Ο πολιτικός επιστήμονας Γεράσιμος Μοσχονάς μίλησε στον αγγλόγλωσσο ιστότοπο της Γενικής Γραμματείας Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Rethinking Greece / Greek News Agenda για την δημοκρατία στην ΕΕ, για τις προοπτικές της Αριστεράς στην Ευρώπη, για τη δομή του ελληνικού κράτους και την πολιτική νεωτερικότητα. Στο τέλος αναφέρθηκε στο ερώτημα, άν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε θέση να προωθήσει προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα μιας έρευνας σε εθνική κλίμακα, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα υπό την επίβλεψή σας από το ίδρυμα diaNEOsis, είναι η εδραίωση ενός νέου είδους ευρωσκεπτικισμού στην Ελλάδα. Πώς σχετίζεται η τάση αυτή με παρόμοιες τάσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη;
Μέχρι και την κρίση του 2009, η Ελλάδα ήταν χώρα που επιδείκνυε αξιοσημείωτα φιλική διάθεση προς την ΕΕ. Ωστόσο, από την έναρξη της κρίσης το 2009, μια σημαντική αλλαγή τεκμηριώνεται στα πορίσματα του Ευρωβαρομέτρου και έχει διερευνηθεί σε μεγαλύτερο βάθος στην έρευνα του Dianeosis και στις ομάδες όπου εστίασε το Dianeosis. Η Ελλάδα, μια χώρα που ήταν στην πρώτη γραμμή του φιλο-ευρωπαϊσμού, είναι πλέον ουραγός. Ενώ υπάρχει ακόμη πλειοψηφική στήριξη για την παραμονή στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ, σχεδόν όλοι οι άλλοι δείκτες (έγκριση ή μη από τους πολίτες στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμπιστοσύνη στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, το πως αντιλαμβάνονται τα οφέλη από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ κλπ), είτε έχουν μειωθεί δραματικά ή κατέρρευσαν εντελώς. Στην παραδοσιακό άξονα που αρχίζει από τον φιλο-ευρωπαϊσμό και καταλήγει στον ευρωσκεπτικισμό, η Ελλάδα είναι σήμερα μιά από τις πιό ευρωσκεπτικιστικές χώρες της ΕΕ. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και οι πολιτικές τους αποδοκιμάζονται περισσότερο ακόμη και σε σύγκριση με την αποδοκιμασία τους στη Μεγάλη Βρετανία, μια χώρα που συχνά θεωρείται το υπόδειγμα του ευρωσκεπτικισμού και πρόσφατα ψήφισε υπέρ της Brexit.
Η κρίσιμη και αποφασιστική διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και στις παραδοσιακά ευρωσκεπτικιστικές χώρες είναι η ακόλουθη: Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων απορρίπτουν τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν εμπιστεύονται τα θεσμικά όργανά της, ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία τους αποβλέπει στην Ευρώπη και επιθυμεί να παραμείνει εντός της ΕΕ και εντός της ζώνης του ευρώ, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση ενός 20 % του πληθυσμού περίπου, που επιθυμεί την αποχώρηση από τη ζώνη του ευρώ. Το φιλο-ευρωπαϊκό ρεύμα, για πολλούς ιστορικούς λόγους, είναι βαθιά ριζωμένο στην Ελλάδα.
[Όχι ευρωσκεπτικιστές, αλλά αντι-ΕΕ: Το πολιτικά και ιδεολογικά σύνθετο 1/4 των Ελλήνων πολιτών]
Έτσι, πρώτον, σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990 και του 2000, υπήρξε μια τεράστια αύξηση του ευρωσκεπτικισμού στην Ελλάδα και, δεύτερον, και πιο σημαντικό, έχουμε τώρα στην ελληνική κοινωνία, την εδραίωση μιας πληθυσμιακής ομάδας, η οποία δεν είναι ακριβώς ευρωσκεπτικιστική, αλλά στην πραγματικότητα είναι εναντίον της ΕΕ. Στη δύναμη αυτής της ομάδας περιλαμβάνεται ένα 20 % έως 25 % του πληθυσμού της χώρας. Η μεγάλη αντίφαση στην ελληνική κοινωνία είναι η εξής: Ενώ η πλειοψηφία παραμένει κατηγορηματικά υπέρ της ΕΕ, ο φεντεραλισμός [ως υποστήριξη της μετατροπής της ΕΕ σε ομοσπονδιακού τύπου μόρφωμα] είναι περισσότερο από κάθε άλλη εποχή μια άποψη μειοψηφική. Και οι ίδιοι πολίτες που θέλουν η χώρα τους να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ, έχουν μια πολύ αρνητική άποψη για τις πολιτικές που ασκούνται στη ζώνη του ευρώ.
Ποιά χαρακτηριστικά έχει ο ευρωσκπτικισμός στην Ελλάδα; Ποιές οι πολιτικές προτιμήσεις των πολιτών που συναποτελούν αυτή την ομάδα;
Στην Ελλάδα υπήρχε ανέκαθεν μια μερίδα του πληθυσμού που έβλεπε με σκεπτικισμό την ΕΕ. Το νέο φαινόμενο που παρατηρούμε εδώ, είναι ότι αυτή η μερίδα τώρα είναι πολύ μεγαλύτερη και, προπαντός, εμφανίζει μια ξεχωριστή, ολοκληρωμένη ταυτότητα με εσωτερική συνοχή. Πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινή άποψη για την ΕΕ και τη θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτήν, αλλά και τις ίδιες ή παρόμοιες απόψεις για την οικονομία, για το πολιτικό σύστημα και για τα κύρια θεσμικά του όργανα καθώς και για την πολιτική. Η ομάδα έχει έντονα αντιπολιτευτικά χαρακτηριστικά και είναι «ριζοσπαστική», με την έννοια ότι έχει την τάση να απορρίπτει ο,τιδήποτε θεωρείται «επικρατούν» ή «καθιερωμένο» (mainstream). Στην πραγματικότητα, θα προτιμούσα να ορίσω αυτή την ομάδα αυτό ως τον αντι-ΕΕ «πόλο» της κοινής γνώμης, δεδομένου ότι η εν λόγω μερίδα του πληθυσμού εμφανίζει μια εκπληκτική συνέπεια στις προτιμήσεις της, που πηγαίνει πέρα από το ευρωπαϊκό ζήτημα και επεκτείνεται στις προτιμήσεις της ομάδας για τα οικονομικά θέματα, καθώς και στις απόψεις της για τους πολιτικούς θεσμούς και την πολιτική συνολικά.
Ενδεικτικά, όσον αφορά τον πολιτικό προσανατολισμό, η σύνθεση αυτής της ομάδας, η οποία βασίζεται στην αυτο-τοποθέτηση των ατόμων πάνω στον άξονα Αριστερά/Δεξιά έχει ως εξής: Ακροαριστερά: 7%, Αριστερά: 37%, Κεντρο-Αριστερά: 14%, Κέντρο: 12%, Κεντρο-Δεξιά: 5%, Δεξιά: 5%, Ακροδεξιά: 10%. Άν και το κέντρο βάρους αυτού του αντι-ευρωπαϊκού ρεύματος είναι στην Αριστερά, ένα μεγάλο μέρος αυτής της ομάδας, περίπου 30%, προέρχεται από ψηφοφόρους οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρο-αριστεροί, κεντρώοι και κεντροδεξιοί. Συνεπώς, είναι μια πάρα πολύ σύνθετη ομάδα, με ισχυρή παρουσία της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Όμως η ομάδα αυτή καταφέρνει να διεισδύει και στο κεντρικό τμήμα του άξονα Αριστεράς/Δεξιάς, δηλαδή σε ένα πολιτικό πεδίο που παραδοσιακά είναι πολύ πιο μετριοπαθές και φιλο -ευρωπαϊκό.
Υπάρχει μια απλή εξήγηση για την εμφάνιση και άνοδο αυτής της ομάδας: οφείλεται στο ξέσπασμα της κρίσης, στις πολιτικές της λιτότητας που ακολούθησαν και στην αυστηρή εποπτεία μέσω των μνημονίων. Αυτοί οι δύο παράγοντες (λιτότητα + εποπτεία), αλληλένδετοι αλλά όχι ταυτόσημοι, παράγουν έναν αντι-ευρωπαϊσμό, ο οποίος, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, είναι παγιωμένος και έχει ισχυρά θεμέλια. Βέβαια, υπάρχει πάντα το ζήτημα του πώς ερμηνεύει κανείς τα δεδομένα της έρευνας. Βλέποντάς τα υπό το πρίσμα της σύγκρισης με το παρελθόν, η εμφάνιση αυτής της ομάδας είναι σημαντική νέα εξέλιξη και μεγάλης σημασίας φαινόμενο. Βλέποντας τα δεδομένα υπό το πρίσμα της παρατεταμένης πολιτικής της λιτότητας και των επαναλαμβανόμενων φάσεων σύγκρουσης ανάμεσα στην Ελλάδα και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ίσως το γεγονός που εκπλήττει είναι ότι η αντι-ευρωπαϊκή μερίδα του πληθυσμού έχει παραμείνει περιορισμένη σε ένα μέγεθος περίπου 20 % έως 25 %.
Μπορεί αυτή η ομάδα να αποτελέσει τη βάση για περαιτέρω μετασχηματισμό του ελληνικού κομματικού συστήματος;
Αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι η ύπαρξη ενός εδάφους στο εκλογικό σώμα ευνοϊκού για την εμφάνιση ενός αντι-ΕΕ κόμματος. Θα μπορέσει μια πολιτική δύναμη, παλιά ή νέα, να απευθυνθεί με επιτυχία σ’ αυτή τη μερίδα του εκλογικού σώματος; Μέχρι στιγμής, κανένα κόμμα δεν μπόρεσε να το κάνει: Ούτε η Χρυσή Αυγή, ούτε το Κομμουνιστικό Κόμμα, και φυσικά ούτε τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς. Έτσι, αυτό το ρεύμα δεν διαθέτει μια κεντρική και ενιαία πολιτική εκπροσώπηση. Εκλογικά είναι κατακερματισμένο, ψηφίζει διαφορετικά κόμματα την ημέρα των εκλογών, δημιουργώντας έτσι ένα κενό πολιτικής αντιπροσώπευσης.
