«Μέρισμα» με δανεικά, το πάθημα που δεν γίνεται μάθημα
Δημήτρης Λιάκος, KReport, Δημοσιευμένο: 2021-11-24
Η ανακοίνωση της χορήγησης ενός έκτακτου πακέτου της τάξης των 338,5 εκατ. ευρώ όπως ήταν αναμενόμενο συγκέντρωσε την προσοχή όλων, πολιτικών δυνάμεων και μέσων ενημέρωσης. Και θα προκαλούσε έκπληξη η μη αποδοχή του ως θετική εξέλιξη από την πλευρά των κομμάτων. Όλοι το καλωσόρισαν, τονίζοντας ότι στην επικείμενη συζήτηση στο κοινοβούλιο θα το υπερψηφίσουν. Οι επιμέρους διαφωνίες που καταγράφηκαν αφορούσαν το μέγεθος και τη στόχευση του, ενώ δεν έλειψαν οι συγκρίσεις και η υπενθύμιση σχολίων που είχαν συνοδεύσει αντίστοιχες αποφάσεις σε προηγούμενα χρόνια.
Η συγκεκριμένη ανακοίνωση – απόφαση του πρωθυπουργού ήρθε τρεις ημέρες μετά την κατάθεση του Προϋπολογισμού την προηγούμενη Παρασκευή 19/11, με το εν λόγω ποσό να μην συμπεριλαμβάνεται στις προβλέψεις του. Το πρώτο σημείο που αξίζει να υπογραμμισθεί είναι η «ανακάλυψη» επιπρόσθετου δημοσιονομικού χώρου εντός 72 ωρών. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν όντως υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια.
Προτού απαντηθεί, αξίζει να κάνουμε μια μικρή αναδρομή στην δημοσιονομική πορεία της τελευταίας διετίας.
Η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν αναγκαία και απαραίτητη. Η Ελλάδα με βάση τα επίσημα στοιχεία έλαβε περίπου 43 δισ.€ δημοσιονομικά μέτρα, κατατάσσοντας την πρώτη στις δαπάνες κατά κεφαλήν στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με το ΔΝΤ αυτά τα μέτρα άγγιξαν το 17,5%/ΑΕΠ έναντι 3,8%/ΑΕΠ του μέσου όρου στην Ε.Ε.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι μεγάλα ποσά σε όρους ΑΕΠ έδωσαν η Γερμανία, που δαπάνησε 15,3%, η Ιρλανδία 11,5%, η Ιταλία 10,9%, η Ολλανδία 10,3% και η Γαλλία 9,6% του ΑΕΠ. Αρκετές χώρες προτίμησαν να ενισχύσουν τις επιχειρήσεις τους μέσω προγραμμάτων εγγυήσεων, που στην περίπτωση της χώρας μας ανήλθαν στο 3,7% του ΑΕΠ. Παρόλα αυτά, η ύφεση που κατέγραψε η ελληνική οικονομία το 2020 (-9%) ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη, ενώ η φετινή ανάκαμψη (+6,9%) θα είναι η τρίτη μεγαλύτερη, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές εκτιμήσεις της Κομισιόν.
Ένα δεύτερο σημείο που προκύπτει από τα παραπάνω δεδομένα, είναι η μειωμένη αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών δαπανών σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα-επίπτωση επί των αναπτυξιακών ρυθμών, γεγονός που ελάχιστα προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολιτικών και μέσων ενημέρωσης.
Το τρίτο στοιχείο που προκύπτει είναι η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους, είναι η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση στο σύνολο της ΕΕ, τη στιγμή που ήδη είχαμε το μεγαλύτερο χρέος σε όρους ΑΕΠ στο σύνολο της Ευρώπης. Με βάση τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού, το δημόσιο χρέος θα διαμορφωθεί το 2021 στο 197,1% επί του ΑΕΠ από 206,3% επί του ΑΕΠ το προηγούμενο έτος. Το σύνολο, δε, των αναλυτών αναγνωρίζουν ως καθοριστική την παρέμβαση της ΕΚΤ στην δευτερογενή αγορά ομολόγων, γεγονός που κρατάει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα το κόστος αναχρηματοδότησης. Να υπογραμμισθεί επίσης ότι η κυβέρνηση συνεχίζοντας -ορθά κατά τη γνώμη του γράφοντος- την πολιτική των προκατόχων της, διακρατά υψηλά ταμειακά διαθέσιμα που σύμφωνα με τις δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού Οικονομικών κινούνται στα επίπεδα των 39 δισ. ευρώ. Στα σενάρια αλλαγής στάσης των κεντρικών τραπεζών, λόγω της επανεμφάνισης και του ενδεχομένου διατήρησης των πληθωριστικών πιέσεων, και διακοπής του προγράμματος του pandemic QE από την ΕΚΤ χωρίς τη λήψη κάποιας ειδικής ρήτρας για τη χώρα μας (λόγω μη επενδυτικής βαθμίδας), γίνεται αντιληπτός ο βαθμός των δυσκολιών που θα αντιμετωπίσουμε.
Σημείο τέταρτο, με βάση τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού το έλλειμμα του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης θα ανέλθει στο 9,6%/ΑΕΠ στο τέλος του τρέχοντος έτους. Σε επίπεδο πρωτογενούς αποτελέσματος το έλλειμμα θα αγγίξει το 7% με βάση του κανόνες ESA και το 7,3% με βάση τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας. Πρακτικά λοιπόν το ανακοινωθέν πακέτο, ασφαλώς και δεν αποτελεί «μέρισμα» από την δημοσιονομική υπεραπόδοση, όπως ορθώς έγινε στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά γίνεται μέσω της αύξησης του ελλείμματος, για να το θέσουμε απλά, με δανεικά.
Την ίδια στιγμή η εξελισσόμενη ενεργειακή κρίση απειλεί νοικοκυριά αλλά και επιχειρήσεις. Και αν το «πακέτο ενίσχυσης» η κυβέρνηση το εντάσσει για επικοινωνιακούς λόγους στα μέτρα «απορρόφησης» του κόστους ενέργειας από τα φυσικά πρόσωπα, για τις επιχειρήσεις δεν λαμβάνεται καμία ουσιαστική μέριμνα παρόλο που θα κληθούν να «σηκώσουν» το μεγαλύτερο βάρος στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας και της απασχόλησης τα επόμενα έτη -προσέγγιση που θα μπορούσε να εξεταστεί ως εναλλακτική. Αλλά, μπροστά στην επικοινωνία και το όφελος του πρόσκαιρου, φαίνεται ότι η ουσία δεν έχει καμία τύχη…
Τυχόν σύγκριση με αντίστοιχες πρακτικές του παρελθόντος, που οδήγησαν στην περιπέτεια της προηγούμενης δεκαετίας, ασφαλώς είναι εύστοχη.
Το πολιτικό σύστημα έχει μπει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και οτιδήποτε φαντάζει ως φιλολαϊκό μέτρο γίνεται αποδεκτό με ενθουσιασμό με την όποια κριτική να περιορίζεται στο εύρος και την εκάστοτε περίμετρο του. Τα λάθη των προηγούμενων δεκαετιών από ότι φαίνεται δεν μας έχουν γίνει διδάγματα, ενώ επιπρόσθετα δεν συνειδητοποιούμε ότι τέτοιες αποφάσεις ενδεχομένως να αδυνατίζουν τη θέση μας στην επικείμενη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Όποιος δε αναδεικνύει αυτή τη διάσταση απειλείται με εξοστρακισμό, για να θυμηθούμε μέρος της ιστορίας αυτού του τόπου.