Η κρίση στην Ευρώπη και η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική.
Γεράσιμος Γεωργάτος, Δημοσιευμένο: 2011-12-17
(Ομιλία στην ημερίδα που διοργάνωσαν οι ΜΚΟ Inet Cosmos και JEF Νέοι Ευρωπαίοι Φεντεραλιστές, στις 15/12/11, στα Γραφεία της Αθήνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με θέμα: Ελληνική Εξωτερική Πολιτική – Προσαρμογή Στρατηγικής και Θεσμικών Οργάνων)
Η έλλειψη στρατηγικού βάθους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι ότι σχεδόν ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει στρατηγικό εύρος και βάθος. Εξίσου σημαντικό είναι και το ότι σχεδόν πάντα είχε και έχει παθητικό χαρακτήρα, προσπαθεί δηλαδή να αντιμετωπίσει προβλήματα και ζητήματα (Κυπριακό, Σκόπια, κλπ) και όχι να επιτύχει σχεδιασμένα μεσομακροπρόθεσμους στόχους.
Η επιμονή, για παράδειγμα, του Κων/νου Καραμανλή για την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και τα ανοίγματα του Ανδρέα Παπανδρέου προς τις χώρες του Κινήματος των Αδεσμεύτων, αποτελούσαν περισσότερο προσωπικές επιλογές και κινήσεις των συγκεκριμένων ηγετών και λιγότερο μια επεξεργασμένη και προγραμματισμένη εξωτερική πολιτική.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δημιουργικής εξωτερικής πολιτικής είναι η πρόσφατη επιλογή της, θεωρητικά πολύ πιο αδύναμης, Κυπριακής Δημοκρατίας να παραχωρήσει τα δικαιώματα υποθαλάσσιων ερευνών σε ισραηλινών συμφερόντων εταιρεία των ΗΠΑ επιδιώκοντας έτσι ένα σημαντικό στόχο – την πραγματοποίηση των υποθαλάσσιων έρευνών και τα πιθανά σημαντικά οικονομικά οφέλη. Η συγκεκριμένη επιλογή έχει σημαντικές πιθανότητες να αναδιατάξει περαιτέρω τις σχέσεις Τουρκίας / ΗΠΑ σε περίπτωση έντονης αντίδρασης της πρώτης, οι οποίες τα τελευταία χρόνια δε βρίσκονται και στο καλύτερο επίπεδο. Επιπλέον, πέτυχε να δημιουργήσει και μια σημαντική ρήξη μεταξύ της Τουρκίας και του αναμφισβήτητα πιο ισχυρού παίκτη στην περιοχή, του Ισραήλ. Η κατάληξη αυτής της επιλογής προφανώς είναι άγνωστη, πρόκειται όμως για μια ενεργητική πολιτική η οποία μπορεί να αποφέρει πολύ σημαντικά μεσομακροπρόθεσμα οφέλη στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Όμως, σε κάθε περίπτωση, η διαμόρφωση στρατηγικού βάθους και συναινέσεων ή ομοφωνιών προϋποθέτουν ευρύτατο διαφανή και συνεχή δημόσιο και θεσμικό διάλογο. Κάτι που απουσιάζει, ενώ ακόμα και το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής έχει και αυτό ατονήσει.
Σήμερα, όλα τριγύρω αλλάζουν: Η Ευρώπη και η Ελλάδα σε κρίση, η Τουρκία ισχυροποιείται ως περιφερειακή δύναμη, ο αραβικός κόσμος βρίσκεται σε φάση μετάβασης, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική αναδύονται ως νέοι ισχυροί παίκτες στο παγκόσμιο στερέωμα. Με γενικευμένη τη ρευστότητα και αν δεν ξεκαθαρίσει το τοπίο του παρόντος και ιδίως του μέλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι εξαιρετικά δυσχερής οποιοσδήποτε ανακαθορισμός και ανασχεδιασμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Η οπτική της ΔΗΜΑΡ για την ελληνική εξωτερική πολιτική
Για μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τη βαθύτατη κρίση και τη συντηρητική αναδίπλωση, συνεχίζει να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο όπου οφείλει να στηρίζεται η ελληνική εξωτερική πολιτική. Αντιπροσωπεύει τον κύριο παράγοντα και το πλαίσιο διαμόρφωσής της. Είναι το εφαλτήριο στο οποίο η Ελλάδα βασίζεται για να αναπτύξει τον περιφερειακό και το διεθνή της ρόλο ως χώρα ταυτόχρονα ευρωπαϊκή, βαλκανική και μεσογειακή.