[Τρία διαφορετικά ελλείμματα δημοκρατίας: Το παγκόσμιο, της ΕΕ και του εθνικού κράτους]
Ο Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Βόλφγκανγκ Στρέεκ (Wolfgang Streeck) προβάλλει την εξής άποψη (Social Democracy´s Last Rounds, στο Jacobin, 25.2.2016 - βλ. ελληνική μετάφραση στα Ενθέματα της Αυγής): Ο καπιταλισμός συνθλίβει τη δημοκρατία στην Ευρώπη, η Σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει την ορμή της και είναι παράδοξο που ο ΣΥΡΙΖΑ τρέφει ακόμη ψευδαισθήσεις για την «ευρωπαϊκή ιδέα». Θα θέλατε να σχολιάσετε;
Σήμερα υπάρχουν τρεις πηγές του ελλείμματος δημοκρατίας, ή, για να το πούμε πιο απλά, τρία διαφορετικά ελλείμματα δημοκρατίας:
α) ένα έλλειμμα δημοκρατίας (ή, μάλλον, ένα έλλειμμα διακυβέρνησης), που οφείλεται στην ισχυρή επικυριαρχία των αγορών επί της πολιτικής. Το έλλειμμα αυτό σχετίζεται με τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την υπερανάπτυξη ενός τοξικού χρηματοπιστωτικού τομέα. Και αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το πιο σημαντικό από τα τρία ελλείμματα
β) ένα έλλειμμα δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (που συνδέεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης και εξέλιξης της ΕΕ), και
γ) ένα έλλειμμα δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο, λόγω της αποδυνάμωσης των πολιτικών κομμάτων ως ιστορικής διαδικασίας και της κρίσης των παραδοσιακών διαύλων πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Αυτά τα τρία ελλείμματα δημοκρατίας αλληλοενισχύονται. Είναι ο καπιταλισμός Συνθλίβει τη δημοκρατία ο καπιταλισμός; Σε μεγάλο βαθμό ναι, αλλά όχι μόνον - και όχι ειδικά - στην Ευρώπη, ή στην ΕΕ, ούτε εξαιτίας της Ε.Ε. Οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες έχουν εισέλθει σε μια δομική, μακροχρόνια κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Ωστόσο, δεν είναι αλήθεια ότι η ΕΕ συμβάλλει στην κρίση της δημοκρατίας;
Η ΕΕ μεγεθύνει ένα φαινόμενο που σχετίζεται με ευρύτερους μετασχηματισμούς του Πολιτικού. Κατ’ αρχήν, η ΕΕ, λόγω του μεγέθους της και μέσω της διαδικασίας της ολοκλήρωσής της, θα μπορούσε και θα έπρεπε να συμβάλει αποφασιστικά στον περιορισμό του πρώτου και πιο σημαντικού ελλείμματος δημοκρατίας, αυτού που προκαλεί η επικυριαρχία των αγορών επί της πολιτικής. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη και η πιο θετική συνεισφορά της ΕΕ στη δημοκρατία. Υπήρχαν τέτοιες προσδοκίες και φιλοδοξίες στο παρελθόν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αλλά αυτό δεν έγινε πράξη, επειδή η Ευρώπη επέλεξε μια πολύ διαφορετική πορεία για ό,τι αφορά τη σχέση της με τις αγορές. Ως αποτέλεσμα, έχει αναπτυχθεί έντονα μεταξύ των πολιτών η αντίληψη ότι εντός της ΕΕ υπάρχει έλλειμμα δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, η ευρύτερη διαρθρωτική κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης επιδεινώνεται από τα κενά δημοκρατικής λειτουργίας, που είναι ένα παράπλευρο προϊόν του ευρωπαϊκού πλαισίου λήψης αποφάσεων. Η πανουργία της ιστορίας επανέφερε εκ νέου στο προσκήνιο το «πρόβλημα δημοκρατίας», το οποίο φαινόταν να έχει επιλυθεί μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πώς αξιολογείτε αυτά τα «κενά δημοκρατίας» εντός της ΕΕ;
Υποτίθεται ότι μια ένωση κρατών και λαών συνδυάζει την αρχή των ίσων δικαιωμάτων για τους πολίτες με την αρχή της πολιτικής ισότητας μεταξύ των κρατών-μελών, όπως τεκμηριώνεται στις Συνθήκες της. Όμως τα κράτη-μέλη από τη φύση τους είναι άνισα και συνεχίζουν να είναι πάντα παράγοντες που επιδιώκουν να αποκτήσουν μεγαλύτερη ισχύ για τον εαυτό τους και για τους πολίτες-ψηφοφόρους που εκπροσωπούν. Με το δεδομένο ότι η διακυβερνητική μέθοδος επικρατεί στη διαδικασία λήψης αποφάσεων εντός της ΕΕ, η ισότητα των πολιτών της ΕΕ διαμεσολαβείται από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, συνεπώς και από την ανισότητα της ισχύος αυτών των κρατών. Έτσι, υπάρχει εξαρχής μια εγγενής κατάσταση έντασης μεταξύ της πολιτικής ισότητας (δηλαδή της ανισότητας) των μελών αφενός και της πολιτικής ισότητας των πολιτών αφετέρου. Και αυτό παρά τις ρητορικές διαβεβαιώσεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των πολιτών της ΕΕ.
[Στην ΕΕ λειτουργεί η δημοκρατική αντιπροσώπευση - Το Ενωσιακό έλλειμμα δημοκρατίας είναι εγγενές και διαρθρωτικό, δεν είναι μόνον πρόβλημα θεσμικής φύσης]
Αναμφίβολα, οι ευρωπαίοι πολίτες αντιπροσωπεύονται δημοκρατικά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (μάλιστα, οι ψηφοφόροι των μικρότερων κρατών-μελών υπερεκπροσωπούνται, λόγω της εφαρμογής της αρχής της φθίνουσας αναλογικότητας) και κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, μία από τις πιο σημαντικές θεσμικές εξελίξεις στην ΕΕ ήταν η αύξηση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (παρόλο που η θέση του ΕΚ μέσα στην ευρωπαϊκή δομή των αρμοδιοτήτων είναι ακόμη αδύναμη). Επίσης, οι ευρωπαίοι πολίτες εκπροσωπούνται δημοκρατικά και μέσω των εθνικών κυβερνήσεών τους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και, επιπλέον, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βασίζεται στο κράτος δικαίου. Με αυτή την έννοια, και μόνο με αυτή την έννοια, η ΕΕ δεν είναι ένα «μη δημοκρατικό σύστημα που αποτελείται από δημοκρατίες». Ωστόσο, στην πράξη, ο συνδυασμός της δημοκρατικής εντολής και της υποχρέωσης λογοδοσίας τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, απλά δεν είναι εφικτός βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
Επιτρέψτε μου να επισημάνω, ότι δεν πρέπει να επιρρίπτουμε εύκολα και με ελαφρότητα όλη την ευθύνη για την έλλειψη μιας αποτελεσματικά δημοκρατικής και υπεύθυνης ΕΕ στις «αλαζονικές ελίτ» της ΕΕ. Η πολυπλοκότητα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, η πολλαπλότητα των πολιτικών κέντρων εντός της και η μεγάλη ποικιλία των συμφερόντων, καθιστούν τη λειτουργία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας εξαιρετικά δύσκολη ούτως ή άλλως. Στην πραγματικότητα, το ευρωπαϊκό έλλειμμα δημοκρατίας δεν είναι μόνο, ή αποκλειστικά, θεσμικής φύσης. Ούτε μπορεί να επιλυθεί μέσω θεσμικών καινοτομιών και διορθώσεων μόνον. Το έλλειμμα δημοκρατίας είναι διαρθρωτικό, δηλαδή έχει βαθειά θεμέλια και σχετίζεται έντονα με τις εμμένουσες ταυτότητες των κρατών που αποτελούν την Ευρώπη. Αυτές οι ισχυρές ταυτότητες, οι οποίες δεν είναι απλώς πολιτισμικές, αλλά περιλαμβάνουν τις μακρόβιες και πλήρως διαμορφωμένες κρατικές δομές, τους εξελιγμένους δημοκρατικούς θεσμούς, τις ισχυρές πολιτικές κληρονομιές και τις περίπλοκες κοινότητες συμφερόντων [στα κράτη-μέλη], πρέπει ταυτόχρονα να προστατεύονται και να ενσωματώνονται σε ένα νέο σύστημα, το οποίο, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, πρέπει να αποκτήσει δική του ταυτότητα, συνοχή και δημοκρατική διάρθρωση. Αυτό ήταν, και συνεχίζει να είναι, ένα γιγαντιαίο εγχείρημα. Αν μια γνήσια οικονομική και νομισματική ένωση για να αναπτυχθεί πλήρως χρειάζεται δεκαετίες (όπως υποδεικνύεται από την αμερικανική εμπειρία), μια γνήσια δημοκρατική και υπεύθυνη Ένωση θα χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο. Μπορεί να γίνουν μικρές προσαρμογές, αλλά το έλλειμμα δημοκρατίας της ΕΕ ως όλον, δεν είναι πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί στο κοντινό ή στο όχι και τόσο κοντινό μέλλον. Οι εμπειρογνώμονες και οι πολιτικοί της ΕΕ που πιστεύουν, ότι η ΕΕ μπορεί να εκδημοκρατιστεί βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, υποτιμούν σοβαρά την πολυπλοκότητα του ευρωπαϊκού «προβλήματος δημοκρατίας». Όσο ευγενείς και να είναι οι προθέσεις τους, οι προβλέψεις και οι σχεδιασμοί τους ισοδυναμούν με μια κλασική, ακραία περίπτωση ευσεβών πόθων.
