Το πρόσχημα της πειθαρχίας και η διαγραφή Σημίτη
Αντώνης Λιάκος, Το Βήμα, Νέες Εποχές, Δημοσιευμένο: 2008-06-22
Κακώς θεωρήθηκε η διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠαΣοΚ ενδοκομματικό ζήτημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αφορά τη δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων, τα οποία αποτελούν θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η απόφαση του κ. Παπανδρέου tout court μας γυρίζει στη σταλινική εποχή. Τα πολιτικά κόμματα είναι, ή πρέπει να είναι, συμπαρατάξεις πολιτών που συμφωνούν σε βασικά ζητήματα, αλλά στο πλαίσιο μιας ευρύτητας η οποία περιλαμβάνει αναμφίβολα διαφοροποιήσεις. Οχι μονολιθικοί μηχανισμοί αναπαραγωγής μιας άποψης και τιμωρίας της διαφορετικής. Δυστυχώς έχουμε φτάσει στην Ελλάδα, ασυναίσθητα, στο σημείο όπου η διαφοροποίηση, αντί να θεωρείται κάτι φυσικό, ένα στοιχείο συζήτησης, να θεωρείται «σκάνδαλο», να μπαίνει στα πρωτοσέλιδα και να γίνεται πρώτο θέμα στα βραδινά δελτία ειδήσεων. Αντίθετα εκκλήσεις στην ομοφωνία, στη γραμμή κτλ., αντί να καταδικάζονται ως λαϊκίστικα και αυταρχικά κατάλοιπα, να θεωρούνται κανονικά στοιχεία της πολιτικής γλώσσας. Και αυτό συμβαίνει λίγο-πολύ σε όλα τα κόμματα. Την αντίληψη κόμμα-στρατός την έχουμε αποδεχτεί σιωπηλά, λες και βρισκόμαστε ακόμη σε συνθήκες Εμφυλίου. Για τον λόγο αυτόν η διαγραφή Σημίτη, με ή χωρίς εισαγωγικά, αποτελεί πλήγμα όχι μόνο στην αξιοπιστία του ΠαΣοΚ, αλλά και συνολικά στους δημοκρατικούς θεσμούς, και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί. Με αυστηρή καταδίκη από όλους, στο όνομα υπεράσπισης της δημοκρατίας.
Το γεγονός ότι οι οπαδοί του ΠαΣοΚ διχάστηκαν αναφορικά με τη διαγραφή είναι βέβαια ένα κατάλοιπο νοοτροπίας αρχηγικού κόμματος, από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, και δείχνει την ελλιπή δημοκρατική διαπαιδαγώγηση αυτού του κόμματος που ονομάστηκε σοσιαλιστικό χωρίς να αποκτήσει ποτέ τα χαρακτηριστικά οργάνωσης των σύγχρονων ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων. Δείχνει όμως ότι το ίδιο το κόμμα αυτό είναι μια στέγη η οποία στεγάζει δύο διαφορετικούς κόσμους: τον κόσμο του ΠαΣοΚ της δεκαετίας του ’80, το μοντέλο διακυβέρνησης της εποχής του Ανδρέα Παπανδρέου, και τον κόσμο που συντάχτηκε με τον Κ. Σημίτη στη δεκαετία του ’90, πάνω σε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού. Η συμφωνία του 40% με τη διαγραφή δείχνει ότι η συνύπαρξη αυτών των κόσμων δεν είναι πλέον δυνατή. Εκφράζουν διαφορετικές στάσεις και διαφορετικές εκτιμήσεις για την πορεία της χώρας. Ανεξαρτήτως του ποιος θα κληρονομήσει και του ποιος θα διεκδικήσει τον λογότυπο του κόμματος, είναι η συνειδητοποίηση αυτής της διαφοροποίησης που θα πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία των νέων προβληματισμών. Οχι η επιστροφή σε μια μυθική ενότητα.
