Δημοκρατία, οικογένειες και χρυσόβουλα
Νίκος Παρασκευόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-09-17
Ο καπιταλισμός, λέγεται, τρέφεται από τις κρίσεις του. Ο πληθωρισμός, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η φτώχεια πολλών μπορούν να σημαίνουν συσσώρευση κερδών για λίγους και προοπτικές ανάκαμψης με πιο συμφέροντες όρους. L’ etat c’ est moi, το κράτος είμαι εγώ, ήταν το σύνθημα του μονάρχη πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. «Η αγορά είμαστε εμείς», πιστεύουν σήμερα κάποιοι ολιγαρχικοί.
Ακριβώς το αντίθετο ισχύει για τη δημοκρατία. Δεν ωφελείται από τις κρίσεις της, ούτε εξέρχεται ισχυρότερη. Οταν οι κοινωνικές και οι δικαιοκρατικές βάσεις της Πολιτείας κλονίζονται, η δημοκρατία κινδυνεύει να παραμείνει μόνο ένα όνομα. Το ελληνικό ιστορικό προηγούμενο έφθασε στα όρια του κωμικού. Μετά την παρωδία δημοψηφίσματος του 1973, οι απριλιανοί φώναζαν «ζήτω η δημοκρατία» και εννοούσαν αποκλειστικά «ζήτω εμείς»: οι δικτάτορες.
Η δημοκρατία ανέκαθεν ήταν ανταγωνιστική προς τις υπερεξουσίες των οικογενειών και των θρησκειών. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία αναδείχθηκε και άνθησε παλεύοντας με τα αριστοκρατικά γένη. Η Φλωρεντία της Αναγέννησης διστακτικά, το Παρίσι της Γαλλικής Επανάστασης ριζικά, τις ίδιες αυτές εξουσίες περιόρισαν. Ακόμη και η επιλογή βασιλείας ή δημοκρατίας, πολιτειακό «άγχος» πολλών χωρών πριν από δεκαετίες, δεν ήταν άσχετη: οι βασιλείς πραγμάτωναν και ιδίως συμβόλιζαν την οικογενειακή και τη θεόθεν αναπαραγωγή των εξουσιών.
Μεταπολιτευτικά, το παράδειγμα των Γ. Ράλλη και Κ. Σημίτη, που δεν προώθησαν μέλη των οικογενειών τους σε θέσεις εξουσίας, είναι προτιμότερο για τη δημοκρατία από το διαφορετικό των οικογενειών Καραμανλή, Παπανδρέου και Μητσοτάκη. Η αναγνώριση αυτής της σύγκρουσης (δημοκρατία εναντίον οικογενειοκρατίας και θεοκρατίας) δεν οδηγεί, βέβαια, σε ριζοσπαστικές ιδέες και σε απαξίωση της οικογένειας και της θρησκείας. Απαξιώνει απλώς την αναγωγή τους σε συστήματα πολιτικής εξουσίασης και διαχείρισης.
Τα παραπάνω διαβάζονται σαν γενικότητες και σχεδόν σαν φλυαρίες, αν δεν συνδεθούν με επίκαιρες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις. Συνδέονται όμως. Αναφέρομαι στα σχετικά με τον τέως υπουργό κ. Γ. Βουλγαράκη και με την ακίνητη ιδιοκτησία της Ι.Μ. Βατοπεδίου γεγονότα. Με δυο λόγια: ένας πολιτικός φροντίζοντας τα παιδιά του μέσω τεχνασμάτων που ζημιώνουν το σύνολο των πολιτών που εκπροσωπεί, είναι ίσως καλός οικογενειάρχης, αλλά οπωσδήποτε κακός πολιτικός· ο ιερωμένος που πλουτίζει τη μονή του καταπιέζοντας το κοινωνικό περιβάλλον (τους πλησίον) ξεφεύγει από την αποστολή του. Ο νομικός εκείνος που κρίνει «φιλικά» τον διάδικο με τον οποίο ανήκει στον ίδιο θρησκευτικό κύκλο είναι ανάξιος λειτουργός της Δικαιοσύνης. Ολοι αυτοί, επιπλέον, υπονομεύουν τη δημοκρατία.