Τι συμπεράσματα βγάζουμε για την δημοκρατία στην Ευρώπη από τα πρόσφατα δημοψηφίσματα [στην Ελλάδα, στη Βρετανία, στην Ουγγαρία];
Πρώτα απ’ όλα, μας λένε αυτό που ήδη γνωρίζαμε· δηλαδή ότι στην ΕΕ λειτουργούν συχνά εξισορροπήσεις και συμβιβασμοί μεταξύ της δημοκρατίας και της αποτελεσματικότητας. Στην περίπτωση της Brexit, για παράδειγμα, η δημοκρατία αποδυνάμωσε την αποτελεσματικότητα της ΕΕ, μείωσε την ισχύ και την επιρροή της. Η εμπειρία από τα δημοψηφίσματα δείχνει επίσης ότι μπορεί να υπάρχει αντίφαση - μερικές φορές ακόμη και μετωπική σύγκρουση - ανάμεσα στη δημοκρατική έκφραση σε ένα κράτος-μέλος και της δημοκρατίας σε ένα άλλο ή άλλα. Αυτό συνέβη άλλωστε με το δημοψήφισμα στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015. Σε πολιτικό επίπεδο, το γεγονός ότι η ΕΕ αγνόησε το αποτέλεσμα αυτού του δημοψηφίσματος ήταν μια κεντρική - και κυνική - στρατηγική απόφαση. Αλλά τι σημαίνει αυτό, άν το δούμε μέσα απο το πρίσμα της θεωρίας της δημοκρατίας;
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το hashtag στο twitter “this is a coup”, σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Αλλά δεν ήταν ένα πραξικόπημα, με την έννοια μιας δεσποτικής δύναμης που παραβιάζει τη βούληση ενός λαού. Οι δημοκρατικά εκλεγμένοι εκπρόσωποι των πιο ισχυρών κρατών - μέσα στο πλαίσιο της επικρατούσας διακυβερνητικής μεθόδου - δεν σεβάστηκαν τη δημοκρατική απόφαση ενός πιο αδύναμου εθνικού κράτους. Η μια δημοκρατική νομιμότητα δεν σεβάστηκε την άλλη. Οι αποφάσεις που λήφθηκαν εις βάρος της δημοκρατίας στην Ελλάδα (δηλαδή εις βάρος της βούλησης των Ελλήνων πολιτών), ελήφθησαν ακριβώς στο όνομα της δημοκρατίας σε άλλα ισχυρότερα κράτη. Επομένως, μέσα στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, μπορεί εύκολα να προκύψει σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών δημοκρατικών νομιμοποιήσεων και μεταξύ διαφορετικών λαϊκών εντολών, αλλά δεν μπορεί εύκολα να επιλυθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, αντί να προκύψει ένας πολιτικός συμβιβασμός που θα οδηγούσε σε κάποιου είδους «από κοινού διαχείρισης του ζητήματος», είχαμε μια κλασική «κατά πλειοψηφίαν» (“majoritarian”) απόφαση. Ήταν ένα παράδειγμα «δημοκρατικού» εξαναγκασμού, ή και δημοκρατικής ωμότητας. Αυτός ο εξαναγκασμός - ο όρος «εξαναγκασμός» (“coercion”) είναι του Φιλίπ Πετίτ (Philip Pettit) είναι εύλογος «όταν κάποιος αναγκάζεται να κάνει ή να δεχτεί κάτι διότι απειλείται με κάτι χειρότερο» - δεν παραβίαζε τους κανόνες. Ωστόσο, παραβίασε την παράδοση του σεβασμού των ασθενέστερων κρατών-μελών που προέρχονταν απο το acquis communautaire [κοινοτικό κεκτημένο] των προηγούμενων δεκαετιών. Έτσι, αυτό που συνέβη ήταν συνδυασμός των κανόνων (δηλαδή μια απόφαση κατά πλειοψηφίαν) με απίστευτη αλαζονεία. Κατά μία έννοια, ο χειρισμός της ελληνικής υπόθεσης έδειξε ότι, σε αντίθεση με την κλασική ανάλυση του Arend Lijphart [Patterns of democracy, 1999], τα συναινετικά συστήματα δεν είναι πάντα «ευγενικές και ήπιες» μορφές διακυβέρνησης. Μπορούν να γίνουν πολύ άγρια και σκληρά εναντίον παικτών που αντιτίθενται στην επικρατούσα τάση αλλά είναι αδύναμοι. Γίνονται σκληρά, ακριβώς επειδή είναι πολύ σύνθετα συστήματα με ελέγχους και ισορροπίες (checks-and-balances) και όχι παραβιάζοντας τον σύνθετο και «ισορροπιστικό» χαρακτήρα τους. Όμως αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα συζήτησης στον περιορισμένο χώρο μιας συνέντευξης.
[Σο ατελές οικοδόμημα της ΕΕ ταιριάζουν ατελείς μορφές δημοκρατίας - Η απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών σχετίζεται πιο πολύ με το έλλειμμα αποτελεσματικότητας της Ένωσης, παρά με το έλειμμα δημοκρατίας]
Εάν μεταξύ δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας συμβαίνουν εξισορροπήσεις και συμβιβασμοί, πώς αυτό επηρεάζει τη δυναμική της δημοκρατίας στο επίπεδο της ΕΕ;
Στο κατακερματισμένο σύμπαν των ευρωπαϊκών χωρών, πολιτισμών και, πάνω απ’ όλα, των ισχυρών και πλήρως ανεπτυγμένων δομών των εθνικών κρατών, η δημοκρατία θα σκοτώσει την ΕΕ. Ζυγίζω τα λόγια μου προσεκτικά: Η πραγματική δημοκρατία θα διαλύσει την ΕΕ. Ο πραγματικός, πλήρης εκδημοκρατισμός θα οδηγήσει στο τέλος της ΕΕ, γιατί άν γίνει πράξη, οι εξισορροπήσεις και συμβιβασμοί μεταξύ της δημοκρατίας και της αποτελεσματικότητας αναπόφευκτα θα γίνονται εις βάρος της αποτελεσματικότητας - και μάλιστα με καταστροφικό τρόπο.
Οι μεσοβέζικες και συνεπώς ατελείς μορφές δημοκρατίας είναι οι μόνες που μπορούν να ταιριάξουν με το ατελές μοντέλο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι είναι ατελείς σημαίνει ότι παράγουν όλα αυτά που παρατηρούμε: ένα σημαντικό διπλό έλλειμμα - τόσο από την άποψη της δημοκρατίας, όσο και της αποτελεσματικότητας, πράγμα που οδηγεί σε ένα αυξανόμενο κύμα δυσαρέσκειας και μη ικανοποίησης των πολιτών με την ΕΕ.
Όλα αυτά μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε το μεγάλο αδιέξοδο της Ευρώπης: στην παρούσα φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (και όχι εκείνη της δεκαετίας του 1960 ή του 1970), η ΕΕ δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς περισσότερη δημοκρατία. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια, ότι η ΕΕ δεν μπορεί να προχωρήσει αν γίνει πραγματικά δημοκρατική. Είναι ένα δίλημμα χωρίς λύση. Η ΕΕ έχει παγιδευτεί σε ένα τεράστιο πρόβλημα που μοιάζει άλυτο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, βλέποντας από ρεαλιστική και όχι ιδεολογική οπτική γωνία, η στρατηγική εκείνων που ισχυρίζονται ότι θα επιλύσει το πρόβλημα της Ευρώπης ένα μεγάλο άλμα προς την ομοσπονδοποίηση ή μια πιο προχωρημένη δημοκρατία, πάσχει από μεγάλη έλλειψη ρεαλισμού. Μεγάλα άλματα που δεν μπορούν να εγκριθούν από τις κοινωνίες των εθνικών κρατών, είναι μόνον άλματα στα χαρτιά.
Όλα αυτά, δεν επηρεάζουν τη συμπεριφορά των πολιτών;
Όταν ένα σημαντικό ποσοστό του εκλογικού σώματος είναι πεπεισμένο ότι έχει αποδυναμωθεί από μία ελίτ και από ένα σύστημα υπερβολικά ξένο, μακρινό και αδιαφανές στη λειτουργία του, η δυσαρέσκεια θα βρει τρόπους να εκφρασθεί. Παρ’ όλα αυτά, είναι καλύτερο να αποφεύγουμε τις ιμπρεσιονιστικές περιγραφές. Σύμφωνα με τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες, η σοβαρή απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών στην ΕΕ εξηγείται καλύτερα με την υπόθεση του ελλείμματος ως προς τις επιδόσεις και την αποτελεσματικότητα (σε επίπεδο ΕΕ αλλά και σε εθνικό επίπεδο) και όχι με την υπόθεση του ελλείμματος ως προς τη δημοκρατία.
Β΄Μέρος Η φιλο-ευρωπαϊκή Αριστερά, τόσο η Σοσιαλδημοκρατική όσο και η ριζοσπαστική, δεν έγινε φιλοευρωπαϊκή κατά λάθος
Το Β΄ μέρος της συνέντευξης του πολιτικού επιστήμονα Γεράσιμου Μοσχονά στον αγγλόγλωσσο ιστότοπο Rethinking Greece / Greek News Agenda για την δημοκρατία στην ΕΕ, τις προοπτικές της Αριστεράς στην Ευρώπη, τη δομή του ελληνικού κράτους, την πολιτική νεωτερικότητα και τις δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ για διακυβέρνηση και προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Ποια η γνώμη σας για τη Σοσιαλδημοκρατία και για τον ΣΥΡΙΖΑ; Έχουν αυταπάτες για τις δυνατότητες να υπάρξει μια διαφορετική πολιτική στο εσωτερικό της ΕΕ;
Εδώ υπάρχουν τρία πράγματα που πρέπει να κατανοήσουμε: το θεσμικό ζήτημα, η κεντρομόλος δυναμική της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και το πώς είναι προσανατολισμένες οι οικονομικές πολιτικές.
