Σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές, το μεγάλο πλεονέκτημα του δημοψηφίσματος υποτίθεται ότι είναι η καθαρότητα.
Ο κυρίαρχος λαός απαντά Ναι ή Οχι σε συγκεκριμένο ερώτημα και με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση επειδή δεν εκλέγει αντιπροσώπους, οι οποίοι μερικές φορές είτε αθετούν τις προεκλογικές υποσχέσεις είτε αυτονομούνται και εμπλέκονται σε κομματικές μανούβρες χωρίς την άδεια των εντολέων τους.
Τα πράγματα φαίνονται απλά αλλά δεν είναι.
Γιατί, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, το τίμημα για την καθαρότητα της απάντησης –τι πιο καθαρό από το Οχι ή το Ναι στο δίλημμα του δημοψηφίσματος;– είναι η ασάφεια.
Κι αυτό επειδή η επιλογή μας μπορεί να συστεγάσει διαφορετικές και συχνά αντιφατικές πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις.
Ενα παράδειγμα από τα δικά μας: το βροντερό Οχι πριν από έναν χρόνο κατάργησε την καίρια διάκριση ανάμεσα στην προάσπιση του κοινωνικού κράτους και την οργή των κομματικά διορισμένων που είχαν βρει τον μήνα που θρέφει τους έντεκα, ιδιωτικοποιώντας το Δημόσιο προ όφελός τους.
Και φυσικά –κάτι που πολλοί φροντίζουν να ξεχάσουν– στη μεγαλειώδη αυτή έκλαμψη του «αντιστασιακού» DNA το οποίο, ως γνωστόν, χαρακτηρίζει διαχρονικά τον Ελληνισμό, προσμετρήθηκαν και οι ψήφοι της Χρυσής Αυγής.
Επιπλέον, το ερώτημα που συνήθως θέτουν τα δημοψηφίσματα είναι τόσο περίπλοκο που ακόμα και οι επάρατοι «ειδικοί» δεν μπορούν να βγάλουν άκρη.
Γι’ αυτό, σχεδόν πάντα, η απάντηση του λαού παρακάμπτει το συγκεκριμένο πρόβλημα για να στείλει ένα μήνυμα υπαγορευμένο από έναν συνδυασμό της σημερινής δυσφορίας με τον πυρήνα της εθνικής ιδεολογίας.
Στην Ελλάδα ήταν η πεποίθηση ότι ο περιούσιος λαός μας διώκεται από τους κακούς και βυσσοδομούντες ξένους που φταίνε για όλα, ενώ στη Βρετανία τα λαϊκά στρώματα, τα οποία, σημειωτέον, ρέπουν περισσότερο από τους αστούς προς την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, απέδωσαν τα βάσανά τους στην παρουσία των ξένων.
Και μολονότι θα ήταν ανακριβές και συκοφαντικό να χαρακτηρίσει κανείς ξενόφοβους και ρατσιστές όλους όσοι ψήφισαν Brexit, είναι απολύτως ακριβές ότι όλοι οι ξενόφοβοι και ρατσιστές ψήφισαν υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε.
Σχηματικά, το ελληνικό Οχι απευθύνθηκε σε εκείνους που μας δυναστεύουν, ενώ στη Βρετανία σε εκείνους που δεν είναι Βρετανοί.
Πόσο αριστερή είναι μια τέτοια αντιμετώπιση;
Κατ’ αρχάς, είναι αλήθεια ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση σήμερα κυριαρχεί η αντίληψη που έχει αναγάγει την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς σε κυρίως ζητούμενο.
Είναι αλήθεια ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν υπάρχει ένα όραμα για την Ευρώπη, μόνο η γραφειοκρατική διαχείριση μιας κατάστασης που καλούμαστε να αποδεχθούμε ως αυτονόητη.
Είναι επίσης αλήθεια ότι το εθνικό στοιχείο υποχωρεί χωρίς να υποκαθίσταται από κάποια συλλογική ταυτότητα, εντείνοντας έτσι την αλλοτρίωση και τον φόβο ότι η τύχη μας βρίσκεται στα χέρια απρόσωπων αλλά πανίσχυρων εδικών που δεν μας ακούνε κι εμείς δεν μπορούμε να τους ελέγξουμε.
