Κι όμως, υπάρχει ακόμα ελπίδα για την ξεγραμμένη από πολλούς Κύπρο.
Την ώρα που ο Ερντογάν ονειρεύεται – και όχι μόνο – τα οθωμανικά σύνορα της καρδιάς του και η ελληνική κυβέρνηση αντιπαρατάσσει τα εθνικιστικά της στρατεύματα στο Καστελόριζο, οι δυο Κύπριοι ηγέτες δείχνουν αποφασισμένοι να προχωρήσουν στην επανένωση του νησιού τους, στη βάση ενός ρεαλιστικού και βιώσιμου πολιτικού σχεδίου, ενός οδικού χάρτη στα περισσότερα σημεία του οποίου φαίνεται να έχουν ήδη καταλήξει.
Ο Νίκος Αναστασιάδης, ο πολιτικός που δεν δίστασε να ορθώσει το ανάστημά του σηκώνοντας, μόνος σχεδόν, στους ώμους του το μεγάλο ΝΑΙ στο σχέδιο Ανάν, θέλει αυτή τη φορά να δει το όραμά του για την ενιαία Κύπρο να παίρνει σάρκα και οστά.
Ο Μουσταφά Ακιντζί, από την άλλη πλευρά, εμπνεόμενος από το ίδιο όραμα, δεν φαίνεται να επιφυλάσσει στον εαυτό του τον ρόλο του νομάρχη του Ερντογάν σε μια προσαρτημένη Βόρεια Κύπρο. Πρόκειται για την καλύτερη δυνατή συγκυρία μέσα στις εξαιρετικά κρίσιμες, για την περιοχή μας ιδιαίτερα, συνθήκες.
Η τελική συμφωνία οριστικής επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος ωστόσο, δεν εξαρτάται μόνον από την βούληση και την αποφασιστικότητα των δύο κοινοτήτων. Από την τελευταία φάση των συνομιλιών στο Μοντ Πελεραίν φάνηκε ότι υπάρχουν δυνάμεις, τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα, που είναι έτοιμες, για διαφορετικούς λόγους, να τινάξουν στον αέρα την διαφαινόμενη ευνοϊκή εξέλιξη.
Οι συνεχιζόμενες απροσχημάτιστες τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο αλλά και τα ελληνικά απαράδεκτα «non papers» δυναμιτίζουν την προσπάθεια. Ο πρωθυπουργός μίλησε στο Βερολίνο για «βιώσιμη λύση χωρίς εγγυήσεις» προβάλλοντας έτσι την μαξιμαλιστική θέση ότι είναι δυνατόν οι μέχρι σήμερα «εγγυήτριες» δυνάμεις να εξαφανιστούν από τη μια μέρα στην άλλη.
Το ζητούμενο ωστόσο είναι να εξασφαλιστεί ότι, η όποια λύση συμφωνηθεί – και για τις εγγυήσεις – θα εφαρμοστεί κατά γράμμα στα πλαίσια συγκεκριμένου και αυστηρά ελεγχόμενου χρονοδιαγράμματος υλοποίησης.
Η συμμετοχή στην τελική διεθνή πολυμερή διάσκεψη, στις 12 Ιανουαρίου στη Γενεύη, των ίδιων των ηγετών της Ελλάδας και της Τουρκίας πρέπει να συμβάλλει στην εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης και όχι στη ναρκοθέτησή της. Ας μην θυσιαστεί, για μια ακόμα φορά, η ενότητα της Κύπρου σε πολιτικές σκοπιμότητες εσωτερικής κατανάλωσης. Ούτε και μπορεί να επιδιώκεται, μέσω μιας τέτοιας συμφωνίας, η ιστορική δικαίωση της μιας ή της άλλης πλευράς.
Κάτι τέτοιο είναι κυριολεκτικά ανέφικτο, μια και η ιστορία ξεκινάει να διαβάζεται συνήθως από το σημείο που «βολεύει» τον καθένα. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στην περίπτωση της Κύπρου, όπου της τουρκικής εισβολής το 1974, προηγήθηκε το χουντικό πραξικόπημα Ιωαννίδη – Σαμψών αλλά και η διαχωριστική γραμμή στη Λευκωσία από το 1963 καθώς και πολλά άλλα δραματικά γεγονότα.
Η λύση του Κυπριακού, τις πρώτες μέρες του νέου χρόνου, θα αποτελέσει μια ειρηνική όαση στην πολύπαθη ανατολική Μεσόγειο. Ας αφήσουμε κατά μέρος τη μικροκομματική μας αρρώστια κι ας στηρίξουμε όλοι μαζί την τελευταία μάλλον ευκαιρία ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων «κουμπάρων» να χτίσουν επιτέλους το κοινό τους μέλλον σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νησί.
Εκτύπωση στις: 2024-12-03
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=9789