Πιο συγκεκριμένα: ο κ. Γ. Βουλγαράκης, αν και βαθύπλουτος, επιδόθηκε σε μεθοδεύσεις που αυξάνουν την ιδιωτική περιουσία με (έστω νόμιμη) αποφυγή φόρων. Εκτέθηκε και φάνηκε ασφαλώς ακατάλληλος ως υπόδειγμα δημοκρατικού πολίτη. Αν πάντως τα πράγματα έμεναν εδώ, η γενικευμένη κινδυνολογία περί πολιτικής αρρυθμίας θα ήταν υπερβολική. Ενα επεισόδιο με τα παραπάνω χαρακτηριστικά από μόνο του δεν θα οδηγούσε μια σύγχρονη Πολιτεία σε κρίση, ακόμη και στη δυσμενέστερη περίπτωση όπου ο πολιτικός, παρά την κριτική, θα διατηρούσε τη θέση του.
Χειρότερη για το κλίμα της δημοκρατίας θα ήταν η εκδήλωση μιας πολιτικοκοινωνικής ανοσίας καθώς και εξοικείωσης απέναντι σε ανάλογα φαινόμενα. Η κυκλοφορία, δηλαδή, επιλόγων ότι «δεν έγινε κάτι σημαντικό» ή ότι παρόμοια περιστατικά είναι κανονικά στη δημοκρατία κι όποιος μπορεί ας τα μιμείται. Αυτά τα ιδεολογήματα τρέπουν τη λοξοδρόμηση σε κανόνα και σε διδασκαλία για τα πολιτικά και κοινωνικά ήθη σε βάθος χρόνου. Ισως ο κ. Γ. Βουλγαράκης δεν το συνειδητοποίησε, αλλά ο ηχηρός ισχυρισμός του, ότι τα τεχνάσματά του αποτελούσαν έργα ενάρετα, ήταν πιο επικίνδυνος πολιτικά από αυτά τα ίδια.
Παράδειγμα, η προφανώς αβάσιμη ρήση του, πως «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό, αλλά και αντιστρόφως». Αν μια εξουσία, έστω πλειοψηφική, κάλυπτε νομοθετικά κάθε τι που θα θεωρούσε ηθικό ή ανήθικο, θα προέκυπτε καθεστώς ολοκληρωτισμού. Ενας πολιτικός, εξάλλου, δεν έχει μόνο νομικές αλλά και πολιτικές ευθύνες για διαχειρίσεις και επιλογές του στο πλαίσιο της (νόμιμης-διακριτικής) ευχέρειάς του.
Αντιδημοκρατικό είναι ακριβώς το μήνυμα της αποφυγής φόρων για χάρη «των παιδιών μας» (και μάλιστα όχι χάρη της επιβίωσης, αλλά για τον παραπέρα πλουτισμό τους). Οι πελατειακές σχέσεις, δεδομένες παρακάμψεις του δημόσιου συμφέροντος για χάρη του ιδιωτικού και ενεργά καρκινώματα του νεοελληνικού κράτους, στο όνομα της βοήθειας προς τα «παιδιά μας» αναπτύσσονταν ανέκαθεν.
Ανάγλυφη η αντίφαση: ο πολιτικός που διαφεύγει φόρους για χάρη των παιδιών του μοιάζει πάντως στον μέσο πολίτη. Γι’ αυτό διεκδικεί με γλυκό χαμόγελο τη συμπάθειά του. Κάποιος θα έσπευδε να δεχθεί ότι η σχέση εκπροσώπησης μεταξύ λαού και πολιτικών λειτουργεί εδώ ομαλά. Κανείς όμως δεν υποστηρίζει τη στάση αυτή ως μοντέλο δημοκρατικής συμπεριφοράς. Οποιος φοροδιαφεύγει «για τα παιδιά του» θέλει οι άλλοι να πληρώνουν φόρους κανονικά και οπωσδήποτε ο πολιτικός να τους ωθεί στην κατεύθυνση αυτή, ώστε να υπάρχουν κονδύλια για δημόσιες δαπάνες.
Στην περίπτωση, τέλος, της «θείας» ιδιοκτησίας λιμνών και γαιών με βάση βυζαντινά χρυσόβουλα, η διείσδυση θεοκρατικών δομών στο σύγχρονο κράτος έγινε θεόρατη. Οι πολιτικές δομές, οι κανόνες του Αστικού Δικαίου και οι ανάγκες της ασφάλειας των συναλλαγών και της οικονομίας, όλα έδειξαν να υπάγονται ευσεβώς στην ιδιοκτησιακή λογική.
