Ο «πολιτισμός της Δημοκρατίας»
H Aριστερά στην αφετηρία για την ανασυγκρότησή της
Γιάννης, Βούλγαρης
Τα Νέα, 2005-12-03
Δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να καταλάβουμε ότι η Eυρώπη και μαζί της η Eλλάδα διασχίζουν ένα σκοτεινό τούνελ, χωρίς να φαίνεται φως στην άκρη. H Aριστερά αποτελεί το πρώτο θύμα της κρίσης, καθώς κινδυνεύει να χάσει την ψυχή της. H ανάταση της Aριστεράς συνδέεται και συμβαδίζει με την ανάταση της Eυρώπης. Στο πλαίσιο του Eθνικού Kράτους περιορίζονται οι δυνατότητες εναλλακτικών πολιτικών, ενώ αυξάνεται η αίσθηση ότι «όλοι το ίδιο είναι»
H άνοδος της Νέας Δεξιάς (Θάτσερ, Ρέιγκαν) είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός αγώνα για την ιδεολογική ηγεμονία και άλλαξε την πολιτική ατζέντα στις επόμενες δεκαετίες. Στον χώρο της Αριστεράς, μόνον ο «μπλερισμός» συνοδεύθηκε από μια ευρύτερη ιδεολογική θεμελίωση υπό τον τίτλο «τρίτος δρόμος»
Δεν είναι τυχαίο, ότι η τελευταία μεγάλη αντιπαράθεση που είχε έντονη τη διάκριση Δεξιάς - Αριστεράς, αφορούσε τον πόλεμο του Ιράκ και ουσιαστικά διεξήχθη στον ευρωπαϊκό στίβο, της «παλαιάς» έστω Ευρώπης.
Κάποτε οι κομμουνιστές, αυτοί οι «απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας», έλεγαν «όσο πιο σκοτεινή είναι η νύχτα, τόσο πιο κοντά είναι η αυγή». Ας δανειστούμε λίγη από την αισιοδοξία τους (στον καναπέ άλλωστε καθόμαστε, όχι στα βράχια της Μακρονήσου) και ας υποθέσουμε ότι η πορεία στο σκοτεινό τούνελ μπορεί να αποτελεί ευκαιρία αναστοχασμού. Ποιες αναθεωρήσεις χρειάζεται να κάνει η ευρωπαϊκή Αριστερά, ώστε η πολιτική και μεταρρυθμιστική της δράση να έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και διάρκεια από εκείνη της δεκαετίας του ’90, όταν βρέθηκε να κυβερνά σε 13 από τις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ποιες είναι οι ιδεολογικές - προγραμματικές αφετηρίες τής μεταρρυθμιστικής της πολιτικής;
Θα τις συνόψιζα στον τίτλο: υπεράσπιση και αναζωογόνηση του «πολιτισμού της Δημοκρατίας».
Γύρω του πλέχτηκε η πολυδιάστατη δυναμική της Νεωτερικότητας (μαζί και της κριτικής της, από προοδευτική σκοπιά). Σήμερα φαίνεται μπλοκαρισμένος ή σε υποχώρηση. Υπότιτλοι του θέματος: η οικοδόμηση της πολιτικής Ευρώπης, η πολιτική ως επιδίωξη της ιδεολογικής ηγεμονίας που συγκεκριμενοποιείται στην επιβολή μιας μακροπρόθεσμης μεταρρυθμιστικής «ατζέντας», η επίγνωση της αντιφατικής σχέσης της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό. Στο προηγούμενο άρθρο μου («TA NEA», 12/11/2005) αναφέρθηκα στον πρώτο «υπότιτλο», με αφορμή ένα ενδιαφέρον πρόσφατο δοκίμιο του ευρωσκεπτικιστή Βρετανού υπουργού Οικονομίας, Γκόρντον Μπράουν. Εδώ, λοιπόν, θα ασχοληθώ με τους άλλους δύο «υπότιτλους».
