Με μεγάλο ενδιαφέρον, όπως πάντα, διάβασα το άρθρο του Τάσου Παππά το περασμένο Σάββατο στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με τίτλο «Αστόχαστη τακτική». Συνοπτικά και με την ελπίδα ότι αποδίδω σωστά τα λόγια του, ο φίλτατος Τάσος υποστηρίζει ότι οι περιστάσεις δεν ευνοούν τους λεονταρισμούς, τις μεγαλοστομίες και τους βολονταρισμούς περί κόκκινων γραμμών για τις συντάξεις.
Στο πρόσφατο παρελθόν η κυβέρνηση θα μπορούσε όντως να είχε πετύχει μια καλύτερη ρύθμιση αξιοποιώντας τα εξής δύο πλεονεκτήματα: η κοινωνία ήταν έτοιμη να δεχτεί θυσίες υπό τον όρο ότι τα βάρη θα μοιράζονταν πιο δίκαια.
Ταυτόχρονα η αντιπολίτευση, με βεβαρημένο το πολιτικό της μητρώο, δεν είχε τα μούτρα να την επικρίνει.
Αντ’ αυτού όμως, επέλεξε τη γραμμή της σύγκρουσης με το σύνθημα «καμία μείωση στις συντάξεις, κύριες και επικουρικές», ενώ όλοι ξέρουμε ότι στο τέλος θα κάνει πίσω.
Τις επικουρικές τις έφαγε ήδη το σκοτάδι. Οσο για τις κύριες, όπως σημειώνει ο Τάσος Παππάς, ο ίδιος ο πρωθυπουργός άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να προστατευτούν μόνο οι χαμηλές και μεσαίες συντάξεις που φτάνουν μέχρι τα 1.200 ευρώ.
Νομίζω ότι αυτή η κριτική ανάγνωση της κυβερνητικής στάσης είναι εύστοχη επειδή εδράζεται στην κοινή λογική η οποία, ως γνωστόν, ξεκινάει από κοινές παραδοχές για να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα: π.χ. όταν ξέρεις (ή οφείλεις να ξέρεις) ότι στο τέλος θα βάλεις την ουρά στα σκέλια, μην το παίζεις τσαμπουκάς.
Ή, για να χρησιμοποιήσω μια άλλη διατύπωση του Τ. Παππά: «Στην πολιτική, όταν προσπαθείς να ευχαριστήσεις τους πάντες, το πιθανότερο είναι να δυσαρεστήσεις τους περισσότερους».
Θα ήθελα όμως να προσθέσω κάτι, όχι για να επιτείνω ή να αμβλύνω την κριτική του, αλλά για να δούμε το πρόβλημα μέσα από μια διαφορετική οπτική γωνία: προτείνω να διαβάσουμε τα γεγονότα με τους όρους μιας αφηγηματικής αλληλουχίας.
Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Μέσα στο κλίμα γενικευμένης ευφορίας που προκάλεσε η νίκη του Ιανουαρίου, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και πολλοί κατά τα άλλα σοβαροί άνθρωποι πίστεψαν ότι, πρώτον, οι δανειστές θα υποχρεωθούν να αλλάξουν στάση μετά την ετυμηγορία του ελληνικού λαού –λάθος κολοσσιαίων διαστάσεων, επειδή στηρίζεται στην εξωφρενική προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις άλλων χωρών δεσμεύονται από τις αποφάσεις των Ελλήνων ψηφοφόρων– και, δεύτερον, ότι θα κάνουν πίσω επειδή η αποχώρηση της χώρας από την ευρωζώνη είναι βαρύ πλήγμα που δεν αντέχεται.
Γι’ αυτό ευθύνεται κυρίως ο ανεκδιήγητος Βαρουφάκης, ο οποίος δεν σκέφτηκε ότι για τους ανάλγητους νεοφιλελεύθερους η άνευ όρων παράδοση στον Τσίπρα με το νταούλι θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα.