Η ΕΕ είναι ένα από τα πιο πρωτότυπα και αριστοτεχνικά δημιουργήματα της θεσμικής και πολιτικής κατασκευαστικής τέχνης, με εκλεπτυσμένους και στερεούς θεσμικούς μηχανισμούς, τόσο ώστε είναι στο όριο του εκκεντρικού. Οι αποφάσεις σ’ αυτή τη «μη κρατική Πολιτεία» λαμβάνονται μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των τριών πόλων του θεσμικού τριγώνου (Επιτροπή, Συμβούλιο, Κοινοβούλιο) αφενός, και από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των 28 - που θα είναι σύντομα 27 - κρατών-μελών αφετέρου. Παρά το γεγονός ότι στην πορεία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει γίνει το κεντρικό όργανο και ο κρίσιμος κινητήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η πολλαπλότητα των κέντρων εξουσίας και η αμοιβαία επικάλυψη των επιπέδων λήψης αποφάσεων έχουν δώσει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη δυνατότητα να αναλάβει έναν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της πορείας της ολοκλήρωσης (πράγμα που για ότι αφορά τις οικονομικές πολιτικές, ενίσχυσε το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα τους, σε βαθμό που υπερβαίνει τη θέληση των εθνικών κυβερνήσεων). Ως όλον, η ΕΕ είναι ένα σύστημα που εγγενώς βασίζεται στους συμβιβασμούς: Στους συμβιβασμούς μεταξύ των διαφόρων θεσμικών κέντρων, μεταξύ των κρατών-μελών, μεταξύ των κομματικών οικογενειών. Επομένως, το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα είναι ένα σύστημα συντηρητικό, όχι με την έννοια της διαίρεσης Αριστεράς-Δεξιάς, αλλά με την έννοια ότι δεν αλλάζει με ευκολία τις ήδη ειλημμένες αποφάσεις και είναι αλλεργικό σε καινοφανείς πολιτικές, όποιου είδους και να είναι αυτές. Αυτός ο «συντηρητικός» χαρακτήρας του τρόπου που λειτουργεί η Ευρώπη, δεν έχει συσταθεί δυνάμει μιας φιλελεύθερης διαστροφής ή με βάση αυτήν, και δεν θα αλλάξει εύκολα: Αντλεί τον λόγο ύπαρξής του από την πολυεθνική και πολυκρατική φύση του Ενωσιακου συστήματος. Η ευρωπαϊκή μηχανή δεν μπορεί να λειτουργήσει με διαφορετικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ εμφανίζει, όπως έχει επισημάνει ο Γιώργος Τσεμπελής, ένα πολύ υψηλό βαθμό σταθερότητας στις πολιτικές της.
Συνεπώς, πρόκειται για ένα σύστημα που, ακριβώς επειδή βασίζεται στους συμβιβασμούς, τείνει προς το πολιτικό κέντρο. Η Ευρώπη λειτουργεί με βάση μια άχρωμη, «ανιαρή» κεντρώα πολιτική. Ως εκ τούτου, τείνει να κυβερνάται από παραλλαγές «μεγάλων συνασπισμών» [των δύο μεγαλύτερων πολιτικών οικογενειών της]. Η πολιτική, ως σύγκρουση μεταξύ πολιτικών εναλλακτικών λύσεων με ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, έχει σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει - ιδιαίτερα όσον αφορά τις οικονομικές πολιτικές. Τα όρια του «πολιτικά εφικτού» έχουν στενέψει σε μεγάλο βαθμό. Μπορείτε να φανταστείτε ένα πολιτικό σύστημα εθνικού κράτους που να κυβερνάται σχεδόν διαρκώς (στην πράξη) από έναν «μεγάλο συνασπισμό» των πιο ισχυρών σε ψήφους κομμάτων; Με τα ίδια πάντοτε μεγάλα κόμματα να συγκυβερνούν σε σχεδόν μόνιμη βάση; [ΣτΜτφ - υπάρχει, επακριβώς έτσι: της Αυστρίας] Στην πραγματικότητα, αυτό συμβαίνει στην ΕΕ. Αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης, αν και δεν είναι κάτι εντελώς καινοφανές (έχει ομοιότητες με το χαρακτηριστικό του καταμερισμού της εξουσίας, που ισχύει στις δημοκρατίες συναινετικού τύπου [είναι το αντίθετο του majoritarian τύπου, στον οποίο κυριαρχεί ως χαρακτηριστικό η λήψη αποφάσεων με τον κανόνα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας βλ. π.χ. Βρετανία, Γαλλία], αποτελεί ένα δραματικό εξελικτικό ρήγμα στην ιστορία της Δύσης και στην ιστορία του φαινομένου των κομμάτων. Είναι σχεδόν έξω από την ευρωπαϊκή παράδοση. Αυτή είναι η πραγματικότητα, έστω και αν αυτό το μοντέλο λειτουργίας έρχεται σε αντίθεση προς τα εκλογικά συμφέροντα των ίδιων των μετριοπαθών κομμάτων, τόσο της κεντρο-αριστεράς όσο και της κεντρο-δεξιάς. Όμως οι σταθεροί συμβιβασμοί και η σύγκλιση προς το πολιτικό κέντρο αντιβαίνει στις συνήθειες τόσο του αριστερού όσο και του δεξιού ριζοσπαστισμού, προκαλεί την δυσαρέσκεια των ριζοσπαστισμών κάθε είδους. Φυσικά, οι ριζοσπαστισμοί επιδιώκουν μεγάλες αλλαγές, αν είναι δυνατόν εδώ και τώρα.
Εκτός από τις θεσμικές πτυχές και τις πτυχές που αφορούν τη διακυβέρνηση, πρέπει να εξετάσουμε και έναν τρίτο παράγοντα, τις συγκεκριμένες πολιτικές που ασκούνται. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, οι οικονομικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν από την ΕΕ, βασικά (αν και όχι αποκλειστικά) είναι νεοφιλελεύθερης έμπνευσης. Κατά συνέπεια - και με το δεδομένο ότι οι αποφάσεις δεν μπορούν να αλλάξουν εύκολα για τους λόγους που αναφέραμε προηγουμένως, η ΕΕ λειτουργεί στην πράξη ως στρατηγικός φραγμός που εμποδίζει να υιοθετηθούν εναλλακτικές λύσεις στις ασκούμενες πολιτικές, δηλαδή αυτές που υποστηρίζουν δυνάμεις έξω από τις καθιερωμένες και επικρατούσες. Το ίδιο ισχύει και για τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι δεν κατάφεραν να προωθήσουν ένα διαφορετικό μοντέλο οικονομικής πολιτικής εντός της ΕΕ. Εκτός αυτού, η είσοδος των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στην ευρωπαϊκή οικογένεια έχει ενισχύσει ακόμη περισσότερο τον πολιτικό συντηρητισμό, τόσο στο θεσμικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο, στο σύνολο του Ενωσιακού συστήματος.
Ο θεσμικός συντηρητισμός (1), η προσανατολισμένη προς το πολιτικό Κέντρο διακυβέρνηση (2) και το γεγονός ότι επικράτησαν οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές (3), είναι τρείς λόγοι που κατέστησαν την ΕΕ το επίκεντρο ενός νέου οικονομικού συντηρητισμού στη Δύση. Η Γερμανία και οι σύμμαχοί της είναι η ηγετική ομάδα των χωρών που υποστηρίζουν αυτή την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επίσης, η Γαλλία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και η ΕΚΤ έχουν ζωτικούς ρόλους για να λειτουργεί το σύστημα όπως λειτουργεί. Επομένως, οι μονομερείς επιθέσεις αποκλειστικά εναντίον της Γερμανίας εν μέρει μεγεθύνουν υπερβολικά και εξωπραγματικά τον αρνητικό ρόλο της. Οι επιθέσεις αυτές υποεκτιμούν το ρόλο της θεσμικής υποδομής που υποστηρίζει την ΕΕ και υποβαθμίζουν το γεγονός, ότι τα πολύπλοκα συστήματα παράγουν επιπτώσεις που υπερβαίνουν τη βούληση των φορέων που τα συναποτελούν (κράτη-μέλη, θεσμικά όργανα ή οικογένειες κομμάτων). Η ΕΕ θέτει περιορισμούς σε όλους, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένων των ελίτ: σε όλους, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό. Για να συνοψίσω: η ΕΕ, τόσο θεσμικά, όσο και με βάση τις ασκούμενες πολιτικές της, λειτουργεί περισσότερο ως παγίδα παρά ως πηγή ελπίδας για την [όλη] Αριστερά. Αυτό ισχύει τόσο για την Σοσιαλδημοκρατία όσο και για την ριζοσπαστική Αριστερά. Από αυτή την άποψη, καμμιά ρεαλιστική ανάγνωση της κατάστασης δεν αφήνει περιθώρια για ψευδαισθήσεις.
Επομένως, νομίζετε ότι οι αξιώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς για αλλαγές στις πολιτικές εντός της ΕΕ δεν είναι ρεαλιστικές...
Ο μόνος τρόπος για να εφαρμοστούν περισσότερο αριστερές πολιτικές στο πλαίσιο της υφιστάμενης ΕΕ, είναι μέσω μιας ταυτόχρονης αλλαγής της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής σε πολλές χώρες της ΕΕ, και προπαντός στις τρεις ή τέσσερις πιο σημαντικές (πρώτα απ’ όλα στη Γερμανία και στη Γαλλία, αλλά και στην Ιταλία, Ισπανία κ.τ.λ.). Μια τέτοια ταυτόχρονη αλλαγή δεν είναι πολύ πιθανή, αλλά ακόμη και αν συμβεί, θα απαιτήσει μια πολύ ευρεία συμφωνία των θεσμικών οργάνων. Επομένως, θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες και θα κινδυνεύσει να παγιδευτεί η εγκλωβιστεί σε κάποιο σημείο της διαδικασίας. Το γενικό πλαίσιο (ο κατακερματισμός των δυνάμεων, τα υψηλά θεσμικά εμπόδια για οποιονδήποτε αναπροσανατολισμό της ασκούμενης πολιτικής, τα νομικά κεκτημένα [jurisdictional acquis], ο μικρός προϋπολογισμός της ΕΕ και, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, οι ενδο-αριστερές διαμάχες) κάνει έναν σοσιαλδημοκρατικό αναπροσανατολισμό της ΕΕ πολύ δύσκολο στην εφαρμογή του.
