Κλειδί η εξωτερική πολιτική
Η Ελλάδα πρέπει να επανακτήσει το διεθνές κύρος που είχε το 1999-2003
Αλέξης Ηρακλείδης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2009-10-15
Τα οικονομικά, η διαφάνεια και η αξιοκρατία είναι, δικαιολογημένα, κύριες προτεραιότητες για τη νέα κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Όμως κλειδί αποτελεί και η εξωτερική πολιτική. Αν η Ελλάδα επανακτήσει το διεθνές κύρος που είχε το 1999-2003 επί κυβέρνησης Σημίτη, με υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου, οι διεθνείς παράγοντες- και κατά πρώτο λόγο η Ε.Ε.- θα έδιναν περισσότερη πίστωση χρόνου στην ελληνική κυβέρνηση για να βάλει σε τάξη τα άθλια οικονομικά της χώρας που κληρονόμησε. Απαιτείται δραστηριοποίηση της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς και διασκέψεις με πρωτοποριακές ιδέες (στη Γενική Συνέλευση ΟΗΕ που τώρα συνέρχεται, στη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης για το Περιβάλλον, κ.λπ.). Όμως για να έχει διαφορετικό πρόσωπο και βάρος η Ελλάδα στις διαβουλεύσεις με την Ε.Ε. και με τις ΗΠΑ (Ομπάμα) πρέπει να δραστηριοποιηθεί έντονα και εποικοδομητικά κατά πρώτο λόγο στα τρία βασικά ζητήματα που ταλανίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες - Κυπριακό, ελληνοτουρκικά (Αιγαίο), Μακεδονικό- με στόχο την τελική επίλυση εντός των πρώτων μηνών του 2010. Δεν πρόκειται για βιασύνη, και τα τρία είναι υπερώριμα για λύση εδώ και πολύ καιρό.
Το Κυπριακό έχει περάσει στο β΄ στάδιο των συνομιλιών, αλλά παρά την καλή θέληση των συνομιλητών Χριστόφια και Ταλάτ, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται δυσοίωνα σύννεφα. Και στις δύο πλευρές της πράσινης γραμμής έχει αρχίσει να στήνεται πάλι ένα σκηνικό «πατριώτες- προδότες» όπως το 2003-04 επί σχεδίου Ανάν, με το στάτους κβο να θεωρείται από πολλούς καλύτερο από την «οδυνηρή λύση». Οι δύο ηγέτες αυτοβραχυκυκλώνονται και δεν φαίνεται να διαθέτουν το ανάστημα για να κάνουν την απαραίτητη υπέρβαση. Τα πράγματα θα ήταν βέβαια πολύ διαφορετικά αν οι αντίστοιχοι ηγέτες ήταν ο Γιώργος Βασιλείου (ή ο Νίκος Αναστασιάδης) από τη μία πλευρά και ο Μουσταφά Ακιντζί από την άλλη. Γι΄ αυτό απαραίτητη είναι η θετική εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης, όπως επί σχεδίου Ανάν, επί προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη. Βέβαια η τελική επιλογή βρίσκεται στους Ελληνοκυπρίους, πλην όμως θα πρέπει