούν.

• Αντιμετωπίζουμε τη διαδικασία της επαναδιαπραγμάτευσης ως διεκδίκηση εθνικής σημασίας. Έτσι εξάλλου την αντιμετωπίζει και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού.

Η Ελλάδα κάνει τη διαπραγμάτευση σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που κυριαρχούν οι πολιτικές λιτότητας. Υπάρχουν ισχυροί συντηρητικοί ευρωπαϊκοί κύκλοι, που προσπαθούν να “τορπιλίσουν” μια συμφωνία, στην ουσία επιδεικνύοντας αντιευρωπαϊκή συμπεριφορά υψηλού κινδύνου. Όμως σημαντικό μέρος των εταίρων συνειδητοποιεί ότι το πρόγραμμα προσαρμογής είναι κοινωνικά μη ισορροπημένο και με αποδεδειγμένα λανθασμένες συνταγές και ότι το ενδεχόμενο Grexit εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους και για την Ευρώπη.

• Θεωρούμε σημαντικό το γεγονός ότι η παρούσα κυβέρνηση ανέδειξε την κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας στο πλαίσιο της προωθούμενης διαπραγμάτευσης και ορθά επίσης ανέδειξε ότι η λύση του ελληνικού προβλήματος είναι προς αμοιβαίο όφελος. Ταυτόχρονα, σημαντικά λάθη ήταν παρόντα, όπως:

• η μη πρόβλεψη της ανάγκης στοιχειώδους χρηματοδοτικής στήριξης για το διάστημα που διαρκούν οι διαπραγματεύσεις

• η επικέντρωση στη διάσταση της επικοινωνιακής διαχείρισης

• η καθυστέρηση στην κατάθεση συγκεκριμένων εναλλακτικών προτάσεων

• η μη έγκαιρή προώθηση μιας συνολικής πρότασης με ρεαλιστικές λύσεις για το σύνολο των εκκρεμοτήτων (δηλαδή αξιολόγηση τρέχοντος προγράμματος, χρέος, επενδυτικό πρόγραμμα), γεγονός που οδήγησε σε πισωγύρισμα και, για μια ακόμη φορά, αποσπασματική εξέταση της δημοσιονομικής διάστασης

• ο μη αποκλεισμός – από τμήμα των κυβερνητικών στελεχών – του ενδεχόμενου της ρήξης

• Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποιεί ότι είναι ανέφικτη η μονομερής ακύρωση του μνημονίου και η περικοπή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Η εντολή που έχει λάβει η ελληνική κυβέρνηση είναι η αλλαγή πολιτικής εντός ευρώ. Ταυτόχρονα πρέπει να αποφύγει το ενδεχόμενο να περιπέσει η χώρα σε μια κατάσταση μη συμφωνίας με τους εταίρους που θα ισοδυναμεί με παραγωγική υποβάθμιση, παράλυση και απομόνωση.

• Το ενδεχόμενο ρήξης πρέπει να αποκλειστεί και από τις δύο πλευρές. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως διαπραγματευτική απειλή και δεν πρέπει να εξετάζεται ως μία από τις εναλλακτικές επιλογές.

Είναι μονόδρομος ο συγκερασμός των θέσεων της Ελλάδας και των άλλων κρατών μελών της Ε.Ε.

Κόκκινες γραμμές δεν είναι οι επιμέρους ρυθμίσεις, παρά τη μεγάλη και αυτοτελή αξία τους.

• Πιστεύουμε ότι η χώρα πρέπει να έχει ως κόκκινη γραμμή την απαίτηση για την εφαρμογή μιας νέας συμφωνίας που θα περιλαμβάνει προσγείωση δημοσιονομικών στόχων, διαφορετικό κοινωνικό επιμερισμό στα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής και δέσμευση ότι θα υπάρξει ελάφρυνση του χρέους και χρηματοοικονομική αναπτυξιακή υποβοήθηση.

Αυτό που έχει σημασία είναι να δημιουργηθεί πεδίο για τη σταδιακή εφαρμογή μιας διαφορετικής πολιτικής εξόδου από την κρίση.