[Τα θεσμικά συστήματα και όργανα είναι ταυτόχρονα και εμπόδια και όπλα: δεν παράγουν πολιτικές από μόνα τους. Ο σημαντικός ρόλος των δρώντων παραγόντων]
Ταυτόχρονα ισχύει το εξής: Εκείνοι που θεωρούν ανέφικτη μια αλλαγή προσανατολισμού (επειδή η ΕΕ είναι «μια ακραία περίπτωση συστήματος πολλαπλών βέτο» [Fritz Schapf]), παρά το γεγονός ότι δεν κάνουν λάθος στη βασική επιχειρηματολογία τους, παραβλέπουν τη θεσμική μεταβολή και τη μετατόπιση στην ισορροπία των δυνάμεων που πράγματι έχει συμβεί εντός της ΕΕ. Σήμερα στην ΕΕ υπάρχει ένα κράτος που κατέχει δεσπόζουσα θέση, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Ακόμη περισσότερο, το καθεστώς της ΕΕ έχει γίνει λιγότερο συναινετικό (ή περισσότερο majoritarian [δηλαδή οι αποφάσεις λαμβάνονται κυρίως κατά πλειοψηφίαν]), πράγμα που in abstracto [αφηρημένα και θεωρητικά] κάνει ευκολότερο έναν πολιτικό αναπροσανατολισμό. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να συζητήσουμε, με εντελώς θεωρητική υπόθεση εργασίας. Στο μέλλον, εάν μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Γερμανίας θελήσει πραγματικά και αποφασιστικά να αλλάξει η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, τότε πολλά από τα επιμέρους βέτο αυτού του συστήματος πολλαπλών βέτο δεν θα μπορέσουν ποτέ να ενεργοποιηθούν. Η αλλαγή ή συνέχιση της σημερινής οικονομικής πολιτικής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Γερμανία και από την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των τριών ή τεσσάρων μεγάλων κρατών. Φυσικά, αυτό μας επαναφέρει πίσω, στην προηγούμενη συζήτηση για την ευρωπαϊκή δημοκρατία και για τη δομική ανισότητα μεταξύ των κρατών-μελών. Να περιμένουμε τους Γερμανούς; Είναι αυτό, μακροπρόθεσμα, μια αμοιβαία αποδεκτή σχέση μεταξύ εταίρων; Επίσης, μας επαναφέρει πίσω στον ρόλο του συντηρητισμού στην ιστορία της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας του μεγαλύτερου κόμματος της Γερμανικής Αριστεράς (το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, παρά τον μαρξισμό του και το ρητορικό ριζοσπαστισμό του, ήταν ένα προπύργιο του συντηρητισμού κατά την περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς). Εισάγει όμως μια πτυχή σχετικισμού στη συζήτηση για το θεσμικό σύστημα της ΕΕ. Τα θεσμικά συστήματα δεν είναι παντοδύναμα. Ούτε η αλλαγή ούτε η στασιμότητα μπορούν να εξηγηθούν μέσω των θεσμικών συστημάτων, χωρίς καμία αναφορά στους δρώντες παράγοντες. Τα θεσμικά συστήματα και όργανα είναι ταυτόχρονα και εμπόδια και όπλα: δεν παράγουν πολιτικές από μόνα τους.
Ήταν λοιπόν από την αρχή καταδικασμένες να αποτύχουν οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ;
Σε μεγάλο βαθμό ναι. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάμποσα λαϊκίστικα χαρακτηριστικά, ωστόσο η οικονομική πολιτική που είχε προτείνει πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», ήταν ένα τυπικό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, και μάλιστα αρκετά μετριοπαθές (μια ήπια επεκτατική πολιτική με ήπια χαλάρωση της παρακολούθησης από τους θεσμούς και των προϋποθέσεων του προγράμματος).
Εν τέλει, αυτό που ζήτησε ο ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές του Φλεβάρη του 2015 ήταν μια πολύ σταδιακή και ελεγχόμενη μετάβαση από το «καθεστώς της τρόικας» και της βάναυσης λιτότητας σε μια μεγαλύτερη οικονομική αυτονομία και σε μια λογική πολιτική ανάπτυξης. Την εποχή που άρχισαν επίσημα οι διαπραγματεύσεις, οι στόχοι που αφορούσαν την αναδιάρθρωση του χρέους (αλλά και ο στόχος της διεθνούς διάσκεψης για το χρέος) είχαν ήδη εγκαταλειφθεί, ίσως προσωρινά ή για λόγους τακτικής. Μετά από πέντε χρόνια βαθειάς ύφεσης, αυτό που προτάθηκε ήταν μια πολύ συνετή οικονομική στροφή.
Αυτή δεν ήταν μια ριζοσπαστική πολιτική. Ο ριζοσπαστισμός της ήταν κυρίως λεκτικός. Όμως, μια τέτοια πολιτική ήταν έξω από το πλαίσιο της πολιτικής της ΕΕ και με βάση αυτό - και μόνον αυτό - το κριτήριο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ριζοσπαστική. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα πράγματι αρνήθηκαν να αποδεχθούν ως βάση για μια νέα συμφωνία τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ (οι οποίες, να το επαναλάβω, στην τελική τους διατύπωση ήταν μια πολύ πιο μετριοπαθής εκδοχή του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης»). Αυτή η ήπια απόκλιση από τις επικρατούσες πολιτικές στην Ευρώπη αποδείχθηκε μη εφαρμόσιμη και μη αποδεκτή. Φυσικά, η περιορισμένη διαπραγματευτική δύναμη μιας χρεωκοπημένης χώρας με μακροχρόνια κακή φήμη, αλλά και ο ερασιτεχνισμός του ΣΥΡΙΖΑ, η βαρύτατη έλλειψη κατανόησης των μηχανισμών της ΕΕ, η απουσία συγκεκριμένων και εύκολα επικοινωνήσιμων σημείων εστίασης της διαπραγμάτευσης, οι φανφάρες που ακούγονταν από υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά συνέβαλαν στο τελικό αποτέλεσμα. Αλλά ανεξάρτητα από τις αδυναμίες της ελληνικής πλευράς, εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της διαπραγμάτευσης ήταν τόσο η ανικανότητα όσο και η έλλειψη βούλησης των ευρωπαϊκών τεχνικών και πολιτικών φορέων να καινοτομήσουν έστω και λίγο, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα νέο φαινόμενο, όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Η εν λόγω ακαμψία αποκάλυπτε ένα στυλ πολιτικής, μια εδραιωμένη συμπεριφορά, και όχι κάποια γνώση και ικανότητα ειδημόνων. Ήταν μέρος του «οικογενειακού» πολιτικού πολιτισμού της ΕΕ, ο οποίος μετατρέπει την Ένωση σε μια μηχανή που σε μεγάλο βαθμό είναι αιχμάλωτη των δικών της αυτοματισμών. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να επαναλάβω, ότι αν στη θέση της ελληνικής αριστερής κυβέρνησης βρισκόταν μια αριστερή κυβέρνηση ενός ισχυρού ευρωπαϊκού κράτους, τότε, υποθέτω, τα ευρωπαϊκά τεχνικά και πολιτικά όργανα θα ήταν πιο ευέλικτα και θα αναζητούσαν έναν συμβιβασμό.
Εάν το συνολικό πλαίσιο είναι αρνητικό, τότε γιατί οι Σοσιαλδημοκράτες και η πλειοψηφία της ριζοσπαστικής Αριστεράς επιμένουν στην ευρωπαϊκή στρατηγική τους;
Δεν μετράει μόνον η οικονομία. Η ΕΕ είναι ισχυρή, ακριβώς επειδή προτείνει στα εθνικά κράτη ένα πολιτικό πλαίσιο που περιλαμβάνει και άλλα πράγματα, όχι μόνον την οικονομία. Η φιλο-ευρωπαϊκή Αριστερά δεν έγινε φιλοευρωπαϊκή κατά λάθος. Σημαντικά εθνικά συμφέροντα οδήγησαν πολλές χώρες να ενταχθούν πρώτα στην [αρχική] Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκτός από την αρχική φιλοδοξία να αφήσουμε πίσω τις διαιρέσεις που οδήγησαν στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σ’ αυτά που την παρακίνησαν περιλαμβάνονται εθνικά οικονομικά συμφέροντα, πολιτισμικές συγγένειες, σημαντικοί γεωπολιτικοί στόχοι, και, φυσικά, παράγοντες που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση. Το μέγεθος είναι σημαντικό, όταν τα εθνικά κράτη, και ιδιαίτερα τα μικρά, γίνονται πιο αδύναμα από κάθε άλλη φορά στην ιστορία. Μετρήστε πόσα μικρά κράτη ανήκουν στην ΕΕ.
[Η ένταξη στην ΕΕ είναι κάτι πιο σύνθετο από αυτό που δηλώνουν οι αναλύσεις των οικονομολόγων και οι πολίτες αυτό το καταλαβαίνουν]
Ας εξετάσουμε για παράδειγμα. Η μεγάλη ειρωνεία στην ευρωπαϊκή πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι ότι αποδέχτηκε σταδιακά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ακριβώς την περίοδο που η δεύτερη αποκτούσε όλο και πιο νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Η μεταμόρφωση της Ευρώπης μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, σε μια ισχυρή, βαρέων βαρών, πολιτική μηχανή, έπεισε και καθοδήγησε τα εθνικά κράτη [π.χ. της πρώην ανατολικής Ευρώπης καί των Βαλκανίων] να επιδιώξουν την ένταξη στην ΕΕ, και τα κόμματα της Αριστεράς να δώσουν «κριτική υποστήριξη» στη διαδικασία αυτή, μεταξύ άλλων λόγων και για να αποφύγουν την πολιτική τους απομόνωση.