Όπως και να ’χει, ο σχεδιασμός ανετράπη όταν οι έμφοβοι δανειστές όχι μόνο δεν υποχώρησαν, αλλά υποσχέθηκαν χείρα βοηθείας για να τους αδειάσουμε τη γωνιά. Και τότε ο Αλέξης Τσίπρας κατάλαβε ότι η μόνη επιλογή του ήταν να υπογράψει το τρίτο (και φαρμακερό) μνημόνιο.
Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι μια αγωνιώδης και άτσαλη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί επικοινωνιακά την κωλοτούμπα.
Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση, αναγκασμένη να εφαρμόσει επώδυνα μέτρα, αντιμετωπίζει το προφανές ερώτημα σε τι διαφέρει από τους προηγούμενους, που τους πέρασε και ακόμα τους περνάει γενεές δεκατέσσερις;
Και οι άσφαιροι λεονταρισμοί των κόκκινων γραμμών είναι η μόνη δυνατή απάντηση που μπορεί να δώσει. Δηλαδή, ενώ οι άλλοι έπαιρναν μετά χαράς τα μέτρα που τους επέβαλλαν, εμείς, μολονότι σε τελική ανάλυση κάνουμε το ίδιο, το κάνουμε με πόνο καρδιάς και αφού πρώτα αντισταθούμε.
Ας μη βιαστούμε να καταδικάσουμε κατ’ αρχήν τη στάση αυτή.
Το γεγονός ότι με δεδομένο τον ισχύοντα συσχετισμό δυνάμεων οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε δεν σημαίνει ότι η έστω μάταιη αντίσταση δεν έχει τον δικό της συμβολικό χαρακτήρα, όπως λέει και ο ποιητής.
Οταν βλέπουμε σε ολόκληρο τον κόσμο την παντοδυναμία της απορρυθμισμένης αγοράς να εμφανίζεται όχι ως ιδεολογική επιλογή αλλά ως ενσάρκωση του ορθολογισμού, τέτοιες μάχες πρέπει ίσως να δίνονται ακόμα κι ξέρουμε ότι θα χαθούν.
Μόνο που στη δική μας περίπτωση το κόστος της κάθε ήττας ανεβαίνει, όπως συνέβαινε με το Κυπριακό, όπου κάθε φορά οι Ελληνοκύπριοι πάσχιζαν να εξασφαλίσουν κάτι το οποίο είχαν ήδη απορρίψει όταν τους το έδιναν. Ας αναλογιστούμε πόσο στοίχισαν σε όλους μας οι ταρζανιές του Βαρουφάκη. Επιπλέον, είμαστε και έθνος ανάδελφον.
Σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στα καθ’ ημάς, οι εκτός Ελλάδας αντίπαλοι του νεοφιλελευθερισμού δεν εκπροσωπούν συντεχνίες του Δημοσίου και άλλες οργανωμένες ομάδες συμφερόντων, ούτε, και πάλι σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εντός Ελλάδας, υπόσχονται τον ουρανό με τ’ άστρα, όπως έκανε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος –και εδώ αναφέρομαι στην ηγετική του ομάδα–, παρά τη στομφώδη ρητορική του, δεν φυλάει Θερμοπύλες.
Απλώς προσπαθεί να διαχειριστεί επικοινωνιακά την αθέτηση των υποσχέσεων που αφειδώς έδωσε, είτε γιατί δεν είχε καταλάβει τι σημαίνει συσχετισμός δυνάμεων, άρα του καταλογίζεται απύθμενη αφέλεια, είτε γιατί είπε ψέματα για να κερδίσει τις εκλογές.
Διαλέγετε και παίρνετε.
Και κάτι τελευταίο, μια και το ’φερε η κουβέντα. Ακούω πολλούς να λένε ότι μετάνιωσαν που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ επειδή τους είπε ψέματα.
Και ερωτώ: Θα τον ψήφιζαν αν τους έλεγε την αλήθεια;
Εκτύπωση στις: 2024-11-04
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9251