• Τα δημοσιονομικά προβλήματα μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστούν χωρίς επιβάρυνση των αδύναμων πολιτών και αύξηση των ανισοτήτων. Η επαναθεμελίωση του κράτους με διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος και η αναβάθμιση των υπηρεσιών προς τον πολίτη δεν θα αποτελέσει μόνο εκπλήρωση κοινωνικού ρόλου, αλλά θα έχει και σημαντική θετική επίδραση στην ανάπτυξη.

• Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστήριξη από την πλειοψηφία του λαού για διαπραγμάτευση και νέα συμφωνία, με την Ελλάδα εντός ευρωζώνης.

• Μετά από ένα τετράμηνο διαπραγματεύσεων δεν φαίνεται άμεσα δυνατή συμφωνία με τους εταίρους. Μεταξύ των εταίρων κυριαρχεί η λογική της συνέχισης των ίδιων πολιτικών στην Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση αργοπορημένα μετακινήθηκε από την αρχική θέση για πλήρη εφαρμογή του προγράμματός της σε ρεαλιστικότερες προσεγγίσεις, όπως φάνηκε από την πρόσφατη πρόταση που κατέθεσε.

Η πρόταση των θεσμών περιλαμβάνει απαράδεκτα μέτρα και ως σύνολο απομακρύνεται από το πεδίο που είχε διαφανεί ότι θα αποτελούσε το πεδίο σύγκλισης στη βάση των έως τώρα διαπραγματεύσεων. Λειτουργεί ως πρόταση απόκλισης και όχι ως πρόταση σύγκλισης. Δεν αντιστοιχεί με την προσπάθεια που έγινε από πλευράς της Ελλάδας. Ούτε βοηθάει τη χώρα μας να συμφωνήσει. Αντικειμενικά ενισχύει εκείνες τις πολιτικές τάσεις που υποστηρίζουν τη ρήξη. Αυτή η πρόταση δεν είναι προς όφελος της κοινής ευρωπαϊκής πορείας.

Η πρόταση των εταίρων δεν είναι ούτε μεταρρυθμιστική. Συνεχίζει την ίδια πολιτική λογική που αποδείχθηκε λανθασμένη και δεν θα δώσει διέξοδο από την κρίση.

Αν με την πρόταση τους οι θεσμοί έχουν ως στόχο να βάλουν αρχικά τα σκληρότερα δυνατά μέτρα ώστε στη συνέχεια να έχουν περιθώρια υποχώρησης, τότε επιλέγουν έναν επικίνδυνο τακτικισμό. Ο τακτικισμός δεν βοηθάει τη συμφωνία. Τώρα και για τις δύο πλευρές είναι η φάση της προσγείωσης στο εφικτό.

Είχαμε προειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση ότι η παράταση του χρόνου λειτουργεί σε βάρος μας και ότι δημιουργεί τον κίνδυνο της άτακτης υποχώρησης υπό συνθήκες χρηματοπιστωτικής ασφυξίας. Προειδοποιούμε και σήμερα ότι οι διακηρύξεις περί ρήξης δεν βοηθούν στην πραγματικότητα τη διαπραγμάτευση. Άλλο η αποφασιστική στάση και άλλο η επιλογή της ρήξης.

Σήμερα πρέπει να υπάρχει ένα αρραγές εθνικό μέτωπο με στόχο την επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους. Αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος.

Η συμφωνία πρέπει να είναι συνολική δηλαδή να περιλαμβάνει ελάφρυνση του χρέους, αναπτυξιακό πρόγραμμα και συμφωνία για τα δημοσιονομικά.

Έτσι τα όποια δημοσιονομικά μέτρα ληφθούν δεν θα λειτουργούν από μόνα τους και θα αλληλεπιδρούν με αντίρροπα αναπτυξιακά μέτρα. Η πρόβλεψη ρήτρας ότι αν δεν καλύπτονται οι στόχοι θα γίνονται τροποποιήσεις μπορεί να απαντά στις αντιρρήσεις των δανειστών. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να υπάρχει ρήτρα αντικατάστασης ή ελάφρυνσης μέτρων από υπεραποδόσεις που θα προκύπτουν από την αντιμετώπιση παθογενειών. Η κοινωνία πρέπει να επιβραβεύεται για την αντιμετώπιση των παθογενειών, όπως η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η αύξηση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ, η καταπολέμηση της διαφθοράς, μεγέθη που θα επιφέρουν μείωση των δαπανών ή αύξηση των εσόδων του δημοσίου.