Η Ελλάδα και οι έλληνες πολίτες στην πλειοψηφία τους συνεχίζουν να θεωρούν πως η σταθερότητα και η ευμάρεια είναι αδιάρρηκτα συνδεμένες με τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμα και σήμερα μεσούσης της κρίσης. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα πρέπει με κάθε τρόπο να συμμετέχει στον πυρήνα των χωρών και των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον 21ο αιώνα, αντίληψη που ασπάζεται απολύτως η ΔΗΜΑΡ, με την παραδοχή πως η Ε.Ε θα υπερβεί την κρίση και τη συντηρητική αναδίπλωση και θα συνεχίσει να υπάρχει ενοποιούμενη.
Η παραμονή και συμμετοχή στο ενιαίο νόμισμα δεν είναι απλώς ένα οικονομικό ζήτημα. Είναι πολύπλευρο πολιτικό ζήτημα. Έχει σχέση με το ρόλο της χώρας μας στην ευρύτερη ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και τη θεσμική της θέση στη διεργασία διαμόρφωσης πολιτικής και λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις σχέσεις που διαμορφώνει από αυτή τη βάση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο συγκεκριμένος στόχος είναι υψίστης σημασίας και πρέπει να επιτευχθεί με όλες τις απαραίτητες πολιτικές αποφάσεις και θυσίες. Αλλιώς, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί περιθωριοποιημένη και αδύναμη στην προώθηση των συμφερόντων της και στην αντιμετώπιση προβλημάτων με γειτονικές χώρες.
Ας σκεφτούμε μια γεωπολιτική της δραχμής
Καθώς η κρίση στην Ευρώπη αγγίζει τα άκρα, με τις αγορές να απειλούν το σκληρό της πυρήνα, δηλαδή τα πιο ισχυρά κράτη και εντός ολίγου γιατί όχι την ίδια τη Γερμανία, δεν είναι λίγοι αυτοί που αναφωνούν, ας τελειώνουμε, ας επιστρέψουμε στη δραχμή, φτάνει πια το μαρτύριο της σταγόνας, έτσι κι αλλιώς η ευρωζώνη πάει για διάλυση και δεν έχει κανένα νόημα η προσπάθεια για εξυγίανση και δημοσιονομική προσαρμογή.
Οι συνέπειες, η οπισθοχώρηση και η φτώχεια, συλλογικά για τη χώρα και τον καθένα ξεχωριστά, από μια τέτοια εξέλιξη, έχουν περιγραφεί επαρκώς. Συνήθως όμως περιορίζονται σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, ως πιο άμεσα αντιληπτά, ενώ αγνοούνται ή παραβλέπονται άλλες παράμετροι, εξίσου σημαντικές και εξίσου απειλητικές, που θα δράσουν ως πολλαπλασιαστές της συλλογικής και προσωπικής επιδείνωσης του επιπέδου ζωής.
Η Ελλάδα της δραχμής θα βρεθεί άμεσα σε εντεινόμενη γεωπολιτική περιδίνηση. Θα στερηθεί, για παράδειγμα, τη δυνατότητα άσκησης πίεσης διά του βέτο στην ευρωπαϊκή πορεία της ΠΓΔΜ για το θέμα του ονόματος ή για οποιαδήποτε άλλη διαφορά τυχόν προκύψει. Ούτε βεβαίως θα υπάρχουν ευρωπαίοι εταίροι για να στηρίξουν όσα η Ελλάδα υποστηρίζει και οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος, χωρίς καμιά πλέον δέσμευση, θα μπορεί να αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ απλώς ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Γι` αυτό ας ξανασκεφτούν όσοι την υποστηρίζουν την ηρωική εγκατάλειψη του ευρώ και της Ευρώπης, αν είναι συμβατή με τις πατριωτικές ανησυχίες περί του ονόματος, τις οποίες προσωπικά ουδόλως συμμερίζομαι. Η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης για την παραβίαση της ενδιάμεσης συμφωνίας, με σοφό τρόπο δεν κατέδειξε νικητή και ηττημένο αλλά, κατά την εκτίμησή μας, το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούν οι εθνικιστικές εξάρσεις την επίλυση διμερών προβλημάτων.