αφορμή της ρήξης, το δημοψήφισμα για τη Συνταγματική Συνθήκη της Λισαβόνας, έδωσε αφορμή για δημαγωγία γύρω από το πρόβλημα της πορείας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τη χτίζουν οι ελίτ ή οι πολίτες της; Ας δούμε το ζήτημα χωρίς περιστροφές. Στην πολιτική και στις αποφάσεις των ευρωπαϊκών ελίτ η προοδευτική απάντηση δεν μπορεί να είναι τα εθνικά δημοψηφίσματα. Τα εθνικά δημοψηφίσματα πραγματοποιούνται συνήθως πάνω στις εθνικές ατζέντες σε σχέση με την ευρωπαϊκή, αλλά όχι πάνω σε διαφορετικά προγράμματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα πρώτα περιλαμβάνουν στις δυνατότητές τους και την άρνηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενώ σπανίως συζητούν και αντιμετωπίζουν τους διαφορετικούς τρόπους της επίτευξής της. Η συζήτηση πάνω στα διαφορετικά προγράμματα θα ήταν αναμφίβολα η πλέον δημοκρατική και ταυτόχρονα θα ενίσχυε τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υποκειμένου, δηλαδή ενός ευρωπαϊκού λαού. Αυτή η δυνατότητα ενός δημοψηφίσματος σε όλη την Ευρώπη, ταυτόχρονα, και με ενιαία, και όχι κατά χώρες, άθροιση των ψήφων σε πλειοψηφικές και μειοψηφικές λύσεις θα μπορούσε να οδηγήσει στον εκδημοκρατισμό της πορείας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μέσα από ένα ενιαίο δημοψήφισμα θα άλλαζαν εξ ολοκλήρου οι συμπεριφορές που εμφανίζονται στα εθνικά δημοψηφίσματα να παίζουν πάνω στην αμφιθυμία ανάμεσα στην εθνική και στην ευρωπαϊκή πορεία. Βήματα μπροστά μάς χρειάζονται, όχι πίσω και, σε κάθε περίπτωση, τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η εθνική πολιτική δεν μπορούν να γίνονται αντικείμενο παλινωδίας και σπέκουλας, κάτω από το πρόσχημα της κομματικής πειθαρχίας.
Το γεγονός ότι οι οπαδοί του ΠαΣοΚ διχάστηκαν αναφορικά με τη διαγραφή είναι βέβαια ένα κατάλοιπο νοοτροπίας αρχηγικού κόμματος, από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, και δείχνει την ελλιπή δημοκρατική διαπαιδαγώγηση αυτού του κόμματος που ονομάστηκε σοσιαλιστικό χωρίς να αποκτήσει ποτέ τα χαρακτηριστικά οργάνωσης των σύγχρονων ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων. Δείχνει όμως ότι το ίδιο το κόμμα αυτό είναι μια στέγη η οποία στεγάζει δύο διαφορετικούς κόσμους: τον κόσμο του ΠαΣοΚ της δεκαετίας του ’80, το μοντέλο διακυβέρνησης της εποχής του Ανδρέα Παπανδρέου, και τον κόσμο που συντάχτηκε με τον Κ. Σημίτη στη δεκαετία του ’90, πάνω σε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού. Η συμφωνία του 40% με τη διαγραφή δείχνει ότι η συνύπαρξη αυτών των κόσμων δεν είναι πλέον δυνατή. Εκφράζουν διαφορετικές στάσεις και διαφορετικές εκτιμήσεις για την πορεία της χώρας. Ανεξαρτήτως του ποιος θα κληρονομήσει και του ποιος θα διεκδικήσει τον λογότυπο του κόμματος, είναι η συνειδητοποίηση αυτής της διαφοροποίησης που θα πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία των νέων προβληματισμών. Οχι η επιστροφή σε μια μυθική ενότητα.
αφορμή της ρήξης, το δημοψήφισμα για τη Συνταγματική Συνθήκη της Λισαβόνας, έδωσε αφορμή για δημαγωγία γύρω από το πρόβλημα της πορείας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τη χτίζουν οι ελίτ ή οι πολίτες της; Ας δούμε το ζήτημα χωρίς περιστροφές. Στην πολιτική και στις αποφάσεις των ευρωπαϊκών ελίτ η προοδευτική απάντηση δεν μπορεί να είναι τα εθνικά δημοψηφίσματα. Τα εθνικά δημοψηφίσματα πραγματοποιούνται συνήθως πάνω στις εθνικές ατζέντες σε σχέση με την ευρωπαϊκή, αλλά όχι πάνω σε διαφορετικά προγράμματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα πρώτα περιλαμβάνουν στις δυνατότητές τους και την άρνηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενώ σπανίως συζητούν και αντιμετωπίζουν τους διαφορετικούς τρόπους της επίτευξής της. Η συζήτηση πάνω στα διαφορετικά προγράμματα θα ήταν αναμφίβολα η πλέον δημοκρατική και ταυτόχρονα θα ενίσχυε τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υποκειμένου, δηλαδή ενός ευρωπαϊκού λαού. Αυτή η δυνατότητα ενός δημοψηφίσματος σε όλη την Ευρώπη, ταυτόχρονα, και με ενιαία, και όχι κατά χώρες, άθροιση των ψήφων σε πλειοψηφικές και μειοψηφικές λύσεις θα μπορούσε να οδηγήσει στον εκδημοκρατισμό της πορείας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μέσα από ένα ενιαίο δημοψήφισμα θα άλλαζαν εξ ολοκλήρου οι συμπεριφορές που εμφανίζονται στα εθνικά δημοψηφίσματα να παίζουν πάνω στην αμφιθυμία ανάμεσα στην εθνική και στην ευρωπαϊκή πορεία. Βήματα μπροστά μάς χρειάζονται, όχι πίσω και, σε κάθε περίπτωση, τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η εθνική πολιτική δεν μπορούν να γίνονται αντικείμενο παλινωδίας και σπέκουλας, κάτω από το πρόσχημα της κομματικής πειθαρχίας.