Με μεγάλη μοιρολατρία, θεωρείται πλέον δεδομένη η επικράτηση της μικροπολιτικής, ο εκφυλισμός της πολιτικής αντιπροσώπευσης, ο «ξύλινος» πολιτευτής και ο εκλογέας τηλεθεατής. Χωρίς αμφιβολία, τα κόμματα ως θεσμοί δημοκρατίας και αντιπροσώπευσης έχουν υποστεί βαθύτατες αλλοιώσεις. Μεταβάλλονται σε επαγγελματικούς εκλογικούς μηχανισμούς, ενώ η πολιτική προσωποποιείται απολύτως, κατά τρόπο που ο αρχηγός ή λίγα κορυφαία στελέχη να αποτελούν τον «τόπο» άτακτης συνάθροισης διάσπαρτων ομάδων και τάσεων, και όχι την πολιτική σύνθεση κοινωνικών δυνάμεων, προγραμματικών κατευθύνσεων και «κοινού αισθήματος». H Αριστερά, αν δεν θέλει να αυτοακυρωθεί, δεν μπορεί να θεωρήσει δεδομένη και αναντίστρεπτη αυτήν την κατάσταση. Πιστεύω ότι στοιχειώδης αφετηρία για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς είναι να στοιχηματίσει ότι δεν ζούμε μια νομοτελειακή διαδικασία έκπτωσης, ότι διερχόμαστε το τούνελ μιας βαθιάς μεταλλαγής της Πολιτικής αλλά όχι ακύρωσής της. Ότι διερχόμαστε μια κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης εξαιτίας των ριζικών κοινωνικών μετασχηματισμών, αλλά ότι νέες δημοκρατικές μορφές είναι δυνατές, πέρα από επιθυμητές. H θέση αυτή, ακόμα και αν πρόκειται για «διακήρυξη πίστης» ή εύλογη «υπόθεση εργασίας», αποτελεί αφετηρία αυτο-ορισμού και ταυτότητας της Αριστεράς. Έξω από αυτήν την υπόθεση, θα μιλάμε πια για την επανεμφάνιση καθεστώτων φιλελεύθερων ολιγαρχιών, σε κοινωνίες οι οποίες δεν θα διαθέτουν όμως εκείνη τη συνοχή που είχαν στον 19ο αιώνα. Παράλληλα, τα κόμματα θα παράγουν όχι ηγετικές ομάδες, αλλά απλές νομενκλατούρες εξουσίας.
H δυνατότητα μιας φιλόδοξης εκδοχής Πολιτικής δεν είναι τόσο εξωπραγματική όσο φαίνεται. Απόδειξη, ότι κατά καιρούς πραγματοποιείται. Μόνο που τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκε από την (αγγλοσαξονική κυρίως) Δεξιά, παρά από την Αριστερά. H άνοδος της Νέας Δεξιάς (Θάτσερ, Ρέιγκαν) είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός αγώνα για την ιδεολογική ηγεμονία και άλλαξε την πολιτική ατζέντα στις επόμενες δεκαετίες.
Στον χώρο της Αριστεράς, όσο και αν διαφωνούμε, μόνον ο «μπλερισμός» συνοδεύθηκε από μια ευρύτερη ιδεολογική θεμελίωση υπό τον τίτλο «τρίτος δρόμος», σε διάλογο με σημαντικούς πνευματικούς πατέρες όπως ο A. Γκίντενς. Ας εξαιρέσουμε τη σκανδιναβική Αριστερά, η οποία προχώρησε πολύ πιο ριζοσπαστικά με τον ιστορικά δικό της τρόπο: χωρίς διάσημα ονόματα, χωρίς ρηξικέλευθες φανφάρες, παρήγαγε τα πιο ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή Αριστερά δεν έλειψαν οι σημαντικοί διανοούμενοι και ο διάλογος. Έλειψε η αποφασιστικότητα αναθεώρησης και αυτομεταρρύθμισης των αριστερών κομμάτων. H γερμανική, η γαλλική, η ιταλική Αριστερά, είτε εντός είτε εκτός εξουσίας, αποδείχθηκαν μπλοκαρισμένες, όπως μπλοκαρισμένο είναι και το εθνικό οικονομικο-κοινωνικό τους σύστημα. Μπορεί να φταίει το αυγό, μπορεί να φταίει και η κότα.