Το θέμα του ονόματος όμως δεν είναι και το σοβαρότερο. Τα πράγματα αποκτούν δραματικότερο χαρακτήρα σε σχέση με τη νεοοθωμανική πολιτική του εξ ανατολών γείτονα. Την ώρα που η Τουρκία αναπτύσσεται οικονομικά και διαδραματίζει ολοένα αυξανόμενο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, την ώρα που εξελίσσεται σε χώρα πρότυπο για τους εξεγερμένους στα αραβικά κράτη συνδυάζοντας το μετριοπαθές ισλάμ, τη δημοκρατία και την οικονομική ευημερία, η Ελλάδα, εγκαταλείποντας την Ένωση, κινδυνεύει αφενός να καταστεί πολύ φτωχότερη και ταυτόχρονα να απολέσει και τη στοιχειώδη ευρωπαϊκή προστατευτική ομπρέλα. Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον, σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές διαφορές, να παραμένει σταθερά αγκυροβολημένη εντός δυτικού ευρωπαϊκού πλαισίου. Έξω από αυτό, δεν θα είναι παρά μια εξαιρετικά αποδυναμωμένη οντότητα απέναντι σε έναν πανίσχυρο γείτονα.
Το κομμουνιστικό ΑΚΕΛ που κυβερνά την Κύπρο, φροντίζει, χωρίς στερεότυπα και αγκυλώσεις, όχι μόνο να μην αμφισβητεί το ευρωπαϊκό πλαίσιο, αλλά επιπλέον να ενισχύει τη θέση της Κύπρου διαμορφώνοντας σχέσεις κοινού συμφέροντος με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, κάτι που σίγουρα θα προκαλούσε ανατριχίλα στην εγχώρια αριστερά.
Υποστηρίζουμε σταθερά τη ευρωπαϊκή πορεία και ένταξη της Τουρκίας που παρά τις σημερινές συγκυριακές δυσκολίες θεωρούμε πως η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει εγκαταλείψει. Είναι η ασφαλέστερη οδός για ύφεση και σταθερότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όσο για τη φιλολογία περί ανακήρυξης ΑΟΖ, που την ασπάζεται και ο αρχηγός της ΝΔ, με την Ελλάδα σε κρίση, μάλλον είναι η πλέον ακατάλληλη στιγμή για να προχωρήσουμε σε κάτι τέτοιο.
Και φυσικά χωρίς το ευρωπαϊκό πλαίσιο και το ευρώ, τι ρόλο θα μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα και πόσο θα μπορεί να προωθήσει τα οικονομικά και άλλα συμφέροντά της στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται στον αραβικό κόσμο ως εξασθενημένη και συνεπώς ασήμαντη δύναμη; Τι αξία θα έχει η υποστήριξή μας στην αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους; Το ευρωπαϊκό πλαίσιο εξασφαλίζει την προστιθέμενη αξία της ισχύος και του σημαντικού συνομιλητή προς βορρά, ανατολή και νότο.
Γι` αυτό, ακόμα και υπό γεωπολιτική οπτική, όσο διαρκεί η κρίση και μέχρι να αλλάξει ο συσχετισμός και οι πολιτικές στην Ε.Ε, το συμφέρον της χώρας και του καθενός ξεχωριστά επιβάλλει ως προτεραιότητα την προσπάθεια παραμονής εντός ευρωπαϊκού πλαισίου.
Πιστεύουμε σταθερά ότι μια ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση, με δημοκρατικές αρχές και υπερεθνικούς θεσμούς, θα υπηρετήσει πολύ καλύτερα τα συμφέροντά της χώρας μας καθώς και την ανάγκη για σταθερότητα και ευμάρεια στο σύνολο της Ευρώπης, αλλά και παγκόσμια.
Από αυτή την αφετηρία θεωρούμε επιπλέον πως οι πρωτοβουλίες για την εδραίωση ενός συστήματος διαπεριφερειακής συνεργασίας που θα αγκαλιάζει όλες τις χώρες της NA Ευρώπης, την Τουρκία και τις αραβικές χώρες πρέπει να είναι ένας από τους βασικούς άξονες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. H διαπεριφερειακή συνεργασία, ως ένα ενδιάμεσο βήμα προς την τελική και πλήρη ένταξη των βαλκανικών χωρών και της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η αυξημένη συνεργασία με τις αραβικές χώρες και το Ισραήλ μπορεί να ενισχύσει τις συνθήκες για εδραίωση της σταθερότητας, της δημοκρατίας και της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας στην περιοχή. Με οδηγό πάντοτε τις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της συνεργασίας και της ειρήνης.