να τους καταστεί σαφές ότι η λύση σε βάθος χρόνου (σχολή Τάσσου Παπαδόπουλου) σημαίνει παγίωση της διχοτόμησης μια για πάντα. Υπάρχουν μόνο δύο λύσεις για την άρση των τετελεσμένων του 1974: 1) η λύση της χαλαρής διζωνικής ομοσπονδίας στη βάση της ισότητας των δύο κοινοτήτων και 2) η λύση του «βελούδινου διαζυγίου» με εδάφη από την τουρκοκυπριακή πλευρά να περάσουν στους Ελληνοκυπρίους. Στα ελληνοτουρκικά δεσπόζει η διένεξη του Αιγαίου, που έχει και τεράστιο οικονομικό κόστος και για τις δύο χώρες (υπερπτήσεις- αναχαιτίσεις, μεγάλοι και εν πολλοίς άχρηστοι εξοπλισμοί). Αν λυνόταν η διένεξη αυτή, το κέρδος για την οικονομία θα ήταν μεγάλο. Πιο συγκεκριμένα, το νήμα η νέα κυβέρνηση πρέπει να το πάρει από εκεί ακριβώς που το είχε αφήσει η κυβέρνηση Σημίτη και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου, δηλαδή από τις ουσιαστικές «ερευνητικές επαφές» που στο παρά πέντε (τέλη 2003) δρομολογούσαν διαδικασία επίλυσης στην εξής λογική βάση: χωρικά ύδατα «δαντέλα», αλλού 6 αλλού 8 μίλια, εναρμόνιση του εναέριου χώρου με τα χωρικά ύδατα, παραπομπή στη Χάγη της υφαλοκρηπίδας, εννοείται με χωρικά ύδατα τα συμφωνηθέντα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Και έρχομαι στο ακανθώδες Μακεδονικό, τη διένεξη Αθήνας- Σκοπίων. Η μοναδική οδός διαδικαστικά βρίσκεται στις απευθείας συνομιλίες (χωρίς τον Νίμιτς). Η προφανής μέση λύση- που πρέπει να επέλθει από κοινού, χωρίς κερδισμένους και ζημιωμένους- είναι «Βόρεια Μακεδονία», «Νέα Μακεδονία» ή «Μακεδονία» στα σλαβομακεδονικά, δηλαδή Μakedonija. Η τελευταία είναι, νομίζω, η καταλληλότερη και θα γίνει ευκολότερα αποδεκτή από την άλλη πλευρά. Παράλληλα θα πρέπει η Ελλάδα να καταστήσει σαφές ότι βεβαίως και αποδέχεται την ύπαρξη ξεχωριστού έθνους και γλώσσας (σε αντίθεση με την εξωπραγματική στάση της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή στο θέμα αυτό, που εξέθετε την Ελλάδα διεθνώς). Επίσης θα πρέπει να μην καθυστερήσει για πολύ η αναγνώριση του Κοσόβου ως ανεξάρτητου κράτους.
Αν η κυβέρνηση Παπανδρέου μπορέσει να επιλύσει ειδικά τα δύο διμερή θέματα (Αιγαίο, Μακεδονικό) τότε τα πράγματα θα είναι τελείως διαφορετικά για τη χώρα μας. Θα καταστεί πάλι κράτος με κύρος, με συμβολή στη σταθερότητα στην περιοχή, κάτι που εξυπακούεται θα εκτιμηθεί ιδιαίτερα διεθνώς, και εκεί που μετράει, δηλαδή στο γειτονικό περιβάλλον, στην Ε.Ε., στις ΗΠΑ του Ομπάμα, αλλά και στη Ρωσία.
