Είναι παροδικός ο πληθωρισμός;
Κώστας Καλλίτσης, Η Καθημερινή, Δημοσιευμένο: 2021-12-05

Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, λίγο αφότου ανανεώθηκε η θητεία του δήλωσε ότι είναι καιρός να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε πλέον τον χαρακτηρισμό «παροδικός» για τον πληθωρισμό. «Χρησιμοποιούμε αυτόν τον χαρακτηρισμό για να δηλώσουμε πως δεν θα παγιώσει τις τιμές σε υψηλότερα επίπεδα. Είναι καιρός να αποσύρουμε αυτή τη διατύπωση», είπε. Ο Τζερόμ Πάουελ δεν θα μείνει στα λόγια. Η άνοδος των επιτοκίων είναι στον ορίζοντα. Προς τούτο, ανακοίνωσε ότι η Fed, το αμέσως προσεχές διάστημα, θα συζητήσει το ενδεχόμενο τερματισμού του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (έκδοσης νέου χρήματος) μερικούς μήνες νωρίτερα από τα μέσα του 2022.
Η ΕΚΤ, προς το παρόν, επιμένει ότι ο πληθωρισμός είναι παροδικός, παρότι σκαρφάλωσε στο 4,9% στην Ευρωζώνη τον Νοέμβριο – πάνω και από τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις. Το στοιχείο αυτό θα ανεβάσει το θερμόμετρο στην κρίσιμη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου, όπου θα συζητηθεί και το μέλλον του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων και του τακτικού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Θα συζητηθεί, επίσης, η μεταχείριση που μέλλεται στους ελληνικούς τίτλους. Ως γνωστόν, η ΕΚΤ αγοράζει κατ’ εξαίρεση ελληνικά ομόλογα στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος. Αραγε, θα ενταχθούν αυτά, υπό όρους, στο κανονικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης; Τελευταία, τα μηνύματα που εκπέμπουν στελέχη της ΕΚΤ δεν είναι σαφή και προοιωνίζονται μια δύσκολη συζήτηση με αμφίρροπο αποτέλεσμα.
Το τελευταίο είναι ένα ειδικό ζήτημα εξαιρετικής σημασίας για τη χώρα. Αλλά σημαντική για τη χώρα είναι, έτσι ή αλλιώς, η άνοδος του πληθωρισμού. Οχι μόνο για τα οικονομικά ασθενέστερα νοικοκυριά. Σηματοδοτεί την άνοδο των επιτοκίων, υποδηλώνει ότι είναι θέμα χρόνου η άνοδος του κόστους δανεισμού, τόσο του ελληνικού Δημοσίου (στο τμήμα του χρέους που είναι με μεταβλητό επιτόκιο και στις επόμενες, νέες εκδόσεις ομολόγων…) όσο και των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Για μια βαριά υπερχρεωμένη χώρα, όπως η Ελλάδα, αυτή η μεταβλητή είναι κρίσιμη, μπορεί να ανατρέψει την εικόνα. Δεν είναι το μόνο. Συνυπολογίστε τη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων από την άνοδο του κόστους – μόνο η άνοδος της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής της ελληνικής βιομηχανίας με 150 εκατ. ευρώ κάθε μήνα.
Σε μια κανονική χώρα, αυτά θα ήταν αντικείμενο συζήτησης, αναζήτησης απαντήσεων και περίσκεψης σε πνεύμα εθνικής συνεννόησης. Στα καθ’ ημάς δεν είναι. Και μάλλον απίθανο να γίνουν στην παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που διανύει η χώρα μας.