Χωρίς άλλο, τα παραπάνω περιγράφουν σύγχρονα φαινόμενα κρίσης της δημοκρατίας. Η πρωθυπουργική κάλυψη για κάποια από αυτά δεν έκαμψε, αλλά όξυνε την έντασή τους. Απέμεινε, ως σημαντικό πολιτικό όφελος, η ευρύτερη κοινωνική τους αποδοκιμασία.
*καθηγητής Νομικής ΑΠΘ
Ακριβώς το αντίθετο ισχύει για τη δημοκρατία. Δεν ωφελείται από τις κρίσεις της, ούτε εξέρχεται ισχυρότερη. Οταν οι κοινωνικές και οι δικαιοκρατικές βάσεις της Πολιτείας κλονίζονται, η δημοκρατία κινδυνεύει να παραμείνει μόνο ένα όνομα. Το ελληνικό ιστορικό προηγούμενο έφθασε στα όρια του κωμικού. Μετά την παρωδία δημοψηφίσματος του 1973, οι απριλιανοί φώναζαν «ζήτω η δημοκρατία» και εννοούσαν αποκλειστικά «ζήτω εμείς»: οι δικτάτορες.
Η δημοκρατία ανέκαθεν ήταν ανταγωνιστική προς τις υπερεξουσίες των οικογενειών και των θρησκειών. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία αναδείχθηκε και άνθησε παλεύοντας με τα αριστοκρατικά γένη. Η Φλωρεντία της Αναγέννησης διστακτικά, το Παρίσι της Γαλλικής Επανάστασης ριζικά, τις ίδιες αυτές εξουσίες περιόρισαν. Ακόμη και η επιλογή βασιλείας ή δημοκρατίας, πολιτειακό «άγχος» πολλών χωρών πριν από δεκαετίες, δεν ήταν άσχετη: οι βασιλείς πραγμάτωναν και ιδίως συμβόλιζαν την οικογενειακή και τη θεόθεν αναπαραγωγή των εξουσιών.
Μεταπολιτευτικά, το παράδειγμα των Γ. Ράλλη και Κ. Σημίτη, που δεν προώθησαν μέλη των οικογενειών τους σε θέσεις εξουσίας, είναι προτιμότερο για τη δημοκρατία από το διαφορετικό των οικογενειών Καραμανλή, Παπανδρέου και Μητσοτάκη. Η αναγνώριση αυτής της σύγκρουσης (δημοκρατία εναντίον οικογενειοκρατίας και θεοκρατίας) δεν οδηγεί, βέβαια, σε ριζοσπαστικές ιδέες και σε απαξίωση της οικογένειας και της θρησκείας. Απαξιώνει απλώς την αναγωγή τους σε συστήματα πολιτικής εξουσίασης και διαχείρισης.
Τα παραπάνω διαβάζονται σαν γενικότητες και σχεδόν σαν φλυαρίες, αν δεν συνδεθούν με επίκαιρες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις. Συνδέονται όμως. Αναφέρομαι στα σχετικά με τον τέως υπουργό κ. Γ. Βουλγαράκη και με την ακίνητη ιδιοκτησία της Ι.Μ. Βατοπεδίου γεγονότα. Με δυο λόγια: ένας πολιτικός φροντίζοντας τα παιδιά του μέσω τεχνασμάτων που ζημιώνουν το σύνολο των πολιτών που εκπροσωπεί, είναι ίσως καλός οικογενειάρχης, αλλά οπωσδήποτε κακός πολιτικός· ο ιερωμένος που πλουτίζει τη μονή του καταπιέζοντας το κοινωνικό περιβάλλον (τους πλησίον) ξεφεύγει από την αποστολή του. Ο νομικός εκείνος που κρίνει «φιλικά» τον διάδικο με τον οποίο ανήκει στον ίδιο θρησκευτικό κύκλο είναι ανάξιος λειτουργός της Δικαιοσύνης. Ολοι αυτοί, επιπλέον, υπονομεύουν τη δημοκρατία.
Πιο συγκεκριμένα: ο κ. Γ. Βουλγαράκης, αν και βαθύπλουτος, επιδόθηκε σε μεθοδεύσεις που αυξάνουν την ιδιωτική περιουσία με (έστω νόμιμη) αποφυγή φόρων. Εκτέθηκε και φάνηκε ασφαλώς ακατάλληλος ως υπόδειγμα δημοκρατικού πολίτη. Αν πάντως τα πράγματα έμεναν εδώ, η γενικευμένη κινδυνολογία περί πολιτικής αρρυθμίας θα ήταν υπερβολική. Ενα επεισόδιο με τα παραπάνω χαρακτηριστικά από μόνο του δεν θα οδηγούσε μια σύγχρονη Πολιτεία σε κρίση, ακόμη και στη δυσμενέστερη περίπτωση όπου ο πολιτικός, παρά την κριτική, θα διατηρούσε τη θέση του.