Η ΕΕ παρέχει στα εθνικά κράτη ένα είδος ασφάλειας και την δυνατότητα να ασκούν μεγαλύτερη πολιτική επιρροή, πραγματική ή φαντασιακή. Η ασφάλεια είναι μια πολυεπίπεδη έννοια: περιλαμβάνει τη γεωπολιτική ασφάλεια, την οικονομική ασφάλεια, και για ορισμένες χώρες την εξασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολιτικοί και γεωπολιτικοί παράγοντες έχουν οδηγήσει τα κράτη και τους πολίτες τους (από τη Γαλλία και τη Γερμανία μέχρι την Φινλανδία, την Ελλάδα, την Κύπρο και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) να επιθυμούν να γίνουν μέλη της ΕΕ ή να παραμείνουν στην ΕΕ. Ειδικότερα, για ό,τι αφορά τις οικονομικά αδύναμες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, το κόστος μιας εξόδου από την ευρωζώνη, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, το βραχυπρόθεσμο κόστος της μετάβασης σε ένα εθνικό νόμισμα, θα μπορούσε να αποδειχθεί βαρύ, επίσης. Αν βλέπουμε την ΕΕ υπό αυστηρά οικονομικό πρίσμα, δεν θα καταλάβουμε τίποτε για τη δύναμη και για τις αδυναμίες της. Οι πολίτες των εθνικών κρατών, ως φορείς της ιστορικής μνήμης, αντιλαμβάνονται την ένταξη στην ΕΕ ως κάτι πιο σύνθετο από αυτό που δηλώνεται στις αναλύσεις των οικονομολόγων, τόσο των υποστηρικτών της ΕΕ, όσο και αυτών που την απορρίπτουν. Για παράδειγμα, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ΕΕ και η υποστήριξη της ένταξης σ’ αυτήν στηρίζονται σε μια ισχυρή συνιστώσα που αφορά την ασφάλεια και την εθνική ταυτότητα.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν αλλάζει το βασικό γεγονός ότι η ΕΕ αποσταθεροποιεί όλες τις στρατηγικές επιλογές που ήταν κυρίαρχες στην ιστορία της Αριστεράς, είτε της σοσιαλδημοκρατικής είτε της ριζοσπαστικής. Όσο σημαντικά και να είναι, ενδεχομένως, στις πολιτικές αρένες των επιμέρους εθνικών κρατών τα κόμματα της Αριστεράς, οι συνθήκες που ορίζουν τις πολιτικές τους δυνατότητες έχουν γίνει λόγω της ΕΕ πολύ περισσότερο δομικά δυσμενείς από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί μόνον να συντελέσει στην ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού και των τάσεων εναντίον του ευρώ εντός της Αριστεράς, ιδιαίτερα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Σε κάθε περίπτωση, το δίλημμα «μέσα ή έξω», όποια πλευρά και να επιλέγει κάποιος, δεν αφορά βέλτιστες λύσεις, αλλά μόνον τις λιγότερο κακές. Εκτός αυτού, η «καλή» λύση μπορεί να είναι διαφορετική για κάθε χώρα.
Γ΄Μέρος: Ελλάδα - οι αντιφάσεις μιας ευρωπαϊκής και δυτικής κοινωνίας, με ανεπάρκεια στο κράτος και στο πολιτικό προσωπικό
Ποιές είναι, κατά τη γνώμη σας, οι προοπτικές της ριζοσπαστικής Αριστεράς;
Η απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία είναι πολύ ισχυρή και πιο επίκαιρη από κάθε άλλη φορά. Όμως, οι αντιλήψεις και οι απόψεις που βασίζονται στις κεντρικές αξίες και ιδέες του νεοφιλελευθερισμού είναι εξίσου ισχυρές. Συχνά βλέπουμε ιδέες που προέρψονται από αντίπαλες ιδεολογίες να υιοθετούνται ταυτόχρονα από το ίδιο πρόσωπο, διαπερνώντας τα όρια κοινωνικών τάξεων και κοινωνικών θέσεων. Αυτή η συνύπαρξη αντιθετικών ιδεών έχει τις ρίζες της στην μεταμόρφωση του σύγχρονου καπιταλισμού. Ωστόσο, δύο σημαντικές εξελίξεις [μετά τη δεκαετία του 1970] - από τη μία πλευρά, η ταπεινωτική κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και, από την άλλη, η κρίση της Κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής - συνέβαλαν σε μια μεγάλη στρατηγική υποχώρηση της αριστερής ιδεολογίας. Αυτό κατέστη εμφανές στα τελευταία 25 χρόνια του 20ου αιώνα, μαζί με τη θριαμβευτική επικράτηση της απορρύθμισης των αγορών. Ως αποτέλεσμα, τόσο η «μεγάλη Ουτοπία» όσο και το μοντέλο της βελτίωσης και εξανθρωπισμού της καπιταλιστικής κοινωνίας έχουν ηττηθεί στις σύγχρονες κοινωνίες. Στην πραγματικότητα, σήμερα, ούτε η ριζοσπαστική εκδοχή της αριστερής αλλαγής, ούτε η μετριοπαθής σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της, διατυπώνονται με σαφήνεια στο πολιτικό ή στο πολιτισμικό επίπεδο.
Παρ’ όλο που οι πολίτες τείνουν να απορρίπτουν τις κυριαρχούσες πολιτικές, εν τούτοις παραμένουν δύσπιστοι απέναντι στις εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις. Νομίζω, ή μάλλον έχω την αίσθηση, ότι οι πολίτες φοβούνται την αβεβαιότητα που συνεπάγονται οι εναλλακτικές προτάσεις. Τα μεγάλα εμπόδια που θέτει η κυριαρχία των αγορών σε κάθε είδους εγχείρημα αλλαγής του οικονομικού παραδείγματος, προκαλούν φόβο για ανεξέλεγκτες συνέπειες. Οι στρατηγικές του κοινωνικού μετασχηματισμού, είτε ριζοσπαστικές είτε μεταρρυθμιστικές, δεν φαίνονται πειστικές, για να μη πούμε ότι φαίνονται επικίνδυνες. Προκαλούν αβεβαιότητα και ανασφάλεια σε όλους τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς.
Το παράδειγμα της Ελλάδα είναι, κατά την άποψή μου, αντιπροσωπευτικό για την «οικονομία» του φόβου στο εκλογικό σώμα. Η πρόταση εξόδου από την ζώνη του ευρώ, ανεξάρτητα από το άν έχει ή όχι οικονομική λογική, δεν είναι ελκυστική στο εκλογικό σώμα: ο μέσος ψηφοφόρος δεν επιλέγει εύκολα μια πτώση του βιοτικού επιπέδου του (παρόλο που η Ελλάδα έχει ήδη χάσει περισσότερο από το 25% του ΑΕΠ της!), με αντάλλαγμα την προοπτική μιας βελτίωσης στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Πολλοί αναλυτές της Αριστεράς στην Ευρώπη δεν έχουν συνειδητοποιήσει το μεγάλο φόβο των ανεξέλεγκτων συνεπειών και, από την άποψη αυτή, δεν βλέπουν τα όρια της ριζοσπαστικοποίησης στους Έλληνες πολίτες.
[Είναι αδύνατο να αντιμετωπίσεις τους χρηματοοικονομικούς «παίκτες» με κόμματα ή κινήματα που δρουν στο εθνικό επίπεδο]
Η υπερ-παγκοσμιοποίηση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο εμπόριο, και ιδίως η υπερανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα σε συνθήκες ισχυρής οικονομικής διεθνοποίησης, συνιστούν μια κρίσιμη διαφορά σε σύγκριση με το παρελθόν. Οι χρηματοοικονομικοί «παίκτες» είναι ευέλικτοι, γρήγοροι και απρόσωποι. Δρουν σε υπερ-εθνικό και υπερ-τοπικό επίπεδο και επομένως δεν δεσμεύονται από κανένα εθνικό ή τοπικό πολιτισμικό πλαίσιο κοινωνικής συνοχής.
Σ’ αυτό το νέο πλαίσιο, οι εκλογικές επιλογές των ψηφοφόρων που δεν είναι ευνοϊκές για τις στρατηγικές κερδοφορίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν είναι τόσο μεγάλα εμπόδια για τις στρετηγικές αυτές, όσο ήταν στο παρελθόν. Τα λόμπι των επενδύσεων στις τράπεζες και γενικά στον χρηματοοικονομικό τομέα, αναλαμβάνουν ό,τι οικονομικό κόστος συνεπάγονται αυτές οι εκλογικές επιλογές και γρήγορα μετακινούν τα κεφάλαιά τους αλλού. Οι διαμαρτυρίες, τα κοινωνικά κινήματα, ακόμη και οι εξεγέρσεις δεν τους κοστίζουν πολύ. Επίσης, ο βιομηχανικός τομέας, με δεδομένο τον εξαιρετικά ισχυρό ανταγωνισμό από τις ασιατικές χώρες, έχει τώρα μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ έναντι των κυβερνήσεων. Επομένως, η δύναμη της Αριστεράς τώρα δεν αντιπροσωπεύει κάποια μεγάλη απειλή εναντίον του κόσμου του κεφαλαίου, και ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού συμπλέγματος, με τον τρόπο που τρομοκρατούσε τους καπιταλιστές στο παρελθόν. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει τώρα πολύ λιγότερη ανάγκη να διαπραγματεύεται με κυβερνήσεις μη φιλικά διακείμενες, σε σύγκριση με την ανάγκη που είχε κάποτε στα πλαίσια του εθνικού κράτους. Ως αποτέλεσμα, τόσο η «η άσκηση πολιτικής από το κανάλι των κομμάτων» όσο και «η άσκηση πολιτικής από το κανάλι των κινημάτων» - σύμφωνα με τις εκφράσεις του Λίο Πάνιτς (Leo Panitch) “partisan path to politics” και “movement path to politics” - έχουν και οι δύο αποδυναμωθεί ως εργαλεία δημοκρατικής κυριαρχίας. Σήμερα, η δυναμική των αγορών έναντι της πολιτικής είναι ισχυρότερη από τη δυναμική της πολιτικής έναντι των αγορών. Και οι δύο δυναμικές παραμένουν ενεργές, αλλά η πρώτη έχει επιβάλλει την κυριαρχία της επί της δεύτερης.