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι μερικοί στη Βρετανία επέλεξαν να διαβάσουν την κρίση μέσα από αυτή την οπτική γωνία.
Η Αριστερά, ιδίως στην αριστερίστικη εκδοχή της, ανέκαθεν είχε την τάση προς την πολιτική ονείρωξη, δηλαδή να βλέπει οποιαδήποτε αναταραχή στο αστικό στρατόπεδο ως προάγγελο του σοσιαλισμού που όπου να ’ναι έρχεται (no pun intended, για τους αγγλομαθείς).
Ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα: η αποβιομηχάνιση της Αγγλίας, κυρίως της βορειoανατολικής, ο αργός θάνατος των κοινοτήτων που είχαν ριζώσει γύρω από τα ανθρακωρυχεία σε ολόκληρη τη χώρα, το γεγονός ότι η αγορά έχει πλημμυρίσει με προϊόντα made in China, η εργασιακή επισφάλεια, όλα αυτά συνθέτουν μια εικόνα παρακμής και ερήμωσης που εκτρέφει την απελπισία και τη δίψα για εκδίκηση, οποιαδήποτε εκδίκηση, που θα κάνει όσους βγήκαν κερδισμένοι από το παιχνίδι να πονέσουν κι αυτοί.
Μόνο που η πορεία προς τη νεοφιλελεύθερη ανακατανομή της εξουσίας και του πλούτου, αν και ταιριάζει με την κρατούσα ιδεολογία στην Ε.Ε., δεν έγινε με υποκίνηση των γραφειοκρατών στις Βρυξέλλες· την είχε ήδη εγκαινιάσει η Θάτσερ.
Ετσι φτάνουμε στο εξής παράδοξο: η δεξιά πτέρυγα των Συντηρητικών, τα παιδιά της Θάτσερ, με απύθμενο λαϊκιστικό θράσος, έγιναν οι υπερασπιστές των φτωχών και των κατατρεγμένων που οι ίδιοι δημιούργησαν, ενώ παράλληλα οι χαμένοι του παιχνιδιού, που διαμαρτύρονται επειδή το κοινωνικό κράτος τούς έχει παραμελήσει, φόρτωσαν τα δεινά τους στον αποδιοπομπαίο τράγο των ξένων και κατ’ επέκταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αντί να τα βάλουν με εκείνους που το πετσόκοψαν.
Αλλά πώς να τα βάλουν μαζί τους, όταν η εκστρατεία υπέρ του Brexit απλώς διόγκωσε την ήδη υπάρχουσα δυσανεξία προς τους ξένους;
Ηταν μια εκστρατεία βασισμένη στη συνταγή του λαϊκισμού, δηλαδή ψέματα, συναισθηματική εκτόνωση και κατασκευή εχθρών, που σχεδιάστηκε από την Ακρα Δεξιά και τον ανεκδιήγητο Φάρατζ (μπροστά του ο Αδωνις Γεωργιάδης είναι κάτι σαν Μπίσμαρκ), συνεπικουρούμενη από διάφορες αντιδραστικές λαϊκιστικές φυλλάδες, που όσοι τις διαβάζουν πρέπει να πλένουν τα χέρια τους πριν πάνε στην τουαλέτα.
Νομίζω λοιπόν ότι, παρά τη χρήση όρων όπως «ανατροπή» ή «χαστούκι στο κατεστημένο», το Brexit δεν αφήνει περιθώρια για χαρμόσυνες αριστερές αναγνώσεις.
Οταν η Λεπέν ανοίγει σαμπάνιες, κάτι δεν πάει καλά.
Κλείνοντας, μια διάκριση που θεωρώ υποχρεωτική: το δίκιο και το δικαίωμα μπορεί να συγγενεύουν ετυμολογικά, αλλά στην πολιτική τα χωρίζει άβυσσος.
Οι δημοκράτες πιστεύουν ότι ο λαός έχει δικαιώματα. Οι λαϊκιστές ότι έχει πάντα δίκιο.
Εκτύπωση στις: 2024-12-05
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9514