Η χώρα χρειάζεται ριζική μεταρρύθμιση του φορολογικού της συστήματος
Βασίλης Ραπάνος, KReport, Δημοσιευμένο: 2025-12-23

Είναι γενικά αποδεδειγμένο ότι ένα «καλό» φορολογικό σύστημα δεν αποδίδει μόνο τους αναγκαίους πόρους για τη λειτουργία το κράτους, αλλά συμβάλλει και στη μείωση οικονομικών ανισοτήτων, ευνοεί την καινοτομία, τις επενδύσεις και προωθεί την οικονομική ανάπτυξη. Εδώ και μερικές δεκαετίες η κρατούσα άποψη είναι ότι η υψηλή φορολογία δημιουργεί αντικίνητρα για εργασία, επενδύσεις και καινοτομία και γι’ αυτό είδαμε ένα ανταγωνισμό μεταξύ χωρών για τη μείωση της φορολογίας ιδίως του κεφαλαίου.
Η εμπειρία δείχνει ότι η χαμηλή φορολογία από μόνη της δεν οδηγεί σε επενδύσεις και σε οικονομική μεγέθυνση. Έχει παρατηρηθεί μάλιστα ότι χώρες με υψηλή φορολογική επιβάρυνση είναι πρωτοπόρες σε καινοτομίες και επενδύσεις και η εξήγηση είναι ότι τα υψηλά έσοδα τους επιτρέπουν να έχουν καλές υποδομές, καλό εκπαιδευτικό σύστημα, αποτελεσματικό σύστημα υγείας και ένα σωστό πλαίσιο ανταγωνισμού, στοιχεία που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να καινοτομούν να αναπτύσσονται και να είναι διεθνώς ανταγωνιστικές.
Το φορολογικό σύστημα είναι μόνο ένας από τους πολλούς παράγοντες που συντελούν στην οικονομική ανάπτυξη. Είναι όμως ένας σημαντικός παράγοντας και ένα «Καλό» σύστημα μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά ενός «καλού» φορολογικού συστήματος, πέρα από την είσπραξη επαρκών εσόδων για τη χρηματοδότηση του κράτους.;
Ίση μεταχείριση φορολογουμένων που είναι στην ίδια κατάσταση,
Φορολόγηση ανάλογη με την οικονομική δύναμη των φορολογουμένων,
Η φορολογία να αποφεύγει τη δημιουργία σημαντικών στρεβλώσεων στην οικονομική δραστηριότητα,
Το φορολογικό σύστημα να είναι απλό και κατανοητό από τους φορολογουμένους,
Να είναι σταθερό και προβλέψιμο και
Ευέλικτο για να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο το ελληνικό φορολογικό σύστημα ικανοποιεί τα πιο πάνω χαρακτηριστικά. Οι διαπιστώσεις μελετών αλλά και διεθνών οργανισμών είναι πολύ συνοπτικά οι εξής:
Το φορολογικό μας σύστημα μεταχειρίζεται διαφορετικά του φορολογούμενους με το ίδιο εισόδημα ανάλογα με το από ποια πηγή προέρχεται αυτό. Διαφορετικά φορολογούνται τα εισοδήματα από εργασία από εκείνα που προέρχονται από ακίνητα ή από το κεφάλαιο. Είναι αλήθεια ότι η φορολογία εισοδήματος από εργασία είναι προοδευτική, αλλά η προοδευτικότητα είναι τόσο μεγάλη για μεσαία εισοδήματα που δημιουργεί ισχυρά αντικίνητρα στην εργασία, όταν τα εισοδήματα από κεφάλαιο φορολογούνται πολύ ελαφρύτερα.
Η κατανομή των φορολογικών βαρών είναι άνιση αφού η βασικότερη πηγή εσόδων είναι η έμμεση φορολογία και όχι η άμεση. Με βάση πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ η Ελλάδα εισπράττει το 15,5 των φορολογικών εσόδων από το Φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (μέσος όρος ΟΟΣΑ 23,7), το 7,4% από φορολογία κερδών (μέσος όρος ΟΟΣΑ 11,9), το 6,5 από φόρους περιουσίας(μέσος όρος ΟΟΣΑ 5,10) και το 40,7 από έμμεσους φόρους (μέσος όρος ΟΟΣΑ 31.4).