Στο πλαίσιο αυτό, η ισχύς των «παγκόσμιων δυνάμεων», όπως και να τις ορίσει κανείς, φαίνεται υπερμεγέθης και παράλογη. Έχουν τη δύναμη να τιμωρούν ολόκληρες κοινωνίες, τις εθνικές αστικές τάξεις, τις ελίτ, τις μεσαίες τάξεις, μαζί με τους φτωχούς και ταπεινούς του κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού. Οι πολίτες αυτό το αισθάνονται, άν και ατελώς. Γι’ αυτό το λόγο, κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ (πριν από τον συμβιβασμό του Ιουλίου 2015), το Podemos ή αριστερά λαϊκιστικά κόμματα στη Λατινική Αμερική, θεωρούνται προάγγελοι μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας, παρά το γεγονός ότι είναι πολύ πιο μετριοπαθή από τα κόμματα του ιστορικού κομμουνισμού. Η αβεβαιότητα - ή, ακριβέστερα, ο φόβος της αβεβαιότητας, ο φόβος για το άγνωστο, ο φόβος της τιμωρίας από τις αγορές - είναι η πραγματική δύναμη που βρίσκεται πίσω από την δύναμη του status quo.
Ίσως συνεχιστεί σε ορισμένες χώρες η εκλογική άνοδος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αναμένουν κάποιοι (η οποία, όμως, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι γενικευμένη), έστω και μόνον επειδή η απογοήτευση των πολιτών από τις επικρατούσες πολιτικές δυνάμεις είναι εξαιρετικά υψηλή. Μεταξύ των ψηφοφόρων έχουν αυξηθεί αυτοί που είναι πρόθυμοι να ριψοκινδυνεύσουν, όπως είδαμε στην Ελλάδα, αλλά και στη Μεγάλη Βρετανία με την Brexit ή στην Ισπανία με το Podemos. Όμως το να έχεις άνοδο στις εκλογικές επιδόσεις είναι ένα πράγμα και το να εφαρμόζεις πολιτικές κοινωνικού μετασχηματισμού είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
[Το πολιτικό προσωπικό των παλιών κυβερνητικών κομμάτων είναι βαθειά απαξιωμένο - Στον ΣΥΡΙΖΑ επικρατεί τακτικισμός και βραχυπρόθεσμη πολιτική νοοτροπία]
Έχετε γράψει ότι «η σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως ένα μεγάλο κεντρικό κόμμα στα αριστερά του πολιτικού φάσματος εξαρτάται από το άν θα διαμορφώσει ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό προφίλ και θα εφαρμόσει αποτελεσματικές πολιτικές». Πώς βλέπετε την μέχρι στιγμής πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα αυτό; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προωθήσει αριστερές/προοδευτικές μεταρρυθμίσεις; Όσον αφορά την κοινωνική πολιτική, μπορεί να υπερασπιστεί τους φτωχούς / τους ζημιωμένους από την κρίση;
Το πλαίσιο του 3ου Μνημονίου που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ ασφυκτικά περιοριστικό, ακόμη και άν απλά θελήσει να εφαρμόσει πιό μετριοπαθείς πολιτικές λιτότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να διαχειριστεί κάτι, αν και όχι αδύνατο, ωστόσο, το λιγότερο, πολύ δύσκολο. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία και η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού του ήταν και εξακολουθεί να είναι μέτρια, παρά τις ορισμένες εξαιρέσεις. Αυτή είναι η μία πτυχή. Η δεύτερη είναι η εξής: Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κερδίσει περισσότερες από μια εκλογικές αναμετρήσεις. Είναι δεδομένη μια εκ βαθέων απόρριψη του παλιού πολιτικού προσωπικού, η οποία κορυφώθηκε με την ψήφο υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και σήμερα, που πολλοί άνθρωποι είναι εξαιρετικά απογοητευμένοι από την πολιτική στροφή του, την αναποτελεσματικότητα και τους τακτικισμούς της ηγεσίας του, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το νέο έναντι του παλιού. Αυτό είναι το ενδιαφέρον παράδοξο. Η σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως ένα μεγάλο κεντρικό (όχι κεντρώο) κόμμα της Αριστεράς, προϋποθέτει το να σχηματίσει ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό προφίλ και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις αριστερόστροφες, πράγμα που είναι το μόνο μέσο με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να διατηρήσει τη συνοχή της ιδιαίτερα σύνθετης εκλογικής βάσης του. Συνεπώς, το σημαντικό για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, αλλά να παραμείνει στο πέρασμα του χρόνου μια κεντρική πολιτική δύναμη στην ελληνική κοινωνία. Κανείς να μπορεί να είναι σίγουρος για κάτι τέτοιο, αλλά δεν είναι και κάτι πολύ δύσκολο. Ωστόσο, οι πνευματικοί και στρατηγικοί ορίζοντες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να εκτείνονται χρονικά πολύ πέρα από τις επόμενες εκλογές. Αυτό που κυριαρχεί στο μυαλό τους είναι ο τακτικισμός. Αυτό είναι μια ατυχής εξέλιξη, ιδιαίτερα αν έχει κανείς στο μυαλό τα τεράστια προβλήματα της χώρας. Η βραχυπρόθεσμη προσέγγιση είναι αυτοκαταστροφική από ιδεολογική και πολιτική άποψη.
[Η πιο σημαντική και επείγουσα αριστερή μεταρρύθμιση: Πιο δίκαιο και ορθολογικό φορολογικό σύστημα]
Ποιές θα μπορούσαν να είναι οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα σηματοδοτήσουν στην πράξη ότι από τη χώρα αυτή πέρασε μια κυβέρνηση της Αριστεράς που άφησε πίσω της τα σημάδια ενός αποτελεσματικού έργου;
Δεν είναι ο ρόλος μου να προτείνω πολιτικές ή να κάνω πολιτική συμβουλευτική. Όμως θα δώσω ένα παράδειγμα. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη οικονομικών πόρων, θα έλεγα με βεβαιότητα ότι οι δύο μεγάλες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν είναι να δημιουργηθεί ένα σύστημα περιουσιολογίου και να βελτιωθεί ριζικά η φορολογική διοίκηση και το φορολογικό σύστημα. Αυτές οι δύο μεταρρυθμίσεις καθυστερούν και έπρεπε να είχαν γίνει ήδη πράξη από το 19ο αιώνα. Μπορεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να τις προωθήσει αποτελεσματικά; Η απάντησή μου είναι η εξής: αν ένα αριστερό κόμμα δεν κάνει πράξη αυτές τις μεταρρυθμίσεις, τότε ποιός θα τις κάνει; Και αν αυτό το αριστερό κόμμα δεν τις κάνει πράξη, τότε ποια δικαιολογία θα έχει για να προσδοκά και πάλι την ψήφο των πολιτών;
Με το ΠΑΣΟΚ είχαμε το ίδιο πρόβλημα: ήταν σκάνδαλο να έχουμε στην Ελλάδα την Αριστερά τόσο κυρίαρχη εκλογικά (την Αριστερά με μια ευρύτερη έννοια), ωστόσο όμως να έχουμε αυτόν το βαθμό φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής και διαφυγής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Ένα καλό φορολογικό σύστημα είναι μια πράξη εκσυγχρονισμού, δεδομένου ότι επιτρέπει στην οικονομία να λειτουργεί με σαφείς κανόνες και διευκολύνει την οικονομική ανάπτυξη. Είναι επίσης μια κρίσιμη δημοσιονομική μεταρρύθμιση, επειδή το ελληνικό χρέος ήταν το προϊόν τριάντα χρόνων ελλειμματικών προϋπολογισμών, γενεσιουργός αιτία των οποίων ήταν ένα αναλογικά χαμηλό επίπεδο φορολογικών εσόδων. Αυτό ήταν το «μοιραίο έλλειμμα». Ταυτόχρονα, η φορολογική μεταρρύθμιση είναι μεταρρύθμιση αριστερόστροφη, όχι μόνο διότι βρίσκεται σε συμφωνία με τις παραδόσεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, αλλά πάνω απ’ όλα διότι αυτοί που θα ωφεληθούν θα είναι οι μισθωτοί στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Αυτές είναι οι ομάδες της κοινωνίας οι οποίες επί δεκαετίες φορτώνονται με το μεγαλύτερο μέρος της φορολογικής επιβάρυνσης. Φυσικά η Ελλάδα είναι μια χώρα πολλών μικρών επιχειρήσεων, με υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στο εργασιακό της δυναμικό. Είναι το κατ’ εξοχήν πρόσφορο έδαφος για φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή. Και η μετατροπή ενός μακρόχρονου φαύλου κύκλου σε έναν ενάρετο κύκλο, απαιτεί πολύ περισσότερα από ό,τι στις περιπτώσεις άλλων χωρών. Απαιτεί τεράστιους πόρους και μια μεγάλη κινητοποίηση εμπειρογνωμόνων - χωρίς άμεσα ορατά αποτελέσματα και χωρίς άμεσο πολιτικό όφελος.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα της κρίσης, όλες οι κυβερνήσεις της περιόδου 2010-2015, με τη συνενοχή των θεσμικών οργάνων και της τρόικας, αντί να επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους σε μια αποφασιστική και οριστική μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης, άφησαν - όπως ο Grouchy στη μάχη του Βατερλώ (για να παραφράσω τον Στέφαν Τσβάιχ) - το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων δυνάμεων και πόρων «να περιπλανιέται άσκοπα μακριά από το πεδίο της μάχης».
[Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αντικατέστησε την παλιά φορολογική παράνοια με νέες χονδοειδείς αδικίες] Αντιμέτωπη με την τεράστια δυσκολία να επιλυθεί αυτό το πρόβλημα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να συμπεριφέρεται με αναποτελεσματικό τρόπο. Για να είμαστε δίκαιοι, προσπαθεί να διευρύνει τη φορολογική βάση. Έχει αυξήσει τη φορολογία για τους συνήθεις υπόπτους της φοροδιαφυγής και της νόμιμης φοροαποφυγής (μεγάλες επιχειρήσεις, μικρές επιχειρήσεις, ελευθέρια επαγγέλματα, αγρότες), αλλά το έπραξε ερασιτεχνικά, χονδροειδώς, διαπράττοντας νέες πράξεις αδικίας.
