Το σημερινό τοπίο της ενημέρωσης παραβιάζει το Σύνταγμα και απειλεί την ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2021-01-28

Αν θελήσει κανείς να αποτιμήσει συνολικά και απροκατάληπτα τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης, με κριτήριο τη θεσμική αξιοπιστία της, θα διαπιστώσει ευχερώς ότι η εικόνα που έχει επιμελώς καλλιεργηθεί, από ποικίλους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν και θετικά σημεία. Ωστόσο, το ισοζύγιο είναι εν τέλει αρνητικό, καθώς τα «συν» περιορίζονται κυρίως στα της διαχείρισης της πανδημίας, ενώ τα «πλην» αφορούν μια ολόκληρη σειρά τραυματικών για τους θεσμούς κυβερνητικών πρακτικών και μεθοδεύσεων, που αποπνέουν, δυστυχώς, μια βαθιά ριζωμένη μικροπολιτική, πελατειακή και αυταρχική νοοτροπία.
Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα ή αναμενόμενα, το κυβερνητικό νομοσχέδιο για το εκλογικό σύστημα επιβεβαίωσε δυστυχώς την πάγια μεταπολιτευτική αντιμετώπιση του κρίσιμου αυτού θέματος από την πλευρά του κυβερνώντος κόμματος (για να μην θυμηθούμε και τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα της μετεμφυλιακής περιόδου[1]).
Πρόκειται, ειδικότερα, για μια (ακόμη) αντισυνταγματική και αντιδημοκρατική επιλογή, η οποία όχι μόνον δεν αποπνέει οποιαδήποτε διάθεση για συναινέσεις, συνθέσεις και συγκλίσεις με τα κόμματα της αντιπολίτευσης –διαψεύδοντας πλήρως τις σχετικές εξαγγελίες– αλλά και τραυματίζει το κύρος των θεσμών, υποτάσσοντάς τους, κατά τρόπο κυνικό και αδίστακτο, σε προδήλως μικροκομματικές σκοπιμότητες. Οι σκοπιμότητες αυτές, μάλιστα, όχι μόνον ομολογήθηκαν απροκάλυπτα, με την απαράδεκτη θεσμικά δήλωση ότι η ΝΔ θα προκαλέσει διπλές εκλογές, για να «κάψει» την απλή αναλογική –δήλωση ανάλογη με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, το 2014, ότι δεν θα ψηφίσει Πρόεδρο για να προκαλέσει εκλογές…– αλλά και αναμένεται να επαναληφθούν, όπως διέρρευσε, και στο πεδίο του εκλογικού συστήματος των δημοτικών εκλογών, για να ολοκληρωθούν έτσι οι επίσης αντισυνταγματικές παρεμβάσεις που έγιναν αμέσως μετά την ανάδειξη των τελευταίων δημοτικών και περιφερειακών αρχών[2].
Μια ακόμη κολοβή και εν πολλοίς ανούσια αναθεώρηση είναι πλέον επί θύραις, για να επιβεβαιώσει, με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, ότι τα δύο μεγάλα κόμματα ήταν τελικά όχι μόνον ανέτοιμα αλλά και απρόθυμα για έναν ώριμο, απροκατάληπτο και εποικοδομητικό συνταγματικό αναστοχασμό. Αντί να ξεκινήσουν από τις θεσμικές δυσλειτουργίες που ανέδειξε ή μεγέθυνε η κρίση –παρά την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα του ισχύοντος Συντάγματος– και να επεκταθούν και σε κάποια άλλα χρονίζοντα προβλήματα της σύγχρονης Δημοκρατίας μας, αρχικά μεν επιδόθηκαν σε άγονους μαξιμαλισμούς και στη συνέχεια περιχαρακώθηκαν πεισματικά στις θέσεις τους, τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη Βουλή. Το αποτέλεσμα ήταν να απορριφθούν όλες σχεδόν οι ενδιαφέρουσες προτάσεις, ένθεν κακείθεν, και να καταλήξουμε, εν τέλει, σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή.
Η δρομολογημένη πλέον ολοκλήρωση της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης θέτει και πάλι επί τάπητος το ζήτημα της αξιοπιστίας της συνταγματικής πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης. Στο παρόν άρθρο θα αποτιμηθεί αυτή η πολιτική με κριτήριο τον σεβασμό του Συντάγματος στις έως τώρα θεσμικές παρεμβάσεις της, ενώ σε επόμενο θα αξιολογηθούν τα αποτελέσματα του εν εξελίξει αναθεωρητικού διαβήματος.
Το ζήτημα της δέσμευσης της δεύτερης Βουλής από θεωρητική άποψη έχει πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές, όπως αποδεικνύεται και από τον πλούσιο διάλογο που αναπτύχθηκες στο περιοδικό του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» Constitutionalism.gr, στην οποία μπορεί να ανατρέξει όποιος ενδιαφέρεται να εντρυφήσει στο ζήτημα. Οι περισσότεροι συνάδελφοι εξέφρασαν την «κρατούσα» επί του θέματος γνώμη, σύμφωνα με την οποία η πρώτη Βουλή απλώς αποφασίζει για τις αναθεωρητέες διατάξεις, ενώ η δεύτερη είναι ελεύθερη να αποφασίσει ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο των προταθεισών διατάξεων (χωρίς όμως να προσθέσει νέες). Τα επιχειρήματα υπέρ αυτής της άποψης είναι ισχυρά, καθώς βρίσκουν έρεισμα τόσο στην ιστορική όσο και στην γραμματική και την συστηματική ερμηνεία.