---
Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Το Κυπριακό έχει περάσει στο β΄ στάδιο των συνομιλιών, αλλά παρά την καλή θέληση των συνομιλητών Χριστόφια και Ταλάτ, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται δυσοίωνα σύννεφα. Και στις δύο πλευρές της πράσινης γραμμής έχει αρχίσει να στήνεται πάλι ένα σκηνικό «πατριώτες- προδότες» όπως το 2003-04 επί σχεδίου Ανάν, με το στάτους κβο να θεωρείται από πολλούς καλύτερο από την «οδυνηρή λύση». Οι δύο ηγέτες αυτοβραχυκυκλώνονται και δεν φαίνεται να διαθέτουν το ανάστημα για να κάνουν την απαραίτητη υπέρβαση. Τα πράγματα θα ήταν βέβαια πολύ διαφορετικά αν οι αντίστοιχοι ηγέτες ήταν ο Γιώργος Βασιλείου (ή ο Νίκος Αναστασιάδης) από τη μία πλευρά και ο Μουσταφά Ακιντζί από την άλλη. Γι΄ αυτό απαραίτητη είναι η θετική εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης, όπως επί σχεδίου Ανάν, επί προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη. Βέβαια η τελική επιλογή βρίσκεται στους Ελληνοκυπρίους, πλην όμως θα πρέπει να τους καταστεί σαφές ότι η λύση σε βάθος χρόνου (σχολή Τάσσου Παπαδόπουλου) σημαίνει παγίωση της διχοτόμησης μια για πάντα. Υπάρχουν μόνο δύο λύσεις για την άρση των τετελεσμένων του 1974: 1) η λύση της χαλαρής διζωνικής ομοσπονδίας στη βάση της ισότητας των δύο κοινοτήτων και 2) η λύση του «βελούδινου διαζυγίου» με εδάφη από την τουρκοκυπριακή πλευρά να περάσουν στους Ελληνοκυπρίους. Στα ελληνοτουρκικά δεσπόζει η διένεξη του Αιγαίου, που έχει και τεράστιο οικονομικό κόστος και για τις δύο χώρες (υπερπτήσεις- αναχαιτίσεις, μεγάλοι και εν πολλοίς άχρηστοι εξοπλισμοί). Αν λυνόταν η διένεξη αυτή, το κέρδος για την οικονομία θα ήταν μεγάλο. Πιο συγκεκριμένα, το νήμα η νέα κυβέρνηση πρέπει να το πάρει από εκεί ακριβώς που το είχε αφήσει η κυβέρνηση Σημίτη και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου, δηλαδή από τις ουσιαστικές «ερευνητικές επαφές» που στο παρά πέντε (τέλη 2003) δρομολογούσαν διαδικασία επίλυσης στην εξής λογική βάση: χωρικά ύδατα «δαντέλα», αλλού 6 αλλού 8 μίλια, εναρμόνιση του εναέριου χώρου με τα χωρικά ύδατα, παραπομπή στη Χάγη της υφαλοκρηπίδας, εννοείται με χωρικά ύδατα τα συμφωνηθέντα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Και έρχομαι στο ακανθώδες Μακεδονικό, τη διένεξη Αθήνας- Σκοπίων. Η μοναδική οδός διαδικαστικά βρίσκεται στις απευθείας συνομιλίες (χωρίς τον Νίμιτς). Η προφανής μέση λύση- που πρέπει να επέλθει από κοινού, χωρίς κερδισμένους και ζημιωμένους- είναι «Βόρεια Μακεδονία», «Νέα Μακεδονία» ή «Μακεδονία» στα σλαβομακεδονικά, δηλαδή Μakedonija. Η τελευταία είναι, νομίζω, η καταλληλότερη και θα γίνει ευκολότερα αποδεκτή από την άλλη πλευρά. Παράλληλα θα πρέπει η Ελλάδα να καταστήσει σαφές ότι βεβαίως και αποδέχεται την ύπαρξη ξεχωριστού έθνους και γλώσσας (σε αντίθεση με την εξωπραγματική στάση της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή στο θέμα αυτό, που εξέθετε την Ελλάδα διεθνώς). Επίσης θα πρέπει να μην καθυστερήσει για πολύ η αναγνώριση του Κοσόβου ως ανεξάρτητου κράτους.
Αν η κυβέρνηση Παπανδρέου μπορέσει να επιλύσει ειδικά τα δύο διμερή θέματα (Αιγαίο, Μακεδονικό) τότε τα πράγματα θα είναι τελείως διαφορετικά για τη χώρα μας. Θα καταστεί πάλι κράτος με κύρος, με συμβολή στη σταθερότητα στην περιοχή, κάτι που εξυπακούεται θα εκτιμηθεί ιδιαίτερα διεθνώς, και εκεί που μετράει, δηλαδή στο γειτονικό περιβάλλον, στην Ε.Ε., στις ΗΠΑ του Ομπάμα, αλλά και στη Ρωσία.
---
Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.