Όχι άλλη βοήθεια στην Αφρική!
Μιχάλης Μητσός, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2009-02-09
«Η καλύτερη στιγμή για να φυτέψεις ένα δέντρο είναι πριν από 20 χρόνια. Η επόμενη καλύτερη στιγμή είναι τώρα».
Με το γνωστό αυτό αφρικανικό απόφθεγμα τελειώνει το πρώτο βιβλίο της Νταμπίσα Μόγιο με τίτλο «Dead Αid» (Νεκρή Βοήθεια) που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα στη Βρετανία από τις εκδόσεις Αllen Lane.
Γεννημένη στη Ζάμπια πριν από τριάντα και κάτι χρόνια, η συγγραφέας ονειρευόταν να γίνει αεροσυνοδός. Αλλά οι γονείς της εγκατέλειψαν την Αφρική σε αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος, κι εκείνη βρέθηκε να σπουδάζει στο Χάρβαρντ και την Οξφόρδη. Τα τελευταία οκτώ χρόνια εργάζεται στην Goldman Sachs. Γι΄ αυτήν, η σημερινή οικονομική κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για την Αφρική να δώσει τέλος σε μια αποτυχημένη εξηκονταετία δυτικών αναπτυξιακών προγραμμάτων και να στραφεί σε μια εναλλακτική κατεύθυνση.
Να ψηφίσει νόμους που να ενθαρρύνουν τις εγχώριες επενδύσεις, να εκμεταλλευτεί την αλλαγή του παγκόσμιου εμπορικού πλαισίου και να ανοιχτεί στην ελεύθερη αγορά. «Όλο και περισσότερο ιδιωτικό κεφάλαιο μπαίνει στην Αφρική», λέει στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». «Όλο και περισσότερες αφρικανικές χώρες εκδίδουν ομόλογα. Έχουμε τους Κινέζους. Η Αφρική έστριψε από τη γωνία».
Η συζήτηση για τους τρόπους καταπολέμησης της φτώχειας κρατά πολλές δεκαετίες. Από τη μια πλευρά είναι οικονομολόγοι σαν τον Τζέφρυ Σακς και καλλιτέχνες σαν τον Μπόνο και τον Μπομπ Γκέλντοφ, που υποστηρίζουν τη μαζική αύξηση της αναπτυξιακής βοήθειας προς τον Τρίτο Κόσμο, και κυρίως την Αφρική. Από την άλλη, σαφώς λιγότεροι αλλά εξίσου μαχητικοί, είναι επιχειρηματίες, οικονομολόγοι και ακτιβιστές που πιστεύουν ότι η δυτική βοήθεια εντείνει την εξάρτηση, καλλιεργεί τη διαφθορά και πνίγει το επιχειρηματικό πνεύμα. Η Μόγιο δεν ισχυρίζεται ότι η φτώχεια μειώνεται δραστικά στην Αφρική. Παρατηρεί όμως ότι η τιμή ορισμένων πρώτων υλών από τις οποίες εξαρτώνται οι αφρικανικές οικονομίες έχει αρχίσει να αυξάνεται ως αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος που δείχνουν η Κίνα και άλλες αναδυόμενες δυνάμεις για πόρους που είχαν παραβλέψει οι πρώην αποικιοκράτες. Και ότι αυτό με τη σειρά του κάνει πολλούς Ευρωπαίους και Αμερικανούς επενδυτές να βλέπουν την ήπειρο με άλλο μάτι. Την ίδια στιγμή, μια ελπιδοφόρα γενιά νεαρών Αφρικανών (που οι Κενυάτες αποκαλούν «αφροπολίτες») κατορθώνει να χρησιμοποιεί με παραγωγικό τρόπο τόσο το ξένο όσο και το εγχώριο κεφάλαιο. Η συνταγή της Νταμπίσα Μόγιο είναι ακραία: κάθε δωρήτρια χώρα να τηλεφωνήσει σε κάθε αφρικανική χώρα που εξαρτάται από τη βοήθεια και να την προειδοποιήσει ότι σε πέντε χρόνια η βρύση θα κλείσει. Με τον τρόπο αυτό, οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης σε εμπορική βάση. «Στον δικό μου κόσμο, όπου δεν υπάρχει αναπτυξιακή βοήθεια, είναι ευκολότερο για τους πολίτες να αναζητούν ευθύνες από τις κυβερνήσεις τους», τονίζει. Αρκεί, βέβαια, να μην πεθάνουν στη διαδρομή οι μισοί από την πείνα.
Με το γνωστό αυτό αφρικανικό απόφθεγμα τελειώνει το πρώτο βιβλίο της Νταμπίσα Μόγιο με τίτλο «Dead Αid» (Νεκρή Βοήθεια) που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα στη Βρετανία από τις εκδόσεις Αllen Lane.
Γεννημένη στη Ζάμπια πριν από τριάντα και κάτι χρόνια, η συγγραφέας ονειρευόταν να γίνει αεροσυνοδός. Αλλά οι γονείς της εγκατέλειψαν την Αφρική σε αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος, κι εκείνη βρέθηκε να σπουδάζει στο Χάρβαρντ και την Οξφόρδη. Τα τελευταία οκτώ χρόνια εργάζεται στην Goldman Sachs. Γι΄ αυτήν, η σημερινή οικονομική κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για την Αφρική να δώσει τέλος σε μια αποτυχημένη εξηκονταετία δυτικών αναπτυξιακών προγραμμάτων και να στραφεί σε μια εναλλακτική κατεύθυνση.
Να ψηφίσει νόμους που να ενθαρρύνουν τις εγχώριες επενδύσεις, να εκμεταλλευτεί την αλλαγή του παγκόσμιου εμπορικού πλαισίου και να ανοιχτεί στην ελεύθερη αγορά. «Όλο και περισσότερο ιδιωτικό κεφάλαιο μπαίνει στην Αφρική», λέει στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». «Όλο και περισσότερες αφρικανικές χώρες εκδίδουν ομόλογα. Έχουμε τους Κινέζους. Η Αφρική έστριψε από τη γωνία».
Η συζήτηση για τους τρόπους καταπολέμησης της φτώχειας κρατά πολλές δεκαετίες. Από τη μια πλευρά είναι οικονομολόγοι σαν τον Τζέφρυ Σακς και καλλιτέχνες σαν τον Μπόνο και τον Μπομπ Γκέλντοφ, που υποστηρίζουν τη μαζική αύξηση της αναπτυξιακής βοήθειας προς τον Τρίτο Κόσμο, και κυρίως την Αφρική. Από την άλλη, σαφώς λιγότεροι αλλά εξίσου μαχητικοί, είναι επιχειρηματίες, οικονομολόγοι και ακτιβιστές που πιστεύουν ότι η δυτική βοήθεια εντείνει την εξάρτηση, καλλιεργεί τη διαφθορά και πνίγει το επιχειρηματικό πνεύμα. Η Μόγιο δεν ισχυρίζεται ότι η φτώχεια μειώνεται δραστικά στην Αφρική. Παρατηρεί όμως ότι η τιμή ορισμένων πρώτων υλών από τις οποίες εξαρτώνται οι αφρικανικές οικονομίες έχει αρχίσει να αυξάνεται ως αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος που δείχνουν η Κίνα και άλλες αναδυόμενες δυνάμεις για πόρους που είχαν παραβλέψει οι πρώην αποικιοκράτες. Και ότι αυτό με τη σειρά του κάνει πολλούς Ευρωπαίους και Αμερικανούς επενδυτές να βλέπουν την ήπειρο με άλλο μάτι. Την ίδια στιγμή, μια ελπιδοφόρα γενιά νεαρών Αφρικανών (που οι Κενυάτες αποκαλούν «αφροπολίτες») κατορθώνει να χρησιμοποιεί με παραγωγικό τρόπο τόσο το ξένο όσο και το εγχώριο κεφάλαιο. Η συνταγή της Νταμπίσα Μόγιο είναι ακραία: κάθε δωρήτρια χώρα να τηλεφωνήσει σε κάθε αφρικανική χώρα που εξαρτάται από τη βοήθεια και να την προειδοποιήσει ότι σε πέντε χρόνια η βρύση θα κλείσει. Με τον τρόπο αυτό, οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης σε εμπορική βάση. «Στον δικό μου κόσμο, όπου δεν υπάρχει αναπτυξιακή βοήθεια, είναι ευκολότερο για τους πολίτες να αναζητούν ευθύνες από τις κυβερνήσεις τους», τονίζει. Αρκεί, βέβαια, να μην πεθάνουν στη διαδρομή οι μισοί από την πείνα.