Η όποια παράταση του προγράμματος χρειασθεί για την ολοκλήρωση της συμφωνίας πρέπει να περιλαμβάνει την αξιοποίηση του υπολοίπου ποσού των 11 δις από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ώστε να μπορέσει η χώρα να καλύψει τις υποχρεώσεις της που λήγουν.

Σε κάθε περίπτωση η όποια παράταση πρέπει να είναι η μικρότερη δυνατή, διότι η αβεβαιότητα συρρικνώνει την πραγματική οικονομία και απειλεί με εξαφάνιση πολλές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.

• Για την έξοδο από την κρίση δεν φτάνει μόνο η επίτευξη ουσιαστικών αλλαγών στη σχέση και τις υποχρεώσεις της χώρας μας προς τους εταίρους. Είναι αναγκαία η προώθηση ενός εθνικού συνεκτικού αναπτυξιακού προγράμματος με εκσυγχρονισμούς, δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και κοινωνικά δίκαιες αλλαγές σε όλους τους τομείς. Αντίθετα θα αποτελέσει έναν ατελέσφορο δρόμο η εφαρμογή πολιτικών που αναπαράγουν συντεχνιακές ρυθμίσεις και αναδιανεμητικές λογικές του παρελθόντος και κρατισμό.

Αυτό το αναγκαίο πρόγραμμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων είναι λάθος να συναρτάται αποκλειστικά με τη συμφωνία με τους εταίρους ωσάν να μην χρειάζεται να γίνει με πρωτοβουλία της χώρας.

Το Ασφαλιστικό, η Δημόσια Διοίκηση, η Παιδεία, η Υγεία, η Δικαιοσύνη, η διαμόρφωση ενός νέου – σύγχρονου παραγωγικού μοντέλου, χωρίς πελατειακό κράτος και συντεχνιακές πρακτικές, είναι τομείς που χρειάζονται σοβαρές αλλαγές. Αλλαγές που δεν θα αποτελούν επαναφορά στην πρότερη του μνημονίου κατάσταση, αλλά πέρασμα σε ένα νέο υπόδειγμα με σύγχρονες προοδευτικές πολιτικές.

Καθοριστικής σημασίας είναι η ανάδειξη της προτεραιότητας του γενικού συμφέροντος αντί της άθροισης επιμέρους συμφερόντων, συχνά σε βάρος του γενικού και η διαμόρφωση νέων σχέσεων των πολιτών με την πολιτική που θα υπερβαίνει τις πελατειακές και συντεχνιακές λογικές.

Έναντι της παλιάς συνήθειας να μιλούμε μόνο για την αναδιανομή πρέπει να μιλούμε πρώτα για την παραγωγή. Για ένα βιώσιμο παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο, καινοτόμο προς όφελος των πολλών, με ανοιχτό και εξωστρεφή προσανατολισμό.

• Στα συνέδρια μας που μεσολάβησαν, αλλά και σε όλες τις εσωκομματικές μας διαδικασίες, συζητήσαμε εξαντλητικά για τους λόγους που οδήγησαν στην εκλογική ήττα της Δημοκρατικής Αριστεράς και στη μεγάλη μείωση της επιρροής της. Οι θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής αναφέρονται εκτεταμένα.

Η μεγάλη συρρίκνωση της επιρροής μας δημιουργεί αντικειμενικά το ερώτημα αν άξιζε η δημιουργία του κόμματος μας.

Απαντώ χωρίς αμφιβολία ότι ναι, άξιζε.

Άξιζε η κατάθεση προτάσεων που υπερέβαιναν το συντηρητικό μονόδρομο και τα στερεότυπα του λαϊκισμού, συγκροτώντας μια διαφορετική πολιτική εξόδου από την κρίση με ρεαλιστικές και προοδευτικές προτάσεις. Άξιζε η ανάδειξη του προοδευτικού προσήμου στο αίτημα των μεταρρυθμίσεων σε αντίθεση με τις απορρυθμίσεις, αλλά και στη λογική της άρνησης των αναγκαίων αλλαγών. Άξιζε η επιλογή ευθύνης για να αποτραπεί η χρεοκοπία της χώρας. Άξιζε η ανάδειξη της ανάγκης για προοδευτική αλλαγή στη χώρα με σταθερή την ευρωπαϊκή πορεία. Άξιζε η πολιτική μας αυτονομία από τα μεγάλα και μικρά συμφέροντα.

