Μια εναλλακτική πρόταση για το εκλογικό σύστημα
Κώστας Ανδρέου, Δημοσιευμένο: 2010-01-09
Την Κυριακή, συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο για να συζητήσει τις προτάσεις Ραγκούση για τον Καποδίστρια ΙΙ που αφορά την νέα διοικητική δομή της περιφερειακής αυτοδικοίκησης, αλλά και τον νέο εκλογικό νόμο, την ιδιότυπη εφαρμογή του Γερμανικού μοντέλου στην ελληνική πραγματικότητα.
Ηδη τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν εκφράσει τις διαφωνίες τους πρίν ακόμη δούνε την πρόταση. Διαφωνούνε όλοι.
Η Αριστερά ξαναθυμήθηκε την πάγια θέση της για απλή και άδολη αναλογική και έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ –με όσες ενστάσεις έχει κανείς για την τοποθέτησή του στην αριστερά- σπεύσαν να καταδικάσουν την νέα πρόταση σαν μια νέα προσπάθεια καλπονοθείας.
Είναι όμως η απλή και άδολη αναλογική πραγματικά η ορθότερη πρόταση;
Φαινομενικά δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης και όποιος τολμήσει να διαφοροποιηθεί, δεν μοιάζει να είναι σοβαρός.
Θα ήθελα σ’αυτό το κείμενο να υποστηρίξω ακριβώς την αντίρρησή μου για την ορθότητα μιας τέτοιας πρότασης.
Η Αριστερά οφείλει να αναλύει κάθε φορά το συγκεκριμένο και να τοποθετείται με ειλικρίνεια.
Το εκλογικό μας σύστημα, καλείται να λύσει δύο θέματα ταυτόχρονα.
Καλείται να εκλέξει την νομοθετική εξουσία και ταυτόχρονα και την εκτελεστική εξουσία.
Ετσι ενώ η απλή αναλογική, άνετα επιτελεί τον ρόλο της σε ότι αφορά την εκλογή της νομοθετικής εξουσίας, αδυνατεί να εκλέξει εκτελεστική εξουσία, κυβέρνηση.
Υπ’αυτή την έννοια, εκλογικοί νόμοι όπως αυτός του Σκανδαλίδη, ενισχυμένης αναλογικής, θα μπορούσε κανείς να πεί ότι ήταν σωστότεροι από την απλή αναλογική, αφού κατάφερνε και να εκλέγει βουλευτές με σχετικά αναλογικό τρόπο , αλλά και να εκλέγει κυβέρνηση. Αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε και αντί να δαιμονοποιούμε τον «καλπονοθευτικό χαρακτήρα των κομμάτων του δικοματισμού», καλύτερα θα ήταν να δούμε ότι η πρόταση μας ήταν ανεπαρκής και γι’αυτό και δεν είχαν δυναμική στην κοινή γνώμη, που είχε την σοφία και το ένστικτο να μη στοιχίζεται στο πλευρό της.
Μιας λοιπόν και μπήκαμε με αφορμή το Γερμανικό Μοντέλο σε λογικές διπλών ψήφων, σωστό θα ήταν αυτές οι ψήφοι να αντιστοιχηθούν με αυτόν τον διπλό στόχο.
Α.Εκλογή βουλευτών με απλή αναλογική, σε περιφέρειες λίγων εδρών και σε ευρύτερες περιφέρειες, σε κατάλληλη σχέση, ώστε αυτοί να έχουν τα χαρακτηριστικά και του τοπικού εκπρόσωπου αλλά και του πολιτικά επαρκούς και
Β. Ταυτόχρονα και εκλογή με ιδιαίτερο ψηφοδέλτιο του πρωθυπουργού και των αντιπροέδρων του που θα σηματοδοτούν τον παραταξιακό χαρακτήρα της, για την εκλογή του οποίου να προβλέπονται δύο γύροι αν δεν πάρει το 50% του εκλογικού σώματος, στον πρώτο γύρο.
Πιστεύω ότι η Ανανεωτική Αριστερά, πρέπει να βρεί και σ’αυτό το ζήτημα το θάρρος να διαφοροποιηθεί με τις «πάγιες απόψεις της αριστεράς» , στον βαθμό που εννοεί πραγματικά ότι έχει ενδιαφέρον για την διακυβέρνηση της χώρας.
Ο εκλογικός νόμος θα έχει σημαντική επίπτωση στην διαμόρφωση του νέου τοπίου του πολιτικού συστήματος , έτσι κι αλλιώς και δεν πρέπει να λείπουμε από την συζήτησή του, με μια αδιάφορης αξίας επανυποστήριξη, μιας θέσης χωρίς ουσιαστικό σεβασμό στον κορυφαίο θεσμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τις εκλογές.
Η μεταφορά με αξιωματικό τρόπο της αξίας της απλής και άδολης αναλογικής από άλλους θεσμούς, όπως τα συνδικάτα ή άλλες χώρες που συνήθως έχουν προεδροκεντρικά συστήματα και εκλέγουν τον Πρόεδρο με ιδιαίτερη εκλογική διαδικασία, δεν είναι δόκιμη.
