Στην Ελλάδα βρίσκεται το μόνο τμήμα ευρωπαϊκού εδάφους στο οποίο ισχύει ο νόμος της σαρίας. Οι ελάχιστες φωνές που έως σήμερα τον αμφισβήτησαν παρέμειναν περιθωριακές. Η έως σήμερα πολιτική για τη μειονότητα στη Θράκη αποδείχθηκε λανθασμένη διότι αφενός παραβιάζει προφανή δικαιώματα, αφετέρου φέρνει πιο κοντά τη μειονότητα στην επιρροή της Τουρκίας του Ερντογάν.
Μιλώντας στη Βουλή για «ΤΑ ΝΕΑ», ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι η εφημερίδα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο τον προπηλάκιζε.
Τον προπηλάκιζε; Απ’ όσο ξέρω, και είμαι συνήθως καλός αναγνώστης, η εφημερίδα κανέναν δεν προπηλάκισε. Κανέναν δεν έβρισε. Η εφημερίδα ουδέποτε χρησιμοποίησε εκφράσεις όπως «Μισθούς, συντάξεις, μας τα ’κανες κουρέλι, άντε και μπιπ σύντροφε Κουβέλη» (σύνθημα που φώναζαν οι νεολαίοι του ΣΥΡΙΖΑ όταν η ΔΗΜΑΡ συμμετείχε στην κυβέρνηση Σαμαρά), ουδέποτε προσέβαλε τον θεσμικό ρόλο του Πρωθυπουργού αποκαλώντας τον με τη γνωστή λέξη - κάτι που είχε κάνει μιλώντας για τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, στη Λαμία, ο τότε διευθυντής του κομματικού ραδιοσταθμού του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετα, «ΤΑ ΝΕΑ» σε πολλές περιπτώσεις επέκριναν αυστηρά για τις πολιτικές του τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Ασκησαν συχνά κριτική, είτε πρωτοσέλιδα είτε με αρθρογραφία, για δηλώσεις του, επιλογές του, παραλείψεις του, ανακολουθίες του. Και προφανώς τον επέκριναν για τις υποσχέσεις που έδινε χωρίς να μπορεί να τις τηρήσει. Τον επέκριναν διότι είχε ισχυριστεί ότι θα καταργήσει τα Μνημόνια με έναν νόμο και ένα άρθρο - και όπως αναμενόταν από τους νουνεχείς όταν έκανε αυτές τις δηλώσεις (αλλά όχι και από τους ψηφοφόρους που παρέσυρε), δεν το έπραξε. Του άσκησαν κριτική γιατί δεν χόρεψε τις αγορές στους ήχους του ζουρνά, γιατί συνεργάστηκε με ένα κομμάτι μιας Ακροδεξιάς, γιατί δεν σεβάστηκε τη διάκριση των εξουσιών. Τον έψεξαν για την πολιτική της «περήφανης διαπραγμάτευσης» του Γιάνη Βαρουφάκη, για το δημοψήφισμα και την κυβίστηση αμέσως μετά την έκβασή του, για το τρίτο Μνημόνιο που υπέγραψε αυτός, ένας αντιμνημονιακός. Για το πελατειακό κράτος που κτίζει. Για τον διχαστικό λόγο του. Για πολλά ακόμα.
Αυτή είναι η δουλειά του Τύπου. Η άσκηση κριτικής στους πολιτικούς, η άσκηση κριτικής στην εξουσία. Μόνο αν συγγενεύεις με αυταρχικές ιδεολογίες μπορείς να θεωρείς τη θεμιτή και απαραίτητη κριτική προπηλακισμό.
Στη δημοκρατία η κριτική είναι υποχρεωτική.
Μια γιγαντιαία ρόδα σαν αυτές των λούνα παρκ στήθηκε, πριν από μερικές ημέρες στο Σύνταγμα, ως χριστουγεννιάτικη ατραξιόν. Ο Δήμος Αθηναίων, μέσω του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΟΠΑΝΔΑ), συμβλήθηκε με ιδιωτική εταιρεία, η οποία ανέλαβε να στήσει και να λειτουργήσει τη ρόδα, προφανώς έναντι τιμήματος.
Τι ζητά ο Αλέξης Τσίπρας στη συνάντηση των Σοσιαλιστών αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στο Παρίσι; Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
Ολα είχαν αρχίσει ανάποδα. Για τον σημερινό Πρωθυπουργό και τη ριζοσπαστική μπρουταλιτέ που περιέφερε για χρόνια ως ιδεολογία, η Ευρώπη που τον ενδιέφερε ήταν «των λαών» - η άλλη, η υπαρκτή, ήταν κακή, νεοφιλελεύθερη, παραδομένη στις ηδονές των αγορών
Τον Δεκέμβριο του 2003, λίγο πριν παραδώσει το δαχτυλίδι του ΠΑΣΟΚ στον Γιώργο Παπανδρέου ενόψει εκλογών, μέχρι και ο Κώστας Σημίτης, αναζητώντας μια ένεση δημοτικότητας, επισκέφθηκε με τις κάμερες παρούσες τα υποκαταστήματα του ΙΚΑ Κεραμεικού και Καλλιθέας, απάντησε μάλιστα ο ίδιος στο τηλέφωνο εξυπηρέτησης πολιτών.
Ακουγα, χθες, τον Αλέξη Τσίπρα να ισχυρίζεται ότι «η αίσθηση της κοινής [ευρωπαϊκής] προοπτικής και του κοινού μέλλοντος δίνει τη θέση της στη δήθεν ασφάλεια της εθνικής περιχαράκωσης και στον εθνικό απομονωτισμό» και δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Αυτός δεν είχε κάνει, πέρυσι, ένα απολύτως διχαστικό δημοψήφισμα με αίτημα ένα γενικώς και αορίστως Οχι, για το οποίο μάλιστα ισχυριζόταν ότι «δεν είναι απλά ένα σύνθημα αλλά [η] ξεκάθαρη επιλογή του λαού για το πώς θα ζήσει την επόμενη μέρα»;
Από το 2006, όταν πρωτοσυνάντησα τον Αλέξη Τσίπρα, κατάλαβα ότι ήταν ικανός για όλα. Αλλά πίστευα ότι σε δύο αρχές θα μείνει αμετακίνητος. Δεν θα φορούσε ποτέ γραβάτα, την οποία θεωρούσε σύμβολο συστημικού καθωσπρεπισμού. Και ως πιστός στο μαρξιστικό τσιτάτο «η θρησκεία είναι όπιο του λαού», θα εχθρευόταν τη δεισιδαιμονία της ελληνο-ορθοδοξίας - ιδεολογήματος που πολεμήθηκε από τους διανοουμένους της Αριστεράς.
Προσωπικώς, πιστεύω ότι η αποδοχή της μαντίλας, κάθε παράδοσης και κάθε συμβόλου καταπίεσης και υποταγής, βρίσκεται στον αντίποδα των κατακτήσεων της κουλτούρας της χειραφέτησης του 20ού αιώνα. Η μαντίλα δεν αναδεικνύει το σώμα. Το υποτάσσει, το κρύβει. Το διαλύει. Καταργεί τις κατακτήσεις του μοντερνισμού. Κι αυτό δεν είναι έθνικ πινελιά.