Σε αυτή μας την πορεία υπήρχαν εξωτερικές αρνητικές επιδράσεις, όπως το ότι δεν υπήρχαν ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις που να υποστηρίζουν δύσκολα μέτρα προσαρμογής με δίκαιο επιμερισμό και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, που επαγγελόμασταν ως ΔΗΜΑΡ. Αυτές οι επιδράσεις δυσχέραιναν το έργο μας. Όμως σημαντικός παράγοντας της ήττας ήταν οι σοβαρές υποκειμενικές αδυναμίες και οι λανθασμένοι πολιτικοί χειρισμοί μας. Οι κυριότεροι ήταν:

Δεν καταφέραμε να γίνουμε κόμμα δράσης, να αναπτύξουμε δεσμούς κοινής δράσης και διεκδίκησης με τους πολίτες και να ταυτιστούμε στη συνείδηση τους με συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις και ενέργειες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους.

Δεν καταφέραμε να αποτελέσουμε στη συνείδηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού την εναλλακτική λύση. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι (ορθώς) δεν υποστηρίξαμε μαγικές λύσεις αλλά και στο ότι συχνά οι πολιτικές μας θέσεις παρουσιάζονταν με τρόπο που υποβάθμιζε τη διάσταση ότι συγκροτούν μια πρόταση αλλαγής πολιτικών.

Η πολιτική μας επιδίωκε να ισορροπήσει μεταξύ των δύο ρευμάτων που ενυπήρχαν μέσα στους ψηφοφόρους μας, το ένα υπέρ της σταθερότητας μαζί με τη Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ και το άλλο υπέρ της αλλαγής κυβέρνησης. Εκ του αποτελέσματος φάνηκε ότι οι πολιτικές μας ενέργειες δεν ικανοποίησαν κανένα από τα δύο ρεύματα.

Η πλειονότητα των πολιτών εκτίμησε ως ανεπιτυχή τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση, καθώς δεν πείσαμε για την ικανότητα μας ως κόμμα εφαρμοσμένης προοδευτικής πολιτικής. Σε αυτό συνέβαλε και το ότι δεν κατορθώσαμε να κάνουμε γνωστό με επάρκεια το τι αποκρούσαμε, τι περιορίσαμε και τι επιβάλλαμε με την κυβερνητική μας παρουσία.

Η αποχώρηση μας από την κυβέρνηση προκάλεσε σοβαρές διαφωνίες στο εσωτερικό του κόμματος. Ακολούθησε μεγάλης έκτασης και υπερτροφικά προβαλλόμενης μηδενιστική κριτική στις επιλογές του κόμματος, με αποτέλεσμα να δίνεται η εικόνα ενός κόμματος που εκπέμπει πολλαπλά και σοβαρά μηνύματα, γεγονός που μείωνε τη δυνατότητα να παρακολουθηθεί και να αξιολογηθεί από τους πολίτες η πολιτική μας πρόταση στη νέα φάση.

Μετά την αποχώρηση μας από την κυβέρνηση δεν πείσαμε ότι η πολιτική του τρίτου πόλου ήταν στοιχείο αλλαγής πολιτικής, αφού η έμπρακτη προώθηση της επιχειρήθηκε αργοπορημένα και εμφανίστηκε ως κίνηση πριν τις ευρωεκλογές που αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τη συνεργασία μας με ένα τμήμα πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ.

Την περίοδο μετά τις ευρωεκλογές η προσπάθεια μας να πείσουμε για την ανάγκη ενίσχυσης της Δημοκρατικής Αριστεράς ώστε να είναι παρούσα στην πολιτική αλλαγή, δεν βρήκε ανταπόκριση διότι αυτό που κυριάρχησε, ακόμη και για πολίτες που βρίσκονταν κοντά στις δικές μας θέσεις, ήταν η επιθυμία να αναδειχθεί καθαρός νικητής και φορέας αλλαγής ο ΣΥΡΙΖΑ.