Το Ελληνικό φορολογικό σύστημα δεν είναι καθόλου απλό. Οι νόμοι αλλάζουν πολύ συχνά και επειδή δεν είναι σωστά επεξεργασμένοι χρειάζεται να εκδίδονται, κάθε χρόνο, πλήθος εγκυκλίων για να διευκρινιστούν οι νόμοι. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι από το 1975 και μετά έχουν ψηφιστεί περί τους 400 νόμους για τη φορολογία και δεν υπάρχει διαρκής κωδικοποίηση τους.
Το φορολογικό σύστημα χρησιμοποιείται από την κάθε κυβέρνηση για ικανοποίηση πολλαπλών σκοπών, που δεν έχουν σχέση με τους πιο πάνω σκοπούς ενός «καλού» φορολογικού συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν θεσπιστεί φορολογικές απαλλαγές ακόμη και για περιοχές που έχουν κέντρα φιλοξενίας μεταναστών.
Αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα να είναι η χώρα με τις περισσότερες φοροαπαλλαγές (fφορολογικές δαπάνες) στον κόσμο. Με βάση στοιχεία διεθνούς πλατφόρμας η χώρα μας είχε το 2023 περί τις 1200 φοροαπαλλαγές με κόστος, μόνο των 194 απαλλαγών, το 30% των φορολογικών εσόδων.
Τέλος, το φορολογικό μας σύστημα δεν είναι ευπροσάρμοστο στις μεταβαλλόμενες συνθήκες , όπως πληθωρισμός, ύφεση και την επίλυση διαφορών.
Αξίζει να τονιστεί ότι η πιο σημαντική αλλαγή των τελευταίων ετών είναι η δημιουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της δράσης της είναι ενθαρρυντικά και πρέπει να τις δοθούν επιπλέον πόροι, ανθρώπινοι και υλικοί, για να βελτιώσει τις επιδόσεις της. Είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι το προσωπικό της ΑΑΔΕ είναι μάλλον γερασμένο αφού το 70% του προσωπικού έχει ηλικία άνω των 45 ετών και μόνο το 2% έχει ηλικία κάτω των 34 ετών.
Από τα πιο πάνω στοιχεία γίνεται φανερό ότι το φορολογικό μας σύστημα, πσρά τις βελτιώσεις που έχουν γίνει, μετά την οικονομική κρίση, χρειάζεται δραστικές αλλαγές. Στη μεταπολιτευτική περίοδο έχουμε μια μόνο περίπτωση προτάσεων για ολική μεταρρύθμιση, εκείνη του 2002 με την Επιτροπή του αείμνηστου καθηγητή Θεόδωρου Γεωργακόπουλου. Αν και πολύ λίγες από εκείνες τις προτάσεις εφαρμόστηκαν, το φορολογικό μας σύστημα απλοποιήθηκε σημαντικά. Μια ανάλογη επιτροπή θα μπορούσε να συσταθεί για μεταρρύθμιση του σημερινού συστήματος.
Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι για να μεταρρυθμίσουμε αποτελεσματικά τη φορολογία μας πρέπει να έχουμε γνώση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων για αλλαγές. Δυστυχώς η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ λίγες μελέτες για το φορολογικό της σύστημα. Από όσο γνωρίζω, το Υπουργείο Οικονομικών δεν έχει αναθέσει ούτε μια μελέτη σε ειδικούς επιστήμονες και όσες έχουν γίνει οφείλονται στο φιλότιμο των ερευνητών. Είναι αξιοσημείωτο ότι το Υπουργείο Οικονομικών δεν δίνει στοιχεία στους ερευνητές που τα ζητούν για διεξαγωγή μελετών.
(*) Ο Βασίλης Θ. Ράπανος είναι Ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, Τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών



