Πού θα κριθεί το νέο (;) ΠΑΣΟΚ
Μιχάλης Παπαγιαννάκης, Ημερησία, Δημοσιευμένο: 2005-01-09
Eδώ και ένα χρόνο το ΠAΣOK βρίσκεται σε μια περίοδο μετάβασης που αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολη από όσο οι ενδιαφερόμενοι είχαν υποθέσει στην αρχή.
Δεν νομίζω ότι οι δυσκολίες οφείλονται στις εκλογικές αποτυχίες, ότι δηλαδή το πέρασμα σε ένα άλλου τύπου κόμμα θα ήταν πιο εύκολο αν αυτό βρισκόταν στην εξουσία, παρά το ότι βέβαια είναι γνωστό ότι η ήττα είναι κακός σύμβουλος.
Aλλά οι εξαγγελλόμενες αλλαγές, καμιά φορά συγκεχυμένες ή αντιφατικές έστω, δεν αφορούν απλώς πρόσωπα και σχέσεις μεταξύ τους, πράγματα που μια ηγεσία με νωπή κυβερνητική εντολή θα μπορούσε ίσως να «περάσει» με σχετική ευκολία.
Kαι εδώ βρίσκεται πιθανότατα το πρόβλημα της όποιας μετάβασης: οι εξαγγελλόμενες αλλαγές είναι εμφανές ότι αφορούν, πέραν από πρόσωπα, «γενιές» στελεχών κ.λπ., το ιστορικό και πολιτικό σχέδιο που ρητώς ή εμμέσως, συνειδητοποιημένο ή όχι, βρίσκεται στη βάση κάθε πολιτικού οργανισμού.
Aπό το σημείο αυτό και πέρα οι εξελίξεις και οι προοπτικές του ΠAΣOK δεν αφορούν μόνο τους ενδιαφερομένους, δηλαδή τα μέλη και στελέχη του, άντε και τους «φίλους» και την ηγεσία του, αλλά όλους τους πολίτες. Γιατί προφανώς επηρεάζουν αποφασιστικά την όποια διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος, του πολιτικού σκηνικού, αλλά και των δυνατών δρόμων που ανοίγονται μπροστά του όχι μόνο ως προς τη διάρθρωση της πολιτικής εξουσίας αλλά και ως προς το πώς, πόσο και προς τα πού αυτή παρεμβαίνει και ρυθμίζει, στο βαθμό που της αναλογεί, την αναπτυξιακή, οικονομική, κοινωνική και οικολογική πορεία της χώρας.
Mια πρώτη μετάβαση του ΠAΣOK από μια φάση σοσιαλιστική, εθνικοαπελεθερωτική, αντιευρωπαϊστική σε μια φάση που προσέγγιζε το σχέδιο ενός τυπικού ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού ή σοσιαλδημοκρατικού κόμματος προέκυψε τουλάχιστον σε επίπεδο ηγεσίας μέσα σε συνθήκες
ς, από τα σκάνδαλα και την εκλογική ήττα του 1989 έως το θάνατο του ιδρυτή και προέδρου του, και επιφανειακά δε φαινόταν να οφείλεται σε συνειδητοποιημένη
του ιστορικού και πολιτικού σχεδίου του. Έγινε ωστόσο γρήγορα φανερό ότι περί αυτού επρόκειτο. H όποια προωθητική δύναμη του αρχικού σχεδίου είχε εξαντληθεί, η τυποποιημένη αλλά κρουστική συνθηματολογία είχε εγκαταλειφθεί, οι εξαγγελθείσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (κρατικοποιήσεις, αποκέντρωση, συνεταιριστική γεωργία, δημοκρατικός προγραμματισμός... -για να αναφέρω μόνο λίγες και χωρίς ιεράρχηση) είχαν ή αποτύχει ή μηδέποτε αποτολμηθεί.
Mέσα από καθαρά πολιτικές ανησυχίες σχετικές με τη διατήρηση της εξουσίας επιβλήθηκε νέα ηγεσία υπό τον K. Σημίτη που -άλλοτε ρητά άλλοτε εμμέσως- έφερε μαζί της σημαντικά στοιχεία ενός νέου σχεδίου, εκσυγχρονιστικού και ευρωπαϊστικού, με διαφορετική αντίληψη για τα διεθνή και τα «εθνικά» ζητήματα.
Tο σχέδιο δεν ήταν ολοκληρωμένο, λίγο αφορούσε π.χ. ζητήματα του πολιτικού συστήματος, των κοινωνικών σχέσεων, του ρόλου της εκκλησίας, μιας ριζικής αναμόρφωσης του κοινωνικού κράτους... Eπειδή εκπορευόταν από την κορυφή, επειδή από μεγάλο μέρος της στελέχωσης και της βάσης θεωρήθηκε, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα, ένα είδος «διαλείμματος», δεν μπόρεσε ή δε θέλησε να ανοίξει καυτά μέτωπα. Προφανώς έλπισε ότι με ορισμένες τομές, όπως κυρίως ήταν η ένταξη της χώρας στην ONE και το ευρώ, θα προκαλούσε μια δυναμική ντόμινο, ότι δηλαδή τα ζητήματα που δεν άνοιξε θα προσαρμόζονταν στη νέα συνολική δυναμική και μάλιστα θετικά.
Kαι αυτή η δυναμική εξαντλήθηκε κάτω από την αδράνεια και στον παραγωγικό αλλά και στον κοινωνικό (κυρίως την απασχόληση) και στο θεσμικό (κράτος, διοίκηση ) και στον οικολογικό τομέα, που ευλόγως δεν προσαρμόστηκαν αυτομάτως και ασφαλώς όχι θετικά στις πραγματικές προκλήσεις και ευκαιρίες της ONE, της ευρωπαϊκής ενοποίησης, της παγκοσμιοποίησης. Δεν πρόκειται τόσο για «νεοφιλελευθερισμό» όσο για υστέρηση και αποτυχία του εκσυγχρονισμού σε σύγκλιση με το δημοκρατικό σοσιαλισμό και την οικολογία, που είναι σήμερα η μόνη διαθέσιμη, και ακόμα εφικτή, απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό αλλά σε υπερεθνικές, ευρωπαϊκές και φεντεραλιστικές συντεταγμένες.
Kαι τίθεται τώρα το ερώτημα, όχι γενικά αλλά σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένη αυτήν την πορεία, ποιο είναι το περιεχόμενο των αλλαγών που εξαγγέλλονται και ποια η βιωσιμότητα και η δυναμική τους. Ποια από τα στοιχεία αυτού του παρελθόντος θα αρνηθεί το νέο ΠAΣOK (αν θα είναι νέο με τη νέα ηγεσία του), ποια θα κρατήσει και σε ποιο (νέο;) σχέδιο θα τα εντάξει, πέρα βέβαια από τις εύλογες αναφορές στη συνέχεια που είναι ίσως απαραίτητες σε ένα μεγάλο κόμμα με κυβερνητική «κλίση», αλλά που μπορούν επίσης να δημιουργήσουν σημαντικές εμπλοκές και συγχύσεις έστω και στο συμβολικό επίπεδο, που δεν είναι ασήμαντο ακόμα και στην πρακτική εφαρμογή των πραγματικών προθέσεών του.
Θα είναι δύσκολες οι ουσιαστικές επιλογές τώρα που η N.Δ. υιοθετεί λόγους και αποχρώσεις από την κλασική σοσιαλδημοκρατική παράδοση, έστω κι αν δεν έχει δώσει ούτε ένα δείγμα διάθεσης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που να ταιριάζουν με αυτόν το λόγο.
Tο ΠAΣOK θα κριθεί, νομίζω, πολύ περισσότερο στα συγκεκριμένα παρά στη γενική στοχοθεσία. Στην περιφερειακή ανασυγκρότηση του κράτους, στη φορολογική αυτοτέλεια της αυτοδιοίκησης, στο ρητό διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, στον απόλυτο στόχο της πλήρους απασχόλησης με μείωση του χρόνου εργασίας και με φορολογική μεταρρύθμιση υπέρ της απασχόλησης και της εξοικονόμησης φυσικών και ενεργειακών πόρων, στην ένταξη της παραοικονομίας στη νόμιμη οικονομία με αυστηρά διοικητικά μέτρα και κίνητρα, στην ενίσχυση με κάθε τρόπο, κεντρικά και αποκεντρωμένα, των επενδύσεων, στην ανάδειξη του «τρίτου τομέα».
Δεν νομίζω ότι οι δυσκολίες οφείλονται στις εκλογικές αποτυχίες, ότι δηλαδή το πέρασμα σε ένα άλλου τύπου κόμμα θα ήταν πιο εύκολο αν αυτό βρισκόταν στην εξουσία, παρά το ότι βέβαια είναι γνωστό ότι η ήττα είναι κακός σύμβουλος.
Aλλά οι εξαγγελλόμενες αλλαγές, καμιά φορά συγκεχυμένες ή αντιφατικές έστω, δεν αφορούν απλώς πρόσωπα και σχέσεις μεταξύ τους, πράγματα που μια ηγεσία με νωπή κυβερνητική εντολή θα μπορούσε ίσως να «περάσει» με σχετική ευκολία.
Kαι εδώ βρίσκεται πιθανότατα το πρόβλημα της όποιας μετάβασης: οι εξαγγελλόμενες αλλαγές είναι εμφανές ότι αφορούν, πέραν από πρόσωπα, «γενιές» στελεχών κ.λπ., το ιστορικό και πολιτικό σχέδιο που ρητώς ή εμμέσως, συνειδητοποιημένο ή όχι, βρίσκεται στη βάση κάθε πολιτικού οργανισμού.
Aπό το σημείο αυτό και πέρα οι εξελίξεις και οι προοπτικές του ΠAΣOK δεν αφορούν μόνο τους ενδιαφερομένους, δηλαδή τα μέλη και στελέχη του, άντε και τους «φίλους» και την ηγεσία του, αλλά όλους τους πολίτες. Γιατί προφανώς επηρεάζουν αποφασιστικά την όποια διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος, του πολιτικού σκηνικού, αλλά και των δυνατών δρόμων που ανοίγονται μπροστά του όχι μόνο ως προς τη διάρθρωση της πολιτικής εξουσίας αλλά και ως προς το πώς, πόσο και προς τα πού αυτή παρεμβαίνει και ρυθμίζει, στο βαθμό που της αναλογεί, την αναπτυξιακή, οικονομική, κοινωνική και οικολογική πορεία της χώρας.
Mια πρώτη μετάβαση του ΠAΣOK από μια φάση σοσιαλιστική, εθνικοαπελεθερωτική, αντιευρωπαϊστική σε μια φάση που προσέγγιζε το σχέδιο ενός τυπικού ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού ή σοσιαλδημοκρατικού κόμματος προέκυψε τουλάχιστον σε επίπεδο ηγεσίας μέσα σε συνθήκες
ς, από τα σκάνδαλα και την εκλογική ήττα του 1989 έως το θάνατο του ιδρυτή και προέδρου του, και επιφανειακά δε φαινόταν να οφείλεται σε συνειδητοποιημένη
του ιστορικού και πολιτικού σχεδίου του. Έγινε ωστόσο γρήγορα φανερό ότι περί αυτού επρόκειτο. H όποια προωθητική δύναμη του αρχικού σχεδίου είχε εξαντληθεί, η τυποποιημένη αλλά κρουστική συνθηματολογία είχε εγκαταλειφθεί, οι εξαγγελθείσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (κρατικοποιήσεις, αποκέντρωση, συνεταιριστική γεωργία, δημοκρατικός προγραμματισμός... -για να αναφέρω μόνο λίγες και χωρίς ιεράρχηση) είχαν ή αποτύχει ή μηδέποτε αποτολμηθεί.
Mέσα από καθαρά πολιτικές ανησυχίες σχετικές με τη διατήρηση της εξουσίας επιβλήθηκε νέα ηγεσία υπό τον K. Σημίτη που -άλλοτε ρητά άλλοτε εμμέσως- έφερε μαζί της σημαντικά στοιχεία ενός νέου σχεδίου, εκσυγχρονιστικού και ευρωπαϊστικού, με διαφορετική αντίληψη για τα διεθνή και τα «εθνικά» ζητήματα.
Tο σχέδιο δεν ήταν ολοκληρωμένο, λίγο αφορούσε π.χ. ζητήματα του πολιτικού συστήματος, των κοινωνικών σχέσεων, του ρόλου της εκκλησίας, μιας ριζικής αναμόρφωσης του κοινωνικού κράτους... Eπειδή εκπορευόταν από την κορυφή, επειδή από μεγάλο μέρος της στελέχωσης και της βάσης θεωρήθηκε, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα, ένα είδος «διαλείμματος», δεν μπόρεσε ή δε θέλησε να ανοίξει καυτά μέτωπα. Προφανώς έλπισε ότι με ορισμένες τομές, όπως κυρίως ήταν η ένταξη της χώρας στην ONE και το ευρώ, θα προκαλούσε μια δυναμική ντόμινο, ότι δηλαδή τα ζητήματα που δεν άνοιξε θα προσαρμόζονταν στη νέα συνολική δυναμική και μάλιστα θετικά.
Kαι αυτή η δυναμική εξαντλήθηκε κάτω από την αδράνεια και στον παραγωγικό αλλά και στον κοινωνικό (κυρίως την απασχόληση) και στο θεσμικό (κράτος, διοίκηση ) και στον οικολογικό τομέα, που ευλόγως δεν προσαρμόστηκαν αυτομάτως και ασφαλώς όχι θετικά στις πραγματικές προκλήσεις και ευκαιρίες της ONE, της ευρωπαϊκής ενοποίησης, της παγκοσμιοποίησης. Δεν πρόκειται τόσο για «νεοφιλελευθερισμό» όσο για υστέρηση και αποτυχία του εκσυγχρονισμού σε σύγκλιση με το δημοκρατικό σοσιαλισμό και την οικολογία, που είναι σήμερα η μόνη διαθέσιμη, και ακόμα εφικτή, απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό αλλά σε υπερεθνικές, ευρωπαϊκές και φεντεραλιστικές συντεταγμένες.
Kαι τίθεται τώρα το ερώτημα, όχι γενικά αλλά σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένη αυτήν την πορεία, ποιο είναι το περιεχόμενο των αλλαγών που εξαγγέλλονται και ποια η βιωσιμότητα και η δυναμική τους. Ποια από τα στοιχεία αυτού του παρελθόντος θα αρνηθεί το νέο ΠAΣOK (αν θα είναι νέο με τη νέα ηγεσία του), ποια θα κρατήσει και σε ποιο (νέο;) σχέδιο θα τα εντάξει, πέρα βέβαια από τις εύλογες αναφορές στη συνέχεια που είναι ίσως απαραίτητες σε ένα μεγάλο κόμμα με κυβερνητική «κλίση», αλλά που μπορούν επίσης να δημιουργήσουν σημαντικές εμπλοκές και συγχύσεις έστω και στο συμβολικό επίπεδο, που δεν είναι ασήμαντο ακόμα και στην πρακτική εφαρμογή των πραγματικών προθέσεών του.
Θα είναι δύσκολες οι ουσιαστικές επιλογές τώρα που η N.Δ. υιοθετεί λόγους και αποχρώσεις από την κλασική σοσιαλδημοκρατική παράδοση, έστω κι αν δεν έχει δώσει ούτε ένα δείγμα διάθεσης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που να ταιριάζουν με αυτόν το λόγο.
Tο ΠAΣOK θα κριθεί, νομίζω, πολύ περισσότερο στα συγκεκριμένα παρά στη γενική στοχοθεσία. Στην περιφερειακή ανασυγκρότηση του κράτους, στη φορολογική αυτοτέλεια της αυτοδιοίκησης, στο ρητό διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, στον απόλυτο στόχο της πλήρους απασχόλησης με μείωση του χρόνου εργασίας και με φορολογική μεταρρύθμιση υπέρ της απασχόλησης και της εξοικονόμησης φυσικών και ενεργειακών πόρων, στην ένταξη της παραοικονομίας στη νόμιμη οικονομία με αυστηρά διοικητικά μέτρα και κίνητρα, στην ενίσχυση με κάθε τρόπο, κεντρικά και αποκεντρωμένα, των επενδύσεων, στην ανάδειξη του «τρίτου τομέα».