Σε όλη τη διαδρομή μας δεν δώσαμε έμπρακτα δείγματα ανανέωσης του πολιτικού λόγου και των μορφών επικοινωνίας, ενίσχυσης της συμμετοχής των μελών του κόμματος στην καθημερινή δράση και διαμόρφωση της πολιτικής μας, ενώ δεν κάναμε ουσιαστική προσπάθεια για να υπάρξει άνοιγμα προς τις νεώτερες ηλικίες.

• Το δεύτερο ερώτημα, που αντικειμενικά τίθεται, είναι αν υπάρχει λόγος ύπαρξης της ΔΗΜΑΡ μετά τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών.

Θεωρώ ότι αξίζει να συνεχίσουμε. Οι βασικές ιδέες της ιδρυτικής μας διακήρυξης, οι ιδέες της ανανεωτικής αριστεράς, του δημοκρατικού σοσιαλισμού και του αριστερού ευρωπαϊσμού, παραμένουν αναγκαίες, εξαιρετικά επίκαιρες και χρήσιμες για την κοινωνία και τη χώρα.

Να το υπογραμμίσω και διαφορετικά: η ΔΗΜΑΡ ηττήθηκε εκλογικά αλλά οι ιδέες που εξέφραζε και εκφράζει είναι όρθιες. Αν υπάρχει μάλιστα μια ελπίδα η χώρα να προχωρήσει μπροστά με ρεαλισμό και ευθύνη, αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει στη βάση της δέσμης αυτών ακριβώς των ιδεών, που βλέπουν την προοδευτική εξέλιξη της χώρας μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη.

Παρά τη σημερινή πολιτική συρρίκνωσή της, προέχει η ΔΗΜΑΡ να παραμείνει ως αυτόνομος πολιτικός φορέας με παρεμβατική λογική στις πολιτικές εξελίξεις, γιατί “έχει πράγματα να πει και να κάνει” χρήσιμα για την χώρα. Σήμερα μάλιστα, οι πολιτικές της ΔΗΜΑΡ αποκτούν άμεσο αντίκρισμα.

Μπορούμε να λειτουργήσουμε ως δύναμη που θέτει ζητήματα, παράγει θέσεις, παρεμβαίνει για την προώθηση καινοτόμων αριστερών – προοδευτικών ιδεών για την έξοδο της χώρας από την κρίση και τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Η παρουσία μας με το δικό μας διακριτό πλαίσιο θέσεων θα έχει θετική συμβολή στο να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για να συντελεστεί στη χώρα μια προοδευτική αλλαγή με σύγχρονο, εναλλακτικό, ρεαλιστικό, μεταρρυθμιστικό σχέδιο.

Προϋπόθεση βεβαίως για αυτό είναι να υπερβούμε αδυναμίες του παρελθόντος. Να μην δίνουμε την εικόνα μιας ταλαντευόμενης δύναμης μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών θέσεων και επιλογών.

Να μη δίνουμε την εικόνα ότι κυριαρχούμαστε από τις εσωκομματικές διενέξεις και τους προσωπικούς ρόλους. Να μην ξαφνιάζουμε όσους μας παρακολουθούν, με την ικανότητα μας να τριχοτομούμαστε, ακόμα και στο μικρό μέγεθος που έχουμε περιέλθει.

• Αυτοπροσδιοριζόμαστε ως δύναμη της αριστεράς με ευρωπαϊκό, μεταρρυθμιστικό, δημοκρατικό και ανανεωτικό χαρακτήρα.

Οι πολιτικές μας θέσεις αυθεντικά εκφράζονται με την πολιτική μας αυτονομία και με συμπράξεις με δυνάμεις που μπορούμε να έχουμε προγραμματική σύγκλιση.

Σε κάθε περίπτωση όμως, οι συνθήκες ευνοούν μια παρεμβατική παρουσία της Δημοκρατικής Αριστεράς, χωρίς να εγκλωβίζεται σε προκατασκευασμένες και ως εκ τούτου έωλες επιδιώξεις συνεργασιών και ομοσπονδιών. Χωρίς επίσης να εγκλωβίζεται σε μια παρακολουθηματική σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ.

Η πολιτική των συμμαχιών μας κατά την περίοδο που διανύουμε προσδιορίζεται και έρχεται να υπηρετήσει το κύριο ζητούμενο που είναι η προοδευτική πορεία της χώρας.