Αριστερόστροφα μεσαία στρώματα
Το διπλό αυτό μπλοκάρισμα υποδηλώνει ότι εκτός από τις ιδεολογικές και βολονταριστικές όψεις, το ζήτημα έχει δομικούς προσδιορισμούς. Συνίστανται στον τρόπο με τον οποίον μια αριστερή στρατηγική αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τη σχέση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία. Στο ερώτημα τι πρέπει να διαφοροποιήσει τη σημερινή ευρωπαϊκή Αριστερά από εκείνη της δεκαετίας του ’90, θα έλεγα μια περισσότερο κριτική ματιά σε ό,τι αφορά την υποτιθέμενη στενή και αλληλοενισχυόμενη σχέση της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό. Και κατ’ επέκταση, περισσότερη αγωνία. H κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού και η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας της βιομηχανικής εποχής είχαν ως αποτέλεσμα την απώθηση ενός «κοινού τόπου» της θεωρίας και της εμπειρίας: ότι η δημοκρατία και ο καπιταλισμός εκλύουν όχι μόνο συγκλίνουσες αλλά και αποκλίνουσες δυναμικές. H ευρωπαϊκή Αριστερά της δεκαετίας του ’90, με αποκορύφωμα τον «μπλερισμό», διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό στη βάσης αυτής της απώθησης. Οι εξελίξεις από τότε, τόσο οι παγκόσμιες όσο και οι ευρωπαϊκές, επαναφέρουν την προηγούμενη γνώση. Ο καπιταλισμός έχει όψεις που προκαλούν τη φθορά των αναγκαίων ηθικών, πολιτικών και κοινωνικών προϋποθέσεων της δημοκρατίας. Ή καλύτερα: του «πολιτισμού της Δημοκρατίας». Υποτάσσει τις κοινωνικές πρακτικές σε μια μονολογική ορθολογικότητα που, δυνάμει, παραμορφώνει και φθείρει τις εναλλακτικές αξίες και λογικές που στήριξαν τον δημοκρατικό χαρακτήρα τον οποίο προσέλαβε η Νεωτερικότητα ύστερα από τις γνωστές ιστορικές περιπέτειές της. Ας φέρουμε ένα παράδειγμα. Το κράτος πρόνοιας ήταν συστατικό στοιχείο αυτού του πολιτισμού. Δεν ήταν απλό «δίχτυ ασφαλείας» για να μαζεύει τα «περισσεύματα» μιας εξατομικευμένης κοινωνίας. Ήταν βασικός νομιμοποιητικός θεσμός της ίδιας της δημοκρατίας και αν εκπέσει σε ένα στιγματιστικό «δίχτυ ασφαλείας», δεν χάνουν μόνο τα αδύναμα στρώματα. Υποσκάπτεται ο «πολιτισμός της Δημοκρατίας». Είναι ασφαλώς σωστό, ότι στη σύγχρονη αριστερή σκέψη, η επιλογή της αγοράς ή του κράτους για την επίλυση ενός προβλήματος έχει πια τεχνικό χαρακτήρα και δεν χρειάζονται ιδεολογικές αναστολές. H αριστερή όμως σκέψη οφείλει εξίσου να θυμάται ότι η πολιτική της πρέπει να αναπληρώνει το σχηματιζόμενο έλλειμμα συλλογικότητας και κοινότητας. Να μπορεί δηλαδή να παράγει την αίσθηση του Δημόσιου και της Αλληλεγγύης που συνόδευσε την εξέλιξη του «πολιτισμού της Δημοκρατίας». Για τους ειδικούς και τους θεωρητικολογούντες, όλα αυτά σημαίνουν επιπλέον μια πιο σκεπτικιστική και κριτική στάση προς τις διεργασίες της ύστερης Νεωτερικότητας, από αυτήν που το ρεύμα του «τρίτου δρόμου» και θεωρητικοί όπως ο A. Γκίντενς πρότειναν. Σημαίνουν επίσης μεγαλύτερη εγρήγορση για τα αντίρροπα φαινόμενα που ακολουθούν μια φάση έντονης φιλελευθεροποίησης, όπως έχει δείξει για τις αρχές του 20ού αιώνα ο Καρλ Πολάνι.
Παράλληλα όμως, αν οι προηγούμενες σκέψεις έχουν δόση αλήθειας και ρεαλισμού, σημαίνουν ότι η αριστερή στρατηγική μπορεί να αντλήσει (ή να εξακολουθήσει να αντλεί) στόχους, αξίες και συναίνεση, από μια πολλαπλότητα πηγών με διαφορετικές λογικές και δυναμικές, τις οποίες συνόψισα στον «πολιτισμό της Δημοκρατίας». Πηγές, άλλες εξαρτώμενες και άλλες ανεξάρτητες από τις περίφημες εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού. Πιστεύω ότι σε αυτήν τη βάση η Αριστερά μπορεί να επιβάλει μια σταθερότερη προοδευτική ροπή των «μορφωμένων» μεσαίων στρωμάτων και να εδραιώσει τη συμμαχία τους με τις λαϊκές τάξεις. Ιδίως στις εκτός αγγλοσαξονικού χώρου κοινωνίες. Στην ουσία, θα πρόκειται για έναν επανακαθορισμό τού συμβιβασμού δημοκρατίας και καπιταλισμού, που θα ξεπερνά τον οικονομισμό που είχε ο μεταπολεμικός εθνικός κεϊνσιανός μεταρρυθμισμός, ο οποίος αντανακλούσε τις δομές και τις συνειδήσεις μιας βιομηχανικής κοινωνίας.
Εκτύπωση στις: 2024-12-05
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=904