Η Ελληνική πραγματικότητα του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος, χρειάζεται να αντιμετωπισθεί ιδιαίτερα. Χρειάζεται διάλογος με επιχειρήματα που να μπορούν να βρούν την μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, αλλά για να γίνει αυτός πρέπει επιτέλους η αριστερά να απελευθερωθεί από δογματικές βεβαιότητες που τον κλείνουν αντί να τον ανοίγουν.
Ηδη τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν εκφράσει τις διαφωνίες τους πρίν ακόμη δούνε την πρόταση. Διαφωνούνε όλοι.
Η Αριστερά ξαναθυμήθηκε την πάγια θέση της για απλή και άδολη αναλογική και έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ –με όσες ενστάσεις έχει κανείς για την τοποθέτησή του στην αριστερά- σπεύσαν να καταδικάσουν την νέα πρόταση σαν μια νέα προσπάθεια καλπονοθείας.
Είναι όμως η απλή και άδολη αναλογική πραγματικά η ορθότερη πρόταση;
Φαινομενικά δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης και όποιος τολμήσει να διαφοροποιηθεί, δεν μοιάζει να είναι σοβαρός.
Θα ήθελα σ’αυτό το κείμενο να υποστηρίξω ακριβώς την αντίρρησή μου για την ορθότητα μιας τέτοιας πρότασης.
Η Αριστερά οφείλει να αναλύει κάθε φορά το συγκεκριμένο και να τοποθετείται με ειλικρίνεια.
Το εκλογικό μας σύστημα, καλείται να λύσει δύο θέματα ταυτόχρονα.
Καλείται να εκλέξει την νομοθετική εξουσία και ταυτόχρονα και την εκτελεστική εξουσία.
Ετσι ενώ η απλή αναλογική, άνετα επιτελεί τον ρόλο της σε ότι αφορά την εκλογή της νομοθετικής εξουσίας, αδυνατεί να εκλέξει εκτελεστική εξουσία, κυβέρνηση.
Υπ’αυτή την έννοια, εκλογικοί νόμοι όπως αυτός του Σκανδαλίδη, ενισχυμένης αναλογικής, θα μπορούσε κανείς να πεί ότι ήταν σωστότεροι από την απλή αναλογική, αφού κατάφερνε και να εκλέγει βουλευτές με σχετικά αναλογικό τρόπο , αλλά και να εκλέγει κυβέρνηση. Αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε και αντί να δαιμονοποιούμε τον «καλπονοθευτικό χαρακτήρα των κομμάτων του δικοματισμού», καλύτερα θα ήταν να δούμε ότι η πρόταση μας ήταν ανεπαρκής και γι’αυτό και δεν είχαν δυναμική στην κοινή γνώμη, που είχε την σοφία και το ένστικτο να μη στοιχίζεται στο πλευρό της.
Μιας λοιπόν και μπήκαμε με αφορμή το Γερμανικό Μοντέλο σε λογικές διπλών ψήφων, σωστό θα ήταν αυτές οι ψήφοι να αντιστοιχηθούν με αυτόν τον διπλό στόχο.
Α.Εκλογή βουλευτών με απλή αναλογική, σε περιφέρειες λίγων εδρών και σε ευρύτερες περιφέρειες, σε κατάλληλη σχέση, ώστε αυτοί να έχουν τα χαρακτηριστικά και του τοπικού εκπρόσωπου αλλά και του πολιτικά επαρκούς και
Β. Ταυτόχρονα και εκλογή με ιδιαίτερο ψηφοδέλτιο του πρωθυπουργού και των αντιπροέδρων του που θα σηματοδοτούν τον παραταξιακό χαρακτήρα της, για την εκλογή του οποίου να προβλέπονται δύο γύροι αν δεν πάρει το 50% του εκλογικού σώματος, στον πρώτο γύρο.
Πιστεύω ότι η Ανανεωτική Αριστερά, πρέπει να βρεί και σ’αυτό το ζήτημα το θάρρος να διαφοροποιηθεί με τις «πάγιες απόψεις της αριστεράς» , στον βαθμό που εννοεί πραγματικά ότι έχει ενδιαφέρον για την διακυβέρνηση της χώρας.
Ο εκλογικός νόμος θα έχει σημαντική επίπτωση στην διαμόρφωση του νέου τοπίου του πολιτικού συστήματος , έτσι κι αλλιώς και δεν πρέπει να λείπουμε από την συζήτησή του, με μια αδιάφορης αξίας επανυποστήριξη, μιας θέσης χωρίς ουσιαστικό σεβασμό στον κορυφαίο θεσμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τις εκλογές.
Η μεταφορά με αξιωματικό τρόπο της αξίας της απλής και άδολης αναλογικής από άλλους θεσμούς, όπως τα συνδικάτα ή άλλες χώρες που συνήθως έχουν προεδροκεντρικά συστήματα και εκλέγουν τον Πρόεδρο με ιδιαίτερη εκλογική διαδικασία, δεν είναι δόκιμη.
Η Ελληνική πραγματικότητα του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος, χρειάζεται να αντιμετωπισθεί ιδιαίτερα. Χρειάζεται διάλογος με επιχειρήματα που να μπορούν να βρούν την μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, αλλά για να γίνει αυτός πρέπει επιτέλους η αριστερά να απελευθερωθεί από δογματικές βεβαιότητες που τον κλείνουν αντί να τον ανοίγουν.