Λυπάμαι που το λέω, αλλά θα πρέπει να κάνει κάτι πιο συστηματικό, πιο φιλόδοξο, πιο επιβλητικό, πιο σταθερό, πιο μακροπρόθεσμο. Ας μην ξεχνάμε και η Ελλάδα είναι ίσως η χειρότερη χώρα στη Δυτική Ευρώπη για τους μισθωτούς, οι οποίοι καλούνται, μέσω της φορολογίας, να κλείνουν τα κενά του προϋπολογισμού που αφήνει η εξωφρενική φοροδιαφυγή από τις περισσότερες επιχειρήσεις, μεγάλες και μικρές, και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
[Στην ελληνική Αριστερά, σοσιαλδημοκρατική και ριζοσπαστική, έχουν παιδαριώδεις απόψεις για το τί είναι αξιόπιστο κράτος]
Και τι πιστεύετε για το Παράλληλο Πρόγραμμα;
Αυτό που αποκαλεί η κυβέρνηση Παράλληλο Πρόγραμμα, δηλαδή οι πολιτικές που θα μπορούσαν να προστατεύσουν το κοινωνικά και οικονομικά στρώματα που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση και έχουν βρεθεί έξω από το οικονομικό σύστημα - π.χ. οι πολύ φτωχοί, οι αποκλεισμένοι, οι άνεργοι - είναι κοινωνική επιταγή. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάποιες μικρές αλλά σημαντικές επιτυχίες με αυτό το πρόγραμμα. Όμως στερείται τους πόρους και την τεχνογνωσία που απαιτούνται για να σχεδιασθεί με πληρότητα και να εφαρμοσθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα. Και ούτε το κράτος έχει τους κατάλληλους μηχανισμούς ή την τεχνογνωσία για να εντοπίσει και προσδιορίσει ποιοί πραγματικά βρίσκονται σε ανάγκη. Θα ήταν καλό για όσους υποτιμούν τη μεγάλη σημασία ενός επιτυχούς κρατικού οικοδομήματος - και, ουσιαστικά, την υποτιμά όλη η ελληνική Αριστερά, τόσο η σοσιαλδημοκρατική όσο και η ριζοσπαστική - επανεξετάσουν τις θεωρίες τους και την απίστευτη ιδεολογική τους αφέλεια. Σε κάθε περίπτωση, αμφιβάλλω ότι το Παράλληλο Πρόγραμμα θα επιτύχει τους στόχους του.
[Ελλάδα: Ευρωπαϊκή και δυτική κοινωνία με «δυτικά» γεγονότα, αλλά με μεγάλες αντιφάσεις και υστέρηση στην οικοδόμηση λειτουργικού κράτους και οικονομίας]
Το σχήμα του πολιτισμικού δυϊσμού (όπως προτάθηκε από τον Νικηφόρο Διαμαντούρο στη δεκαετία του 1990), θεωρεί ως δεδομένη μιαν απόσταση ανάμεσα στην Ελλάδα και την ευρωπαϊκή/δυτική νεωτερικότητα. Είναι ώρα να επανεξετάσουμε την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος υπό το φως της κρίσης;
Η έρευνα του Dianeosis αναδεικνύει κάτι πολύ σημαντικό: οι πολιτικές και αξιακές διαιρέσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας έχουν σαφή ευρωπαϊκό χαρακτήρα, και συγκεκριμένα δυτικοευρωπαϊκό. Οι επικρατούσες διαιρέσεις (οικονομικός φιλελευθερισμός - οικονομικός παρεμβατισμός, πολιτισμικός φιλελευθερισμός - πολιτισμικός συντηρητισμός, φιλο-ευρωπαϊσμός - ευρωσκεπτικισμός), όπως προβάλλονται πάνω στο σχίσμα Αριστεράς / Δεξιάς που επικρατεί ακόμη ως υπόβαθρο, δείχνουν ότι η ελληνική κοινωνία ανήκει απολύτως σ’ αυτό που αποκαλείται πολιτική νεωτερικότητα, με το δυτικοευρωπαϊκό νόημα του όρου. Αυτές οι διαιρέσεις είναι σαφέστερα διαρθρωμένες και πιο ανεπτυγμένες στην Ελλάδα, παρά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Εκτός αυτού, ο λόγος που η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της διεθνούς κοινής γνώμης και της συζήτησης στα μέσα ενημέρωσης για τόσα πολλά χρόνια (όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν), δεν οφείλεται φυσικά στο οικονομικό της μέγεθος, που είναι μικρό, ή τουλάχιστον δεν οφείλεται κατά πρώτο λόγο σε αυτό. Οφείλεται κατά κύριο λόγο στη γεωπολιτική της θέση, αλλά και σε έναν άλλο παράγοντα, ο οποίος συχνά παραβλέπεται: Η Ελλάδα όχι μόνον συνδιαλεγόταν και συνδιαλέγεται διπλωματικά με τη Δύση, αλλά επίσης παρήγαγε και παράγει «Δυτικά» γεγονότα.
Η Ελλάδα έχει ασκήσει επιρροή και έχει αφήσει ιδεολογικά (και συναισθηματικά) ίχνη στην Ευρώπη και τον κόσμο μέσω των γεγονότων που παρήγαγε: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας 1821-1830 (ήταν η πρώτη εξέγερση από αυτές που οδήγησαν στην κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) μέχρι τον Εμφύλιο Πόλεμο των ετών 1946-1949 (ήταν η πρώτη μάχη του Ψυχρού Πολέμου) και τον εκδημοκρατισμό της το 1974, ο οποίος εγκαινίασε το τρίτο μεγάλο κύμα εκδημοκρατισμού στη Δύση, και ούτω καθεξής. Επιπλέον, τα πολιτικά σχίσματα που διαπερνούν την Ελλάδα είναι δυτικού τύπου, συνεπώς η κατανόηση τους είναι πολύ εύκολη για τον δυτικό παρατηρητή.
Για λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ, η Ελλάδα ιδρύθηκε ως κράτος από την crème de la crème, από τα πολύ καλύτερα, τα πιο «προχωρημένα» στοιχεία των Βαλκανικών ελίτ. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους (από τότε που ιδρύθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του 1830), ο κοινοβουλευτισμός ήταν η κύρια μορφή πολιτεύματος. Ταυτόχρονα με τη Γαλλία και την Ελβετία, το ελληνικό κράτος πρωτοπόρησε στη θεσμοποίηση της καθολικής ψηφοφορίας για τους άνδρες. Η καλή λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών ήταν ήδη γεγονός από το 1875 (εκείνη την εποχή, αυτό ήταν μια πολιτική πρόοδος που ακόμη σπάνιζε στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης). Το σύνολο σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού που σε συμμετείχε ενεργητικά στην εκλογική διαδικασία, ενώ από το 1880 και μετά εδραιώθηκε ένα δικομματικό σύστημα, πολύ λειτουργικό για την εποχή εκείνη. Σύμφωνα με τον Νίκο Αλιβιζάτο, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, η Ελλάδα στο γύρισμα του του 20ου αιώνα
«[...] συγκαταλέγονταν στον στενό κύκλο των συνταγματικά ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, και στο πεδίο αυτό ξεπερνούσε σε μεγάλο βαθμό τις άλλες Βαλκανικές χώρες. Αυτό δεν οφειλόταν αποκλειστικά και μόνον στην ποιότητα των εκλογικών διαδικασιών και στην ορθή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, αλλά επίσης, στον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών».
Το πολιτικό σύστημα είχε συμπεριλάβει τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα στον εκλογικό παιχνίδι και, ως τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό σημείο, οι κοινωνικές ανισότητες ήταν περιορισμένες.
Ωστόσο, άν και ο πολιτικός εκσυγχρονισμός, ο μικρός βαθμός ανισότητας για ιστορικούς λόγους και ο κάποιου βαθμού πολιτισμικός εκσυγχρονισμός είναι σημαντικά επιτεύγματα, η Ελλάδα πάντα υστερούσε χρονικά στον οικονομικό εκσυγχρονισμό και στην οικοδόμηση κράτους. Μέχρις ένα σημείο συμφωνώ με την ανάλυση του Στάθη Καλύβα, σύμφωνα με την οποία, βλέποντας από μια προοπτική της μακράς διάρκειας, η Ελλάδα είναι μια ιστορία επιτυχίας. Είναι μια ιστορία επιτυχίας, η οποία, βέβαια, συμβαδίζει και συνοδεύεται από μεγάλες κρίσεις, βαθιές αποτυχίες και έναν κοινωνικό πολιτισμό που έχει και πάρα πολλά απωθητικά χαρακτηριστικά. Ο ατομικισμός, ο οικογενειοκεντρικός αμοραλισμός, η πελατειακή νοοτροπία, οι ομάδες συμφερόντων που λειτουργούν με στενά συντεχνιακό πνεύμα και, πάνω απ’ όλα, το μεγάλο χάσμα μεταξύ των «κανόνων που ισχύουν στους τύπους» και των «κανόνων που εφαρμόζονται στην πράξη», έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία, παρά την απουσία ακραίων ανισοτήτων, κυριαρχεί το αίσθημα της αδικίας. Η Ελλάδα ως όλον είναι μια χώρα με μεγάλες αντιθέσεις. Θα έλεγα, η Ελλάδα μοιάζει με μια παράξενη ευρωπαϊκή επαρχία που έχει όλα τα προβλήματα και τις αδυναμίες μιας επαρχίας, ενώ ταυτόχρονα έχει έναν πληθυσμό μορφωμένο και, πολλές φορές, έχει ελίτ με έντονο κοσμοπολιτισμό που της προσδίδουν έναν εμφανώς «μη-επαρχιακό» χαρακτήρα. Η Ελλάδα δυσκολεύεται πολύ να διαχειριστεί αυτή την εκρηκτική αντίφαση, η οποία συμβαδίζει με την αμφιλεγόμενη ταύτισή της με τη νεωτερικότητα. Εξ ου και οι τεράστιες επιτυχίες και οι τρομερές κρίσεις που χαρακτηρίζουν την ιστορία της Ελλάδας.
----
© Greek News Agenda / Rethinking Greece: Gerassimos Moschonas on European Democracy, the Radical Left, Greek history and SYRIZA (συνέντευξη στην Ιουλία Λειβαδίτη και στον Νικόλαο Νενεδάκη), 27.9.2016 .
Εκτύπωση στις: 2024-12-03
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9772