• Ιδρύσαμε τη Δημοκρατική Αριστερά μαζί.

Αγωνίστηκα μαζί σας για την ανάπτυξη και την προώθηση των ιδεών και των πολιτικών της θέσεων.

Ο τρόπος που λειτουργήσαμε υπήρξε πάντοτε συλλογικός

Ως Πρόεδρος όμως και εκ των ιδρυτών αυτού του κόμματος ανέλαβα πάντοτε και αναλαμβάνω και τώρα την ευθύνη της ήττας.

Η ευθύνη ενός επικεφαλής κόμματος είναι αντικειμενικά συνολική αφού αφορά όχι μόνο αυτά που έκανε αλλά και αυτά που δεν έκανε. Τα όποια λάθη μου όμως δεν προέκυψαν από προσωπική ή μικροκομματική ιδιοτέλεια.

Όπως και σας, δεν με κέρδισαν τα αξιώματα και η εξουσία.

Δεν μπήκα σε θέση αντιπροέδρου στην τρικομματική κυβέρνηση ακριβώς για να δείξω ότι ενδιαφερόμαστε για την πολιτική και όχι για τα αξιώματα.

Δεν ήμουν υποψήφιος για Πρόεδρος της Δημοκρατίας ακριβώς γιατί προέταξα το πολιτικό και όχι το προσωπικό. Γιατί πίστευα ότι πρέπει να υπάρξει αλλαγή πολιτικής και επαναδιαπραγμάτευση με τους εταίρους. Δεν σας πρότεινα να συμπράξουμε εκλογικά με το ΣΥΡΙΖΑ αφού δεν διασφαλιζόταν η κοινή προγραμματική βάση.

Έκανα λάθη σε αυτούς τους χειρισμούς, όπως ότι υποτίμησα την εικόνα που άλλοι διαμόρφωναν για τις επιλογές μας. Όμως όπως και εσείς, δεν εκχωρήθηκα σε εξωθεσμικά κέντρα και δεν λειτούργησα με ίδιον όφελος.

• Οι αριστεροί είναι δρώντα πρόσωπα που αξιοποιούν την εμπειρία, την αρνητική και θετική, για να αλλάξουν τον κόσμο. Για να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Και οι αριστεροί της ανανέωσης είναι αυτοί που ρίχνουν το όποιο βάρος διαθέτουν, με καρδιά και μυαλό, σε πολιτικές καινοτόμες, ριζοσπαστικές, αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικές και μετρημένες.

Αυτοί οι αριστεροί είμαστε. Και θα υπάρξουμε – οφείλουμε να υπάρξουμε – όχι για μας, αλλά για τον τόπο. Όχι για την προσωπική προοπτική του καθενός και της καθεμιάς, αλλά για την ανάγκη της κοινωνίας, που πρέπει να αναπνεύσει, να ανασάνει, να γυρίσει σελίδα, παίρνοντας διαζύγιο από τις πολιτικές που την πλήγωσαν.

Το κόμμα μας, ο ιδεολογικός και πολιτικός μας χώρος, η κοίτη που μας έφερε μέχρι εδώ, πρέπει να υπάρξει – και η ποιότητα των ανθρώπων του με πείθει προσωπικά σε απόλυτο βαθμό πως θα υπάρξει.

Να ξαναστήσουμε το χώρο μας από την αρχή. Πρέπει να βάλουμε στην άκρη τα προσωπικά, τις δικαιολογημένες και αδικαιολόγητες πικρίες, να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων.

Δεν θα είμαι υποψήφιος για την ηγεσία του κόμματος.

Πιστεύω και θέλω να γίνει ανανέωση.

Είμαι και θα είμαι παρών στην πολιτική ζωή του τόπου. Θα παραμείνω στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας για τη συνέχιση της πολιτικής συμβολής της Δημοκρατικής Αριστεράς προς όφελος της κοινωνίας και της χώρας.

Επιμένουμε και προχωράμε στο δρόμο των πολιτικών μας αξιών και των αρχών μας. Προχωράμε με σταθερές τις ιδέες μας για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, για τον αριστερό ευρωπαϊσμό, για την μεταρρυθμιστική-οικολογική εγρήγορση, για την προοδευτική κοινωνική εξέλιξη».

5/06/2015


Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=8512&export=print