Χειρότερη για το κλίμα της δημοκρατίας θα ήταν η εκδήλωση μιας πολιτικοκοινωνικής ανοσίας καθώς και εξοικείωσης απέναντι σε ανάλογα φαινόμενα. Η κυκλοφορία, δηλαδή, επιλόγων ότι «δεν έγινε κάτι σημαντικό» ή ότι παρόμοια περιστατικά είναι κανονικά στη δημοκρατία κι όποιος μπορεί ας τα μιμείται. Αυτά τα ιδεολογήματα τρέπουν τη λοξοδρόμηση σε κανόνα και σε διδασκαλία για τα πολιτικά και κοινωνικά ήθη σε βάθος χρόνου. Ισως ο κ. Γ. Βουλγαράκης δεν το συνειδητοποίησε, αλλά ο ηχηρός ισχυρισμός του, ότι τα τεχνάσματά του αποτελούσαν έργα ενάρετα, ήταν πιο επικίνδυνος πολιτικά από αυτά τα ίδια.
Παράδειγμα, η προφανώς αβάσιμη ρήση του, πως «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό, αλλά και αντιστρόφως». Αν μια εξουσία, έστω πλειοψηφική, κάλυπτε νομοθετικά κάθε τι που θα θεωρούσε ηθικό ή ανήθικο, θα προέκυπτε καθεστώς ολοκληρωτισμού. Ενας πολιτικός, εξάλλου, δεν έχει μόνο νομικές αλλά και πολιτικές ευθύνες για διαχειρίσεις και επιλογές του στο πλαίσιο της (νόμιμης-διακριτικής) ευχέρειάς του.
Αντιδημοκρατικό είναι ακριβώς το μήνυμα της αποφυγής φόρων για χάρη «των παιδιών μας» (και μάλιστα όχι χάρη της επιβίωσης, αλλά για τον παραπέρα πλουτισμό τους). Οι πελατειακές σχέσεις, δεδομένες παρακάμψεις του δημόσιου συμφέροντος για χάρη του ιδιωτικού και ενεργά καρκινώματα του νεοελληνικού κράτους, στο όνομα της βοήθειας προς τα «παιδιά μας» αναπτύσσονταν ανέκαθεν.
Ανάγλυφη η αντίφαση: ο πολιτικός που διαφεύγει φόρους για χάρη των παιδιών του μοιάζει πάντως στον μέσο πολίτη. Γι’ αυτό διεκδικεί με γλυκό χαμόγελο τη συμπάθειά του. Κάποιος θα έσπευδε να δεχθεί ότι η σχέση εκπροσώπησης μεταξύ λαού και πολιτικών λειτουργεί εδώ ομαλά. Κανείς όμως δεν υποστηρίζει τη στάση αυτή ως μοντέλο δημοκρατικής συμπεριφοράς. Οποιος φοροδιαφεύγει «για τα παιδιά του» θέλει οι άλλοι να πληρώνουν φόρους κανονικά και οπωσδήποτε ο πολιτικός να τους ωθεί στην κατεύθυνση αυτή, ώστε να υπάρχουν κονδύλια για δημόσιες δαπάνες.
Στην περίπτωση, τέλος, της «θείας» ιδιοκτησίας λιμνών και γαιών με βάση βυζαντινά χρυσόβουλα, η διείσδυση θεοκρατικών δομών στο σύγχρονο κράτος έγινε θεόρατη. Οι πολιτικές δομές, οι κανόνες του Αστικού Δικαίου και οι ανάγκες της ασφάλειας των συναλλαγών και της οικονομίας, όλα έδειξαν να υπάγονται ευσεβώς στην ιδιοκτησιακή λογική.
Χωρίς άλλο, τα παραπάνω περιγράφουν σύγχρονα φαινόμενα κρίσης της δημοκρατίας. Η πρωθυπουργική κάλυψη για κάποια από αυτά δεν έκαμψε, αλλά όξυνε την έντασή τους. Απέμεινε, ως σημαντικό πολιτικό όφελος, η ευρύτερη κοινωνική τους αποδοκιμασία.
*καθηγητής